Πηγή: News247

Νίκος Γιαννόπουλος

Κατάρα ή μεγάλη τύχη; Όπως και να έχει ο Κωνσταντίνος ο Β’, του οίκου των Γλύξμπουργκ, που άφησε την τελευταία του πνοή το βράδυ της Τρίτης (10/01) σε ηλικία 82 ετών, ανέβηκε στο θρόνο της τότε βασιλικής Ελλάδας στις 6 Μαρτίου του 1964, πριν καν συμπληρώσει τα 24 χρόνια του.

Έμελλε να παίξει ένα ιδιαίτερα καθοριστικό ρόλο στα επόμενα τρία χρόνια που ήταν πολύ ταραγμένα πολιτικά και οδήγησαν στην Χούντα των Συνταγματαρχών που εγκαθιδρύθηκε στις 21 Απριλίου του 1967 μετά από τραγικά λάθη και του νεαρού βασιλιά.

Η άνοδος του Κωνσταντίνου στο θρόνο συνέπεσε με την άνοδο στην εξουσία του Γιώργου Παπανδρέου ο οποίος μετά τον ανένδοτο αγώνα που είχε αρχίσει μετά τις εκλογές της βίας και της νοθείας του 1961 είχε καταφέρει να σχηματίσει κυβέρνηση (μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου του 1963).

Αρχικά οι σχέσεις του με τον Βασιλιά ήταν αγαστές (άλλωστε ο Γεώργιος Παπανδρέου δεν είχε ποτέ ιδιαίτερο πρόβλημα με το θεσμό της βασιλείας), όταν όμως θέλησε να αποπέμψει τον Υπουργό Αμυνας Πέτρο Γαρουφαλιά και να αναλάβει ο ίδιος το Υπουργείο ξέσπασε σύγκρουση με το παλάτι η οποία οδήγησε στην πτώση της κυβέρνησης.

Η πρώτη κρίση που έπρεπε να χειριστεί ο Κωνσταντίνος, ο οποίος τον Σεπτέμβριο του 1964 είχε σπεύσει να παντρευτεί την μόλις 18 χρονών Αννα-Μαρία, έμελλε να είναι και η τελευταία της δημοκρατικής Ελλάδας πριν τα τανκς αναλάβουν δράση τα ξημερώματα της 21ης Απριλίου του 1967.

Παραβιάζοντας το Σύνταγμα

Ο Κωνσταντίνος ξεπέρασε κατά πολύ το ρόλο που προέβλεπε για τον ίδιο το Σύνταγμα. Αρνήθηκε επίμονα στον Γεώργιο Παπανδρέου την ανάληψη του Υπουργείου Αμύνης γεγονός που πυροδότησε μία θεσμική κρίση άνευ προηγουμένου. Οι Κωνσταντίνος και Παπανδρέου αντάλλασσαν επιστολές σε υψηλούς τόνους, όμως ο νεαρός Βασιλιάς ουδέποτε έκανε πίσω οδηγώντας τα πράγματα σε εκτροπή.

Λεγόταν-και λέγεται ακόμα και σήμερα-ότι ο Κωνσταντίνος, άπειρος πολιτικά, επηρεαζόταν πάρα πολύ από τα θέλω της μητέρας του, της περιβόητης Φρειδερίκης η οποία κατά γενική ομολογία επηρέαζε ιδιαίτερα και τον πατέρα του Κωνσταντίνου, τον βασιλιά Παύλο. Σε κάθε περίπτωση ο Κωνσταντίνος αρνήθηκε να διορίσει υπουργό Αμυνας τον Γιώργο Παπανδρέου ο οποίος έσπευσε στο παλάτι την 15η Ιουλίου του 1965 και υπέβαλλε, μετά από λογομαχία με τον επικεφαλής του κράτους, την παραίτηση της κυβέρνησής του.

Ο βασιλιάς νόμιζε ότι είχε πάρει τον πρώτο γύρο της αντιπαράθεσης. Και πράγματι έτσι ήταν. Διότι ήταν σαφές ότι το παλάτι δεν ήθελε σε καμία περίπτωση στην εξουσία μία κυβέρνηση η οποία είχε την πρόθεση να επιβάλλει τα δικά της θέλω στις επιλογές για το στράτευμα και να απαλλάξει σιγά-σιγά τον ελληνικό στρατό από στελέχη που είχαν παίξει ενεργό ρόλο στον εμφύλιο πόλεμο της περιόδου 1946-1949.

Ο Κωνσταντίνος, μάλιστα, προτίμησε να ορκίσει μία κυβέρνηση προθύμων, με Πρωθυπουργό τον Γιώργο Αθανασιάδη-Νόβα η οποία πέρασε στην ιστορία ως η πρώτη κυβέρνηση αποστατών. Το εν λόγω κυβερνητικό σχήμα στήριξαν με την ψήφο τους και βουλευτές της Ενωσης Κέντρου, του κόμματος του Γεωργίου Παπανδρέου, παρά τη λαϊκή θέληση η οποία πρόσταζε τη συνέχιση του κυβερνητικού έργου του Παπανδρέου ή τη διενέργεια εκλογών. Υπουργός Συντονισμού εκείνης της κυβέρνησης δε, διορίστηκε ο πρώην Υπουργός της κυβέρνησης της Ενωσης Κέντρου και δελφίνος του Παπανδρέου, Κωνσταντίνος Μητσοτάκης.

Με τις βιαστικές και ουσιαστικά αντισυνταγματικές ενέργειές του, ο Κωνσταντίνος κατάφερε να … ενισχύσει το αντιμοναρχικό κίνημα στη χώρα που πλέον είχε λάβει πολύ μεγάλες διαστάσεις. Οι καθημερινές συγκεντρώσεις υπέρ του Γεωργίου Παπανδρέου και κατά του βασιλιά δημιουργούσαν πολιτικό σεισμό. Οι ζυμώσεις στο παρασκήνιο έδιναν και έπαιρναν, οι Αμερικανοί ανησυχούσαν αλλά ο Κωνσταντίνος δεν έδειξε την παραμικρή διάθεση συμβιβασμού με τον εκλεγμένο Πρωθυπουργό.

Ακόμα και κάποιες γέφυρες που επιχειρήθηκαν να στηθούν τον Αύγουστο του 1965 έτσι ώστε να ξεπεραστεί η κρίση, τελικά κατέρρευσαν αφού πια και ο Παπανδρέου ήταν ανένδοτος. Ηθελε ή να αναλάβει ξανά την Πρωθυπουργία ή να γίνουν άμεσα εκλογές. Ο Κωνσταντίνος από την πλευρά του ήθελε να κερδίσει χρόνο και αυτό έκανε ορκίζοντας τη μία μετά την άλλη τις κυβερνήσεις των αποστατών.

Δεν ήταν λίγοι οι άνθρωποι της εποχής αλλά και ιστορικοί αργότερα που πίστευαν ότι ο Κωνσταντίνος ετοίμαζε πραξικόπημα μαζί με τους ανώτερους αξιωματικούς του στρατού έτσι ώστε να μπει τέλος στην κρίση. Ουδέποτε ο Γλύξμπουργκ παραδέχθηκε κάτι τέτοιο δημοσίως, είναι πάντως αληθές ότι τα γεγονότα του Απριλίου του 1967 τον έπιασαν στον ύπνο, σχεδόν κυριολεκτικά.

Είχαν προκηρυχθεί εκλογές για τις 28 Μαϊου του 1967 και Πρωθυπουργός (ουσιαστικά υπηρεσιακός) ήταν ο συντηρητικός Παναγιώτης Κανελλόπουλος. Αν και εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν γκάλοπ, ήταν σαφές ότι ο Γεώργιος Παπανδρέου και η Ενωση Κέντρου θα έφταναν σ’ έναν ανεπανάληπτο εκλογικό θρίαμβο. Οπου μιλούσε ο “Γέρος της Δημοκρατίας” γινόταν χαλασμός ενώ στις συγκεντρώσεις τα αντιμοναρχικά συνθήματα κυριαρχούσαν.

Ενα μήνα και μία εβδομάδα πριν από τη διενέργεια των εκλογών, τα ξημερώματα της 21ης Απριλίου τα τανκς των συνομοτών αξιωματικών καταλάμβαναν κομβικής σημασίας σημεία στην Αττική και “ακύρωναν” με χαρακτηριστική άνεση τη δημοκρατία. Ο Κωνσταντίνος διέκοψε τον ύπνο του στις 2:30 τα ξημερώματα αφού το τηλέφωνο στα ανάκτορα του Τατοϊου χτυπούσε επίμονα. Εν αρχή έμπιστοί του άνθρωποι και κατόπιν υπουργοί της κυβέρνησης Κανελλόπουλου τον ενημέρωσαν ότι το πολίτευμα καταλύεται και τον συμβούλευσαν να φύγει από την Αθήνα για να ανασυντάξει τις δυνάμεις του έτσι ώστε η δημοκρατία να απαντήσει.

Ο Κωνσταντίνος παρουσιάστηκε όμως άτολμος. Απέρριψε τα σενάρια φυγής και στις 5:30 το πρωί δέχθηκε τους πραξικοπηματίες στο Τατόι για να τους ακούσει. Εκείνοι, νιώθοντας ήδη ισχυροί, τον έφεραν ουσιαστικά προς τετελεσμένων γεγονότων και τον ενημέρωσαν για τη σύνθεση της κυβέρνησης που ετοίμαζαν. Ο νεαρός Γλύξμπουργκ περιορίστηκε σε μία συμβολική “πράξη αντίστασης”. Δεν… χαμογέλασε στην αναμνηστική φωτογραφία. Η Χούντα των Συνταγματαρχών είχε πια και τη βασιλική βούλα.

Τον τελευταίο του… πυροβολισμό (στον αέρα) για να πείσει ότι αντιμάχεται τη Χούντα ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος την έριξε την 13η Δεκεμβρίου του 1967 με το κίνημα (ο Θεός να το κάνει) που οργανώθηκε κυρίως από φιλοβασιλικές δυνάμεις του Ναυτικού και της Αεροπορίας. Μέχρι όμως ο Κωνσταντίνος να φτάσει στη Θεσσαλονίκη, οι Χουντικοί είχαν συλλάβει σχεδόν το σύνολο των μελών του κινήματος.

Ο βασιλιάς οικογενειακώς μετακινήθηκε στην Καβάλα και από εκεί στη Ρώμη όταν διαπίστωσε ότι κάθε ελπίδα να επικρατήσουν οι δυνάμεις που τον στήριξαν είχε χαθεί. Ακόμα και στο εξωτερικό όμως ο Κωνσταντίνος και η οικογένειά του εισέπρατταν κανονικά τη βασιλική επιχορήγηση. Ετσι ούτε γάτα ούτε ζημιά.

Το τηλεφώνημα (από τον Καραμανλή) που δεν έγινε ποτέ και η οριστική πτώση

Στα δραματικά γεγονότα που οδήγησαν στην αποκατάσταση της Δημοκρατίας τον Ιούλιο του 1974 μετά την επιστροφή του Κωνσταντίνου Καραμανλή στην Ελλάδα ο Κωνσταντίνος έπαιξε ρόλο. Σύμφωνα με πολλές πηγές (και κατά τον ίδιον) ο Καραμανλής του τηλεφώνησε από το Παρίσι και του ζήτησε τη γνώμη του για το γεγονός ότι του ζητούσαν να επιστρέψει άμεσα στην Ελλάδα και να αναλάβει την Πρωθυπουργία. Ο Κωνσταντίνος του ευχήθηκε καλή επιτυχία και άκουσε τον έμπειρο πολιτικό από την άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής να του λέει ότι θα τον ξαναπάρει το βράδυ για να του δώσει λεπτομέρειες.

Ο Καραμανλής έφτασε στην Ελλάδα με το αεροπλάνο που διέθεσε ο Γάλλος πρόεδρος Ζισκάρ ντ’ Εστέν αλλά το τηλεφώνημα που περίμενε ο Γλύξμπουργκ δεν έγινε ποτέ. Ούτε καν τους επόμενους μήνες. Αντιθέτως ο βασιλιάς χωρίς βασίλειο άκουσε τον Πρωθυπουργό να προκηρύσσει δημοψήφισμα για τη μορφή του πολιτεύματος το οποίο διεξήχθη στις 8 Δεκεμβρίου του 1974 το αποτέλεσμα του οποίου έβαλε οριστική ταφόπλακα στο θεσμό της βασιλείας. Το 69% του ελληνικού λαού δήλωσε ότι προτιμά την αβασίλευτη δημοκρατία.

Το αποτέλεσμα πίκρανε το δίχως άλλο τον Κωνσταντίνο ο οποίος πλήρωνε την πολιτική του ατολμία στο θέμα του πραξικοπήματος. Η λιτή δήλωση που έκανε την επομένη του δημοψηφίσματος αποτυπώνει και έναν ιστορικό συμβιβασμό με το αποτέλεσμα:«Έλληνες και Ελληνίδες. Πιστός στη διακήρυξή μου, επαναλαμβάνω ότι προέχει η εθνική ενότητα χάριν της ομαλότητας, της προόδου και της ευημερίας της Χώρας και εύχομαι ολόψυχα οι εξελίξεις να δικαιώσουν το αποτέλεσμα που προέκυψε από τη χθεσινή ψηφοφορία». Εκτοτε, ο Κωνσταντίνος παρέμεινε “βασιλιάς” χωρίς στέμμα.

Ο Γλύξμπουργκ στα χρόνια της αβασίλευτης

Η πρώτη επίσκεψη του Κωνσταντίνου στην Ελλάδα μετά το δημοψήφισμα έγινε μόλις το 1981 για οικογενειακούς λόγους (κηδεία της μητέρας του, Φρειδερίκης) ενώ στη συνέχεια έλαβε χώρα το σήριαλ για την απόδοση της βασιλικής περιουσίας την οποία ο τέως διεκδίκησε με πάθος.

Η τελική πράξη αυτού του δικαστικού δράματος παίχθηκε στις 28 Νοεμβρίου του 2002 όταν το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο επιδίκασε 13,7 εκατομμύρια ευρώ στον Κωνσταντίνο εκ των οποίων στην τσέπη του έφτασαν τα 12. Το ελληνικό κράτος, με κυβέρνηση Κώστα Σημίτη εκείνη την εποχή, κατέβαλλε το ποσό από τον προϋπολογισμό των… φυσικών καταστροφών και κάθε άλλη νομική διεκδίκηση έπαψε.

Εκτοτε, ο Κωνσταντίνος ζούσε με τη σύζυγό του στο Πόρτο Χέλι και έδινε σποραδικά συνεντεύξεις με τις οποίες επιχειρούσε να δώσει τις δικές του ερμηνείες για τα δραματικά γεγονότα του 1965, του 1967 και του 1974. Ουδέποτε αναγνώρισε τα σοβαρά του λάθη. Διέψευδε, επίσης, συνεχώς ότι ο γιος του Νικόλαος έχει την πρόθεση να ιδρύσει κόμμα, κάτι που είχε γραφτεί πολλάκις στον ελληνικό τύπο.

Μέχρι το θάνατό του τέλος ο Κωνσταντίνος διέθετε διπλωματικό διαβατήριο Δανίας που έγραφε Constantine de Grecia.

Τρεις μεγάλοι πολιτικοί και ο Γλύξμπουργκ

Κατά καιρούς οι πρωταγωνιστές της πολιτικής σκηνής που είχαν (αναγκαστικά ή όχι) επαφές μαζί του εκφράστηκαν για την προσωπικότητα του Κωνσταντίνου Γλύξμπουργκ και για τη βασιλεία. Παρακάτω θα διαβάσετε τις απόψεις των Ανδρέα Παπανδρέου, Κωνσταντίνου Μητσοτάκη και Κωνσταντίνου Καραμανλή.

“Παράγων ανωμαλίας”

Ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε πάντα τη χειρότερη άποψη για τον Κωνσταντίνο. Πολύ αργότερα μετά τα γεγονότα της αποστασίας του 1965 ο ιστορικός ηγέτης του ΠΑΣΟΚ, με αφορμή συνέντευξη του τέως στον Αντέννα, είχε τονίσει χαρακτηριστικά. “Ο Γλύξμπουργκ ήταν και είναι παράγοντας ανωμαλίας για τη χώρα”. Ηταν το 1994 και ο Ανδρέας Παπανδρέου ήταν πάλι Πρωθυπουργός.

Και νωρίτερα όμως, ο Παπανδρέου, ο οποίος είχε πρωτοσταστήσει στις συγκεντρώσεις του 1965 κατά των κυβερνήσεων της αποστασίας, είχε πει από το βήμα της Βουλής. “Είναι αδύνατον απόψε, σ’ αυτήν την αίθουσα να μην θυμηθούμε το 1965. Είναι χρήσιμο μάθημα για τα νιάτα της χώρας μας που δεν είχαν την πικρή εμπειρία της συνωμοσίας Κόκκα-Χοιδά-Μητσοτάκη και Γλύξμπουργκ να ανατρέψουν την κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου”. Είχαν περάσει ήδη 24 χρόνια αλλά ο Ανδρέας Παπανδρέου δεν είχε ξεχάσει…

Ο Μητσοτάκης και το “ανφέρ”

Τον Φεβρουάριο του 1988 ο τότε αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης και επικεφαλής της Νέας Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Μητσοτάκης πήγε στο Λονδίνο και αποφάσισε να παραχωρήσει συνέντευξη εφ’ όλης της ύλης σε ομάδα ξένων δημοσιογράφων.

Σε ερώτηση για το θέμα της βασιλείας και του δημοψηφίσματος περί της Βασιλευομένης ή Αβασίλευτης Δημοκρατίας στην Ελλάδα (1974), ο Μητσοτάκης απάντησε ότι «ασχέτως αν αυτός είναι αντιβασιλικός, θεωρεί “ανφέρ” (δηλαδή άδικο ή πολιτικώς ανήθικο) τον τρόπο με τον οποίο διεξήχθη το δημοψήφισμα». Όταν η απάντηση – αιχμή μαθεύτηκε στην Ελλάδα, ακολούθησε μπαράζ επικριτών δημοσιευμάτων, ενώ η λέξη ανφέρ ακολούθησε για χρόνια τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη.

Πολύ αργότερα, ο Κωνσταντίνος έδωσε το παρών στην κηδεία του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη στις 29 Μαϊου του 2017.

Περί θεσμού και ανθρώπου

Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής δεν είχε εκφραστεί ποτέ δημοσίως για τον Κωνσταντίνο. Εχουν γραφτεί πολλά για τις σχέσεις… οργής που είχε ο ιστορικός ιδρυτής της Νέας Δημοκρατίας με τη βασίλισσα Φρειδερική κατά τη διάρκεια της πρώτης πρωθυπουργίας του, ενώ φυσικά η ιστορία έχει καταγράψει ότι επί των ημερών της δεύτερης πρωθυπουργίας του, έλαβε χώρα το δημοψήφισμα για το Πολιτειακό στο οποίο οι Ελληνες επέλεξαν την αβασίλευτη δημοκρατία.

Ωστόσο, ανεπίσημα, ο Καραμανλής φέρεται να έχει πει “φωτογραφίζοντας” τον Γλύξμπουργκ ότι “ο θεσμός δεν κάνει τον άνθρωπο, αλλά ο άνθρωπος το θεσμό”.