Μια νέα μελέτη κάνει την εμφάνισή της στη Δημόσια Σφαίρα, με αφορμή τη συμπλήρωση ενός αιώνα από την Μικρασιατική καταστροφή. Η «Μεγάλη Ιδέα» του Σπύρου Αλεξίου, κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Τόπος και η Ελληνοφρένεια δημοσιεύει ένα μέρος της εισαγωγής, η οποία πραγματεύεται ζητήματα που 100 χρόνια μετά δεν δείχνουν και τόσο μακρινά…
2021-2022: διαφορετικές επέτειοι, ίδιος παρονομαστής
Το 2021 ήταν μια πανηγυρική χρονιά για την Ελλάδα: το ελληνικό κράτος πανηγύριζε την επέτειο των 200 χρόνων από την έναρξη της Επανάστασης του 1821 και σε αυτήν τη διαδικασία επιστράτευσε όλο το πολιτικό, επιστημονικό και πνευματικό δυναμικό του. Μέσω της ιδεολογικής επένδυσης σε ένα κορυφαίο ιστορικό γεγονός και στην αναθεώρηση «ενοχλητικών» απόψεων με μεγάλη αποδοχή, επιχείρησε να ανανεώσει το «εθνικό αφήγημα» και να το προσαρμόσει στις νέες συνθήκες. Από κάθε δίαυλο προβάλλονταν το «εθνικό φρόνημα» και η «εθνική ομοψυχία» ως κινητήριες δυνάμεις της Επανάστασης, η φιλελεύθερη Δύση ως o κρίσιμος παράγοντας για τη λύση του προβλήματος, ενώ τα –όποια– προβλήματα εμφανίστηκαν οφείλονταν είτε στη «διχόνοια» είτε στον «λαϊκισμό».
Έναν χρόνο αργότερα το κλίμα είναι αρκετά διαφορετικό. Το 2022 είναι μια επετειακή χρονιά, μόνο που η συμπλήρωση ενός αιώνα από τη Μικρασιατική Καταστροφή δεν προσφέρεται για πανηγυρισμούς, καθώς πρόκειται για κολοσσιαίων διαστάσεων στρατιωτική και ιδεολογική ήττα. Το μέγεθος της καταστροφής, οι ισχυρές μνήμες και η συναισθηματική φόρτιση δεν μπορούν να αγνοηθούν. Ταυτόχρονα όμως η συζήτηση συνεχώς ανανεώνεται. Πέρα από το προφανές επιστημονικό ενδιαφέρον, το κορυφαίο αυτό ιστορικό γεγονός συνδέεται με χίλια νήματα με τις σύγχρονες διεθνείς εξελίξεις, τις εσωτερικές πολιτικές αντιθέσεις και, φυσικά, με τις ιδεολογικές αναζητήσεις και συγκρούσεις που αυτές γεννούν.
Στη διεθνή σκηνή οι περισσότεροι αναλυτές συμφωνούν πως η εποχή μας έχει πολλά κοινά χαρακτηριστικά με τις παραμονές του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η παγκόσμια «τάξη» που είχε επιβληθεί απειλούνταν από την ανάδυση νέων υπερδυνάμεων, οι οποίες διεκδικούσαν ζωτικό χώρο μέσω του ξαναμοιράσματος του κόσμου, όπως και σήμερα. Μολονότι η γεωγραφική κλίμακα των αντιπαραθέσεων είναι ευρύτερη, η περιοχή της Ανατολικής Ευρώπης, των Βαλκανίων, της Ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής βρίσκεται και πάλι στον πυρήνα της αντιπαράθεσης για την αναδιανομή εδαφών και πλουτοπαραγωγικών πηγών μεταξύ των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων.
Με τις αντιπαραθέσεις, πριν και κατά τη διάρκεια του Α΄ Π.Π., συνδέθηκαν οι επιδιώξεις των αστικών τάξεων περιφερειακών δυνάμεων, όπως της Τουρκίας, της Βουλγαρίας, της Αίγυπτου και, φυσικά, της Ελλάδας, για συμμετοχή τους σε αυτήν την αναδιανομή. Λογικό επακόλουθο η πρόσδεσή τους στα άρματα των ιμπεριαλιστικών συνασπισμών και η μετατροπή της περιοχής σε ένα από τα κύρια θέατρα των συγκρούσεων, με την ιδιαιτερότητα μάλιστα της τετραετούς παράτασής τους μετά τη λήξη του Α΄ Π.Π. Οι επιδιώξεις αυτές υπάρχουν μέχρι σήμερα και, βέβαια, τις οξύνουν η βαθιά οικονομική κρίση και η αδυναμία ξεπεράσματός της.
«Κάθαρση» στο χθες με το βλέμμα στο σήμερα
Αυτό το πλαίσιο διαμορφώνει σε μεγάλο βαθμό τους όρους της εσωτερικής ιδεολογικής και πολιτικής αντιπαράθεσης. Διαμορφώνονται νέοι
«εθνικοί» στόχοι, νέα «εθνικά» οράματα για μια Ελλάδα που, ευρισκόμενη πάντα «στη σωστή πλευρά της ιστορίας», θα αναδειχτεί σε κυρίαρχη περιφερειακή δύναμη. Αρκεί… Αρκεί να μην επαναληφθούν τα «λάθη του παρελθόντος», να υπάρχουν «εθνική ομοψυχία» και «σταθερή θέληση του ελληνικού λαού για θυσίες», όπως έλεγε ο Ελευθέριος Βενιζέλος το 1920. Ουσιαστικά, διαμορφώνεται μια νέα Μεγάλη Ιδέα, που δεν δίνει πια οράματα «βυζαντινά», αλλά εμφανίζεται ως μονόδρομος για την παρουσία και την επιβίωση της ελληνικής κοινωνίας στις κατακλυσμιαίες αλλαγές που έρχονται.
Γίνεται επιτακτική η ανάγκη να απενοχοποιηθεί η παλιά Μεγάλη Ιδέα, να μην εντοπιστεί στην ουσία της η βασική αιτία της Μικρασιατικής Καταστροφής. Να εμφανιστούν ως αιτίες η ανικανότητα, οι λανθασμένοι χειρισμοί, οι πολιτικές σκοπιμότητες, η προδοσία των «συμμάχων», η επιστροφή του Κωνσταντίνου κ.λπ. και όχι η επεκτατική πολιτική της ελληνικής ολιγαρχίας σε συνδυασμό με τη χωρίς όρους πρόσδεσή της στο ιμπεριαλιστικό άρμα. Σε όλο αυτό αποκτά κομβική σημασία η απέκδυση κάθε ευθύνης από τον «εθνάρχη» Βενιζέλο.
Δεν πρόκειται για συγκυριακή επιλογή. Από την περίοδο της Κατοχής και της Αντίστασης, κατά τη διάρκεια του Β΄ Π.Π., συντελείται μια μεγάλη αλλαγή στο πολιτικό σκηνικό της Ελλάδας: το δίπολο βενιζελικοί – μοναρχικοί, που κυριάρχησε στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα, δίνει τη θέση του στο δίπολο αριστερά – δεξιά. Στην ιδεολογική διαμάχη, κρίσιμη πλευρά της οποίας αποτελεί πάντα η ιστορία, η Μικρασιατική Καταστροφή αποτέλεσε κομβικό σημείο. Ήταν ελάχιστη η χρονική απόσταση από τα συγκλονιστικά γεγονότα και εκατομμύρια οι πρόσφυγες, με πανίσχυρες μνήμες και ιδεολογικές διαδρομές «επικίνδυνες» για την κυρίαρχη ιδεολογία.
Αποτέλεσμα ήταν όλο και μεγαλύτερα τμήματα της κοινωνίας να χρεώνουν συνολικά στον αστικό πολιτικό κόσμο τις ευθύνες για την καταστροφή. Κινούμενος από το πανίσχυρο ταξικό του ένστικτο επιβίωσης, ο αστικός κόσμος ενοποιήθηκε γύρω από το πρόσωπο και την πολιτική του Βενιζέλου. Το ανάθεμα ρίχτηκε στους «παλαιοκομματικούς φιλομοναρχικούς», ώστε να προστατευτούν το αστικό σύστημα, τα αλυτρωτικά του οράματα και ο εξέχων πολιτικός εκφραστής τους. Ουσιαστικά, πρόκειται για τη συνέχεια, στη σφαίρα της ιδεολογίας, της
«δίκης των εξ». Η ελληνική άρχουσα τάξη έστησε το φθινόπωρο του 1922 στον τοίχο στο Γουδή ορισμένα εξέχοντα στελέχη του πολιτικού κόσμου, προκειμένου να κατευνάσει μια κοινωνία στα πρόθυρα της εξέγερσης. Τη φιλοβασιλική παράταξη, την οποία εκπροσωπούσαν τα στελέχη αυτά, η συστημική ιστοριογραφία, τόσο στην επίσημη όσο και στην «αναθεωρητική» εκδοχή της, τη ρίχνει στην ιδεολογική πυρά, ώστε να μείνουν αλώβητοι και ο σημαντικότερος πολιτικός που ανέδειξε και –κυρίως– οι ιδεολογικοί μηχανισμοί του κράτους, στους οποίους στηρίζεται και η σύγχρονη Μεγάλη Ιδέα.
Σπύρος Αλεξίου