Πηγή: Κατιούσα
«Νίκο σήκω», του φώναξε ο υπαρχιφύλαξ κι αυτός με ηρεμία στο βλέμμα, χωρίς ταραχή στη φωνή του, απάντησε: «Πάμε για καθαρό αέρα;». Έτσι αντίκρισε τον θάνατο ο Νίκος. Κατάματα… Σαν απαλό αεράκι, που θα έφτανε τώρα σε νέα πρόσωπα και σε καινούργιες ψυχές. Και θα ενέπνεε νέους αγώνες για την ελευθερία και τη δικαιοσύνη. Ήταν 30 Μαρτίου του 1952 όταν τον εκτέλεσαν. Έφυγε 37 χρονών, αλλά είναι σαν να μην έχει φύγει. Είναι καθημερινά δίπλα σε χιλιάδες αγωνιστές, σε ανθρώπους που εμπνέονται και διδάσκονται από το παράδειγμά του, από νέες και νέους που παλεύουν για να δημιουργήσουν «νέους χρόνους κι εποχές, στο μπόι των ονείρων μας, στο μπόι των ανθρώπων».
Αριστερά: σε ηλικία 5 ετών στην Αμαλιάδα το 1920 – Δεξιά: μετά τη λήξη του Εμφυλίου, λίγο πριν επιστρέψει παράνομα στην Ελλάδα.
Τον Νίκο τον εκτέλεσαν Κυριακή, μία μέρα που ακόμα και οι ναζί δεν έκαναν εκτελέσεις. Προσπάθησαν να το κάνουν στα κρυφά, βλέπετε, επειδή φοβόντουσαν τις κινητοποιήσεις. Φοβόντουσαν… Ο Νίκος πάλι όχι.
Δεν είχε προλάβει να ξημερώσει ακόμα, όταν ο Νίκος έπεσε νεκρός μαζί με τους συντρόφους του, Δημήτρη Μπάτση, Νίκο Καλούμενο και Ηλία Αργυριάδη, από τις σφαίρες του εκτελεστικού αποσπάσματος. Έπεσαν νεκροί από τις σφαίρες του αμερικανοθρεμένου μετεμφυλιακού κράτους της κυβέρνησης Πλαστήρα, του παλατιού, των μαυραγοριτών και των ταγματασφαλιτών.
«Ο Μπελογιάννης μας έμαθε άλλη μια φορά πώς να ζούμε και πώς να πεθαίνουμε. Μ’ ένα γαρύφαλλο ξεκλείδωσε όλη την αθανασία. Μ’ ένα χαμόγελο έλαμψε τον κόσμο για να μη νυχτώσει», έγραψε ο Γιάννης Ρίτσος την ίδια μέρα της εκτέλεσης, από τον Αϊ – Στράτη που βρισκόταν εξόριστος.
Πλήθος κόσμου των γραμμάτων και των τεχνών – και όχι μόνο – προσπάθησε να αποτρέψει την εκτέλεση. Από τον Ναζίμ Χικμέτ και τον Πωλ Ελυάρ, μέχρι τον Πικάσο, τον Τσάρλι Τσάπλιν και τον Ζαν-Πωλ Σαρτρ. Η κυβέρνηση Πλαστήρα έλαβε γύρω στα 250.000 τηλεγραφήματα, που ζητούσαν τη σωτηρία του. Μάταια, όμως. Η απόφαση είχε παρθεί από εκείνους που εξαπολύουν πολέμους και αιματοκυλούν τους λαούς για τα κέρδη τους και τα συμφέροντά τους. Στην Αμερική έγραψαν μετά την εκτέλεση: «Η δίκη αυτή είναι από τα σπουδαιότερα παγκόσμια γεγονότα τα οποία σημειώθηκαν κατά τον Φεβρουάριο του 1952. Αποτελεί δίδαγμα διά τον ελεύθερο κόσμον. Αποδεικνύει ότι τα απανταχού κομουνιστικά κόμματα δεν εμπνέονται από πολιτικούς σκοπούς, αλλά αποτελούν οργανώσεις κατασκοπείας».
Το έγκλημα που έκανε ο Νίκος Μπελογιάννης ήταν ότι υπήρξε κομμουνιστής κι αυτό δεν μπορούσαν να του το συγχωρέσουν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα διεθνιστή ο ίδιος, ενός πραγματικού πατριώτη που πάλευε και με το όπλο παρά πόδα, αλλά και με την ίδια του την πένα και το κοφτερό του το μυαλό για να ξημερώσουν καλύτερες μέρες στον τόπο μας.
Έγγραφο της ασφάλειας τον Μάιο του 1950 αναφέρει πως ο Μπελογιάννης είναι άνθρωπος «ευρείας μαρξιστικής και εγκυκλοπαιδικής μορφώσεως ως και δεινός χειριστής του λόγου και της γραφίδος».
Ο Νίκος Μπελογιάννης στον ΔΣΕ
Δίδαξε θάρρος, ειλικρίνεια, τιμιότητα, λεβεντιά και αυτοθυσία, με τον τρόπο που ξέρουν να διδάσκουν μόνο εκείνοι που έχουν ταχθεί με όλη τους την καρδιά στην υπεράσπιση των συνανθρώπων τους, που αντιπαλεύουν την κοινωνική αδικία και μπαίνουν μπροστάρηδες για τη δημιουργία ενός κόσμου χωρίς εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο.
Μετά τη δολοφονία του, ο σπουδαίος γάλλος ποιητής, Πωλ Ελυάρ, έγραψε: «Ο Μπελογιάννης είναι νεκρός. Δε θυσίασε τίποτα απ’ την τιμή και την ελπίδα μας για ένα αύριο φωτεινό. Χαμογελούσε…»
Το διάσημο σκίτσο του Πικάσο, που στην άκρη του μένει ανοιχτό, έκανε τον γύρο του κόσμου και μνημονεύεται μέχρι και σήμερα. Όταν τον είχαν ρωτήσει γιατί δεν το έκλεισε, είχε πει: «Έναν τόσο μεγάλο άνθρωπο δεν μπορείς να τον κλείσεις σε ένα πορτρέτο»…
«Νομίζω ότι ο πατριωτισμός ενός κόμματος ή και ατόμων ακόμα κρίνεται όταν κινδυνεύουν η ανεξαρτησία, η ελευθερία και ακεραιότητα της πατρίδας μας. Εκεί βρίσκεται η λυδία λίθος, αυτό είναι το κριτήριο για τον πατριωτισμό ενός κόμματος. Και αν θελήσει κανείς με τέτοια κριτήρια να κρίνει το ΚΚΕ, θα δει ότι δεν είναι κόμμα προδοτικό αλλά αντίθετα είναι καθαρά ελληνικό και πατριωτικό. […] Ένα δεύτερο κριτήριο για το εάν είμαστε προδότες είναι αυτό: αν ήμασταν προδότες στο τέλος δεν θα είχαμε καμιά επιρροή στον λαό και θα παύαμε να υπάρχουμε σαν κόμμα και σαν οργάνωση ενώ το αντίθετο ακριβώς συμβαίνει. […] Αγαπάμε την Ελλάδα και το λαό της περισσότερο από τους κατηγόρους μας. Το δείξαμε όταν εκινδύνευε η ελευθερία, η ανεξαρτησία και η ακεραιότητά της και ακριβώς αγωνιζόμαστε για να ξημερώσουν στη χώρα μας καλύτερες μέρες χωρίς πείνα και πόλεμο. Για τον σκοπό αυτό αγωνιζόμαστε και όταν χρειαστεί θυσιάζουμε και τη ζωή μας», είπε, μεταξύ άλλων, στην «απολογία» του ο Νίκος Μπελογιάννης, στη δεύτερη δίκη του, το Φεβρουάριο του 1952, στο Α΄ Διαρκές Στρατοδικείο Αθηνών.
Ο Νίκος Μπελογιάννης μπροστά στους στρατοδίκες
Ο Μπελογιάννης θυσιάστηκε, αποδεικνύοντας πως το να είσαι κομμουνιστής, αληθινός κομμουνιστής, είναι ίσως το πιο δύσκολο πράγμα στον κόσμο. Είναι μία αέναη αναμέτρηση με την αδικία, με τις εσωτερικές ανθρώπινες αντιφάσεις, με την ίδια την κοινωνία που προσπαθεί να σε αποκτηνώσει και να σε μετατρέψει σε γρανάζι στη μηχανή της.
Ο Νίκος δεν έπεσε στην παγίδα. Και γι’ αυτό τον μνημονεύουμε σήμερα. Επειδή το παράδειγμά του εμπνέει και θα συνεχίσει να εμπνέει εκατοντάδες ανθρώπους σε όλο τον κόσμο, μέχρι να πραγματωθούν όλα εκείνα για τα οποία πάλευε. Θα τα καταφέρουμε, Νικολή. Δεν θα αφήσουμε ούτε το αίμα το δικό σου ούτε των υπόλοιπων αγωνιστών να πάει χαμένο…