Πηγή: Gazzeta
Το κείμενο που ακολουθεί δεν έχει την παραμικρή διάθεση να σας παρουσιάσει την ταλαιπωρία του υπογράφοντα, σιγά τα ωά, απλώς προσπαθεί να καταδείξει, την απόλυτη αδυναμία όλων να διαχειριστούν μία σφοδρή χιονόπτωση 24 ωρών.
Χθες το πρωί λοιπόν γύρω στις 9 και ενώ είχε ήδη αρχίσει να χιονίζει, έφυγα από το σπίτι μου στην Αγία Παρασκευή (ψηλά κοντά στον Δημόκριτο) με προορισμό το ΚΑΤ, όπου είχε προγραμματιστεί χειρουργείο ενός δικού μου ανθρώπου. Μπήκα στον περιφερειακό Υμηττού και στα διόδια ρώτησα απολύτως ξεκάθαρα. «Καλημέρα σας, περνάει η Αττική οδός ή έχει πολλά χιόνια;».
Ο υπάλληλος που καμία ευθύνη δεν φέρει ασφαλώς, διότι προφανώς δεν είχε καμία ενημέρωση, χαμογέλασε και μου είπε «Ασφαλώς κύριε…» με εκείνο το ύφος της σιγουριάς και του περιττού του ερωτήματός μου. «Από κίνηση πως πάμε;» επανήλθα με δεύτερο ερώτημα σαν κάτι να με έτρωγε… «Εχει αρκετή, αλλά οκ προχωράει…» μου απάντησε. Πλήρωσα λοιπόν τα 2,80 ευρώ μου και μπήκα.
Σε λιγότερο από ένα χιλιόμετρο, περίπου στις 10 το πρωί, συνάντησα ουρά αυτοκινήτων, σε σημείο που δεν μποτιλιάρει ποτέ. Σκέφτηκα ότι η εκτίμηση του υπαλλήλου για την κίνηση ήταν λανθασμένη. Φυσικά και ενώ στο οδόστρωμα είχε αρχίσει να το στρώνει, δεν είδα κανένα απολύτως μηχάνημα να καθαρίζει και κανένα όχημα από την Αττική οδό. Τα λεπτά κυλούσαν, όχι όμως και το αυτοκίνητο.
Σχεδόν ακίνητοι. Περίπου μισή ώρα τα πενήντα μέτρα. Εφτασα στην έξοδο της Δουκίσσης Πλακεντίας στις 12.30 και χωρίς να έχω την παραμικρή ενημέρωση και χωρίς να απαντά κανείς στο τηλέφωνο της εταιρείας, πήρα την μεγάλη απόφαση να βγω και να κατέβω από Χαλάνδρι για να φτάσω στην Κηφισίας και από εκεί να πάω στο ΚΑΤ. Σοφή απόφαση, αλλιώς εκεί θα το είχα περάσει το βράδυ.
Θα έπαιρνα βέβαια και 2 χιλιάρικα, διότι τόσο κοστολόγησε η εταιρεία και το κράτος την διανυκτέρευση στο δρόμο και την ανυπαρξία τους.
Τι ντροπή; Από την Δουκίσσης μέχρι την Κηφισίας έκανα 1,5 ώρα, χωρίς να συναντήσω κανένα μηχάνημα Δήμου, κανένα περιπολικό, κανέναν τροχονόμο. Απολύτως τίποτα. Μόνο ασθενοφόρα που οι σειρήνες τους ούρλιαζαν και οι οδηγοί προσπαθούσαν να τα διευκολύνουν να περάσουν, αλλά σε αρκετές περιπτώσεις ακόμη και αυτό ήταν αδύνατο.
Η Λεωφόρος Κηφισιάς, απροσπέλαστη. Ο Γιατρός με έχει ενημερώσει τηλεφωνικά και προς τιμήν του, ότι το χειρουργείο δεν θα γίνει, αφού πολύ λογικά το προσωπικό δεν επαρκεί, αλλά εγώ πλέον συνεχίζω το… ταξίδι για να αφήσω στο ΚΑΤ τη σύζυγό μου, για να φροντίσει τον ασθενή.
Την απόφαση την πήρα να συνεχίσω το ταξίδι όταν στο ραδιόφωνο άκουσα έναν Δήμαρχο, δεν είμαι απολύτως σίγουρος ότι ήταν της Κηφισιάς και για αυτό δεν το γράφω, να δηλώνει ότι «έχουν βγει τα μηχανήματα, καθαρίζουν τους δρόμους και κύριο μέλημα τους είναι η εύκολη πρόσβαση στο ΚΑΤ, το οποίο ειδικεύεται στα κατάγματα όπως όλοι γνωρίζουμε και λόγω της κατάστασης θα δεχτεί πολλούς ασθενείς». Μπράβο στο Δήμαρχο είπα και συνέχισα…
Από το δαχτυλίδι και επάνω η Κηφισίας έμοιαζε χωρίς ίχνος υπερβολής με ορεινό δρόμο του Πηλίου, τα αυτοκίνητα είχαν λιγοστέψει και η οδήγηση ήταν τρομερά επικίνδυνη. Φτάνω στο ΚΑΤ λίγο πριν τις 15.00, σχεδόν 5,5 ώρες από την ώρα που έφυγα από την Αγία Παρασκευή.
Σε όλη την διαδρομή αναρωτιόμουν, αν κάποιος είχε χτυπήσει, αν κάποιος είχε σπάσει πόδι, τι ακριβώς θα είχε κάνει. Φτάνοντας στο ύψος του ΚΑΤ, στο φανάρι της Κηφισίας, περιμένω να δω την φροντίδα του Δημάρχου ώστε η πρόσβαση στο Νοσοκομείο να είναι εύκολη.
Στην Κηφισίας δεν την είχα δει πουθενά. Το να φτάσεις από το φανάρι στο ΚΑΤ με αυτοκίνητο ήταν σχεδόν αδύνατο. Οι δρόμοι για το Νοσοκομείο ήταν σχεδόν αποκλεισμένοι και έφταναν μόνο μεγάλα τζιπ με αλυσίδες. Φαντάσου να μην ήταν και το πρώτο μέλημα του Δημάρχου το Νοσοκομείο.
Στρίβω και δεν φτάνω καν μέχρι το ΚΑΤ γιατί έμεινα. Η γυναίκα μου κατέβηκε να πάει στο Νοσοκομείο με τα πόδια και με τη φράση «φύγε να πας στα παιδιά, θα γυρίσω με ταξί…». Εγώ σκέφτηκα ότι το πρώτο ήταν πολύ δύσκολο και το δεύτερο αδύνατο.
Επρεπε όμως να δοκιμάσω να επιστρέψω, διότι είχα αφήσει στο σπίτι μόνα τους δύο ανήλικα παιδιά να κάνουν τηλεκπαίδευση με τη φράση στις 9 το πρωί, «σε 3 ώρες θα είμαι πίσω και θα σας φτιάξω μακαρονάδα…». Ηδη είχαν περάσει έξι ώρες και είχα και το… ταξίδι της επιστροφής. Τρεις κύριοι που περπατούσαν στο δρόμο που πάει προς το ΚΑΤ, με βοήθησαν (έσπρωξαν οι άνθρωποι) για να ξεκολλήσω το αυτοκίνητο από τα χιόνια και να βγω ξανά στην Κηφισίας.
Στην κάθοδό της και περίπου στις 15.30 είδα για πρώτη φορά μηχάνημα που καθάριζε το δρόμο. Το ακολούθησα και έτσι κατάφερα να φτάσω μέχρι το Δαχτυλίδι. Εξυπακούεται ότι δεν μπήκα στην Αττική έχοντας ακούσει στο ραδιόφωνο τι συνέβαινε και συνέχισα την κάθοδο της Κηφισίας με τρόμο… Κατέβηκα στο Νοσοκομείο Υγείας την γέφυρα για να πάω προς Χαλάνδρι.
Πλέον άρχισα να βλέπω παρατημένα αυτοκίνητα ή σταματημένα παντού. Μία κυρία ήταν σε κατάσταση απελπισίας, είχε μείνει στη μέση του δρόμου και με κλάματα στα μάτια, από τα νεύρα και την απελπισία ζητούσε βοήθεια.
Κατέβηκα βάλαμε το αυτοκίνητο της στην άκρη του δρόμου και αφού με ευχαρίστησε αρνήθηκε να έρθει μαζί μου για να την άφηνα στο Χαλάνδρι που έμενε («αν φτάσουμε», όπως της είπα) αφού προτιμούσε να περιμένει το σύζυγό της να έρθει να την πάρει.
Η άνοδος της Παπανικολή, ήταν στην πραγματικότητα μόνο για αυτοκίνητα με αλυσίδες, δεν ξέρω πως τα κατάφερα και έφτασα κάποια στιγμή στη Μεσογείων στην Πλατεία της Αγίας Παρασκευής. Εχοντας πεποίθηση ότι αποκλείεται να φτάσω σπίτι με το αμάξι έψαχνα να βρω κάποιον δρόμο που δεν θα εμπόδιζε για να το αφήσω και να συνεχίσω με τα πόδια.
Παντού πλέον παρατημένα αυτοκίνητα, που ναι κύριε Βουλευτή, δεν είχαν αλυσίδες διότι δεν είχαν φανταστεί ότι θα της χρειαστούν στο κέντρο του Χαλανδρίου και στην Πλατεία της Αγίας Παρασκευής, ούτε είχαν σκεφτεί να πάρουν τρόφιμα και νερά στο αυτοκίνητο γιατί θα έμεναν εκεί 10 και 15 ώρες απλώς επιστρέφοντας από τη δουλειά τους.
Στη Μεσογείων το απόλυτο χάος. Εκεί είδα για πρώτη φορά μετά από 9 ώρες περιπολικό. Σταματημένο με αλάρμ και τους αστυνομικούς μέσα βέβαια, άλλα είδα αυτοκίνητο της τροχαίας επιτέλους. Η επιστροφή στο σπίτι μετά από 10 ώρες και ένα τέταρτο (τόσο μου πήρε το Αγία Παρασκευή – ΚΑΤ και πίσω ξανά) με βρήκε να συναντώ τις δύο κόρες μου να παίζουν με τη Μό
Ηταν η πρώτη στιγμή που συνειδητοποίησα, ότι αυτό ήταν πάντα το χιόνι στην πόλη, χαρά, παιχνίδι, ξεγνοιασιά. Πλέον και αυτό το κράτος που ζούμε μας το στέρησε, το μετέτρεψε σε μία χαοτική, άκρως επικίνδυνη και βαριά ταλαιπωρία.
Η σύζυγός μου φυσικά και δεν γύρισε ποτέ από το ΚΑΤ, όπως δεν μπόρεσε χθες να φύγει και κανένας από τους νοσηλευτές και γιατρούς από το ΚΑΤ, διότι ήταν αδύνατον να φτάσουν στο νοσοκομείο αυτοί που θα τους αντικαθιστούσαν.
Εκαναν τρεις συνεχόμενες βάρδιες, εξυπηρετούσαν ασθενείς για 24 συνεχόμενες ώρες. Διότι όπως μας εξήγησε και ο Δήμαρχος στο ραδιόφωνο, «πρώτο μέλημα μας είναι η πρόσβαση στο ΚΑΤ να γίνεται άνετα…». Για να μην τον αδικώ, την επόμενη ημέρα, σήμερα δηλαδή, όπως ενημερώθηκα τα πάντα είχαν καθαριστεί στην εντέλεια.
Η δική μου μικρή περιπέτεια είναι ασφαλώς μικρή μπροστά σε αυτή που έζησαν χιλιάδες άνθρωποι στην πρωτεύουσα της χώρας, αποκλεισμένοι και εγκλωβισμένοι στους βασικότερους οδικούς άξονες της. Μέσα στον ιστό της πόλης επικρατεί το απόλυτο χάος, εξ’ ού και η δεύτερη συνεχόμενη ημέρας αργίας από την Κυβέρνηση.
Πως δηλαδή θα πήγαινε ο κόσμος αύριο στη δουλειά του, με ποιόν τρόπο. Στη δική μου γειτονιά μέχρι το Σάββατο είμαι απολύτως βέβαιος η πρόσβαση με αυτοκίνητο στα σπίτια μας θα είναι αδύνατη. Ο Δήμος για να καθαρίσει τους δρόμους από τα δέντρα που έχουν πέσει θα χρειαστεί αρκετές ημέρες και οι μικροί δρόμοι θα είναι απροσπέλαστοι για τουλάχιστον 3-4 ημέρες ακόμη.
Πόσο στοίχισε λοιπόν στο Κράτος αυτή η διήμερη αργία που έγινε αναγκαστικά λόγω της ανικανότητας του και της αδυναμίας του να κάνει τα αυτονόητα; Πολλά εκατομμύρια ευρώ κόστισε. Ισως και λιγότερα από όσο θα είχε κοστίσει να είχε προετοιμαστεί για αυτήν την κακοκαιρία.
Η οποία ήταν απολύτως αναμενόμενη. Οι δικαιολογίες του τύπου «οι μετεωρολόγοι μας είχαν πει ότι θα έρθει το μεσημέρι και αυτή ήρθε το πρωί» είναι το ίδιο αστείες με αυτούς που τις λένε. Η Κυβέρνηση για μία ακόμη φορά αποδείχτηκε εντελώς ανίκανη, το κράτος, οι Δήμοι και οι Περιφέρειες απλούστατα υπάρχουν για να μην υπάρχει ένας υπεύθυνος και να ρίχνουν για την ανυπαρξία και την ανικανότητά τους, την ευθύνη σε άλλους και ο πολίτης είτε βρέχει, είτε χιονίζει, είτε κάνει ζέστη, έχει πλέον συμβιβαστεί με την ιδέα ότι στην πρώτη περίπτωση θα εγκλωβίζεται και θα παγώνει σπίτι του από την έλλειψη ρεύματος, στη δεύτερη θα πνίγεται και στην τρίτη θα καίγεται είτε αυτός είτε η περιουσία του.
Και η ζωή θα συνεχίζεται, μέχρι την επόμενη χιονόπτωση, την επόμενη βροχή, την επόμενη φωτιά…