Σε πείσμα όσων ισχυρίζονται οι εθνικιστές, η δουλειά της σημαίας είναι να χωρίζει και όχι να ενώνει, λοιπόν στην περίπτωση του μικρού Αμίρ η σημαία έκανε απλώς τη δουλειά της: Χώρισε τους μαθητές σε Έλληνες και ξένους, χριστιανούς και μουσουλμάνους, όπως όφειλε να κάνει ένα εθνικό σύμβολο που έχει γαλανόλευκο πανί και από πάνω σταυρό. Οι πέτρες στα παράθυρα είναι μετά μια φυσική προέκταση.
του Κωνσταντίνου Πουλή για το ThePressProject
Η τάση που θέλει να σκεφτούμε το ζήτημα από την οπτική γωνία του μικρού Αμίρ και “να χαρούμε με τη χαρά του” μετά τη συνάντηση με τον πρωθυπουργό (που εξελίσσεται σε άσσο της επικοινωνιακής αερολογίας) παραβλέπει τη σημαντικότερη ίσως διάσταση κάθε παιδαγωγικής: την ευθύνη. Ό,τι και αν πράττουμε, δίνοντας ή “στερώντας” τη σημαία από ένα παιδί (Θα μπορούσαμε απλώς να μην την υποσχεθούμε: κανείς δεν πιστεύει ότι “στερούμε” τα καλάσνικοφ από τα παιδιά μας με το να μην τους τα δίνουμε), μεταφέρουμε έναν κόσμο ολόκληρο από αξίες και προειλημμένες αποφάσεις. Γι’ αυτές τις αποφάσεις θα προσπαθήσω να εξηγήσω αυτό που έγραψε η Δανάη Σιώζιου: πως το καλύτερο δώρο στον Αμίρ θα ήταν η κατάργηση των παρελάσεων.
Αντί να παραπονούμαστε για το ότι δεν δόθηκε η σημαία στον Αμίρ πρέπει να ζητήσουμε κανένα παιδάκι να μην παίρνει σημαία ως έπαθλο για τις μαθητικές του επιδόσεις. Η τάση κάθε εθνικισμού να προσποιείται πως είναι ενωτικός λόγος, ενώ η βασική του λειτουργία είναι να χωρίζει, σημαίνει πως ενώνει ένα στρατόπεδο για να αντιταχθεί σε ένα άλλο. Αυτό το λες συμμαχία ενώπιον εχθρού, όχι ένωση. Και όταν μαθαίνουμε σε παιδάκια να το κάνουν αυτό, το αποτέλεσμα είναι λίγο-πολύ πέτρες στα παράθυρα, εφόσον αποφασίζεται η επίδοση ενός εθνικού συμβόλου του ελληνικού πατριωτισμού ως επιβράβευση σε μαθητές που δεν είναι όλοι Έλληνες.
Ένα από τα επιχειρήματα των εθνικιστών εναντίον της παρέλασης με π.χ. αλβανό σημαιοφόρο είναι ότι δεν επιθυμούν να κρατεί το εθνικό μας σύμβολο ένας αλλοεθνής, μάλιστα κάποιος του οποίου οι πρόγονοι πολεμούσαν με τους δικούς μας, και η εμπόλεμη κατάσταση ήρθη πρόσφατα και αμφιλεγόμενα. Όποιο και αν είναι το νομικό καθεστώς της ιθαγένειας, έχω την πεποίθηση ότι η αντίρρηση του εθνικιστή είναι από μια άποψη θεμιτή: θα έπρεπε να μη δίνεται σημαία, να μη γίνονται παρελάσεις. Αν δεχτούμε να δίνεται η σημαία, καταλήγουμε σε παράδοξα, να υπερασπιζόμαστε ιδέες που απλώς εκνευρίζουν τους ιδεολογικούς μας αντιπάλους, και προκαλούν γι’ αυτό κάποια ικανοποίηση, αλλά είναι ουσιαστικά παράλογες.
Και αν κανείς θέλει να μιλήσει για την ιθαγένεια, δεν πιστεύω ότι η υπεράσπιση του δικαιώματος στην ιθαγένεια υποχρεώνει αυτά τα παιδιά να σηκώνουν με χαρά το σύμβολο του ελληνικού πατριωτισμού. Μπορεί αυτός ο αγώνας να τους είναι αδιάφορος, μπορεί να ταυτίζονται με την ελληνική ή την αλβανική εθνική αφήγηση, και αυτό θα είναι ανεξάρτητο από την απόδοση ιθαγένειας. Το ίδιο για τη θρησκεία: Αν η σχολική εγκύκλιος θα επέτρεπε την παρουσία στην εκκλησία και αν ο Αμίρ θα επιθυμούσε ή όχι να παρευρεθεί είναι από αυτή την άποψη δευτερεύον. Δεν χρειάζεται να εκκλησιάζονται οι καλοί μαθητές. Ας εκκλησιάζονται όσοι το επιθυμούν.
Ότι η δουλειά της σημαίας είναι να χωρίζει μπορούμε να το διαπιστώσουμε και ιστορικά:
Διαβάστε τη συνέχεια στο ThePressProject