Αλιεύσαμε από το facebook του Κωνσταντίνου Πουλή

Γράφω την ώρα που βρέχει, χωρίς να βρέχομαι. Έτσι συνοψίζεται με πολύ λίγα λόγια το προνόμιο του να μην είσαι εγκαταλειμμένος σε μια νησίδα. Αυτό αδυνατούν να καταλάβουν πολλοί φίλοι, και κυρίως εχθροί, ιδίως όσοι έχουν βαλθεί να μας εξηγήσουν πώς λειτουργεί ο κόσμος, σε μας που δεν καταλαβαίνουμε.
Η “Αντιγόνη” του Σοφοκλή είναι ο λόγος για τον οποίον αποφάσισα, πριν πολλά χρόνια, να κάνω ένα διδακτορικό για την αρχαία τραγωδία. Ασχολήθηκα με τα ηθικά προβλήματα στην τραγωδία, οπότε είχα μια εξοικείωση με αυτή τη συζήτηση.
Όταν ξέρει κανείς την “Αντιγόνη” θεατρικά, ή ακόμη περισσότερο σχολικά, είναι δύσκολο να πάει ο νους του στους υποστηρικτές του Κρέοντα. Δύσκολα δηλαδή σκέφτεσαι ότι υπάρχει κόσμος που λέει «Ναι, αλλά έχει κι ο Κρέων τα δίκια του». Και ξέρετε γιατί «Έχει κι ο Κρέων τα δίκια του;» Γιατί η Αντιγόνη παρανομεί, εξηγούν, με βάση το αρχαίο δίκαιο και μάλιστα, εδώ το επιχείρημα υπάγεται εντελώς στην πολιτική φιλοσοφία της εφημερίδας Καθημερινή, «έτσι παρασύρει και άλλους στον θάνατο». Αυτά τα συναντάς στη βιβλιογραφία και μετά τα ξεχνάς.
Γι’ αυτό και υπάρχουν διασκευές, μεταξύ άλλων του Μπρεχτ, που κάνουν την προφανή ταύτιση του Κρέοντα με την εξουσία στην πιο βάρβαρη μορφή της, τη ναζιστική.
Είχα κάνει και μια παρουσίαση για την Αντιγόνη στην Αγγλία και είχα αντιμετωπίσει τον James Diggle, μεγάλο και τρανό φιλόλογο, να εξηγεί ότι οι άνθρωποι του θεάτρου έχουν την τάση να εξιδανικεύουν, οπότε μου είχε δώσει ένα άρθρο του που παρέθετε τις πηγές για το αρχαίο δίκαιο.
Ξέρω ότι αυτή τη στιγμή η Ελλάδα παρανομεί, αλλά αντιλαμβάνεστε ότι και τότε και τώρα, όπου υπάρχει ένας νόμος τσακώνονται δύο νομομαθείς. Και δίπλα τους κάποιος διατάζει, κάποιος κλαίει και κάποιος αγωνίζεται. Αυτό που είναι η ζωή δηλαδή.
Όσοι συγκινούμαστε από το άταφο κορμί ενός παιδιού, νιώθουμε να μας διαπερνά μια ανατριχίλα απέναντι στη συντριπτική και άδικη δύναμη των αρχόντων, που αποφασίζουν για τη ζωή και τον θάνατο. Και μας συγκινεί η ιστορία της Αντιγόνης γιατί μας ξυπνάει θυμίζοντας ότι πότε-πότε κάτι τύπους σαν τον Κρέοντα τους παίρνει ο διάολος, ακριβώς όπως τους αξίζει.