Ο πολιτικός Μάνος Λοΐζος
H προσφορά της «Εφημερίδας των Συντακτών» με ορισμένα πολιτικά κυρίως τραγούδια του Μάνου Λοΐζου μού δίνει την ευκαιρία να μιλήσω για έναν φίλο που τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του αλλά και οι συγκυρίες τον κατέστησαν ένα ιδιαίτερα θετικό σημείο αναφοράς.
Είναι σημαντικό να υπάρχουν πρόσωπα που με το έργο τους ή με το παράδειγμά τους συσπειρώνουν άτομα και δυνάμεις που διαφέρουν ή έχουν αντιθέσεις μεταξύ τους. Και όταν ζούσε ο Μάνος ήταν σε μεγάλο βαθμό ενοποιητικό στοιχείο. Είχε αυτό το χάρισμα, παρ’όλο που στις πολιτικές του πεποιθήσεις ήταν σαφής, σταθερός και ανυποχώρητος.
Το 1982, τη μέρα του θανάτου του, και ενώ βρισκόμουν κι εγώ στη Μόσχα, προσπάθησα μέσα στη δίνη των συναισθημάτων να κάνω μια πρώτη αντικειμενική σκιαγράφηση του φίλου μου και συνεργάτη σε ένα άρθρο-ανταπόκριση στον «Ριζοσπάστη», στον οποίο τότε δούλευα. Ακολούθησαν το 1983 και το 1984 άλλα δύο, ας τα ονομάσουμε «επετειακά», άρθρα.
Ο Μάνος Λοΐζος -έγραφα- έκανε πολλούς συναδέλφους του να ζηλεύουν, χωρίς όμως να πάψουν να τον αγαπούν. Κι αυτό γιατί δεν είχε το μικρόβιο της χωρίς λόγο αντιδικίας, της τεχνητής προβολής, της πάνω από το μέτρο δημοσιότητας. Τι να τα κάνει τα περισσά παινέματα; Ξεχώρισε νωρίς σαν αυθεντική, διαλεχτή μονάδα, σε μια περίοδο μουσικών ογκόλιθων, ανάμεσα στις συμπληγάδες των δισκογραφικών μονοπωλίων και γενικά σε έναν χώρο πληθωρικής προσφοράς και σημαντικής μουσικής παράδοσης, μέσα στον οποίο και το πολύ καλό έμοιαζε συχνά για μέτριο. Πάντρεψε την ποιότητα με την ανταπόκριση του μεγάλου κοινού
Οπως στις αφίσες
Και μερικά ακόμα αποσπάσματα από τα παλαιά εκείνα κείμενα:
Εύθραυστος και συναισθηματικός, γενναιόδωρος στις φιλίες του, ο Μάνος ήταν, ανάλογα με τη στιγμή, πράος ή μαχητικός, ισχυρογνώμων αλλά και αναβλητικός, σίγουρος για πολλά και αναποφάσιστος για πάρα πολλά. Με δυο λόγια, ήταν ένας άνθρωπος της εποχής του, της εποχής μας. Οπως στις αφίσες. Αλλοτε γελαστός κι άλλοτε σκυθρωπός.
Τι ήταν αυτό που τον έκανε αντιφατικό;
Ο Λοΐζος δεν ήταν μόνο ένας άνθρωπος της εποχής μας, αλλά ένας προοδευτικός διανοούμενος της εποχής μας. Νέος ακόμα γνώρισε τη στέρηση, την καχυποψία και τους εκβιασμούς που ασκεί ο καπιταλισμός στους καλλιτέχνες. Πρόλαβε όμως καλά και το «αγκάλιασμα» -σε βαθμό ασφυξίας- της νιόφερτης καταναλωτικής κοινωνίας στους φτασμένους και εκμεταλλεύσιμους από οικονομική άποψη δημιουργούς.
Δεν τυποποιήθηκε. Oι πιέσεις όμως και η αντίσταση σ’ αυτές τού στοίχισαν ψυχικά και υλικά. Ο τρόπος με τον οποίο η κοινωνία μεταχειρίζεται τον καλλιτέχνη -σαν παραγωγό κέρδους και όχι σαν ευαίσθητο δέκτη και πομπό- αλλά και τα αγνοημένα οικονομικά δικαιώματα των δημιουργών τον έκαναν να αγωνιστεί και να γίνει πρωτοπόρος συνδικαλιστής.
Αυτός ήταν ο Λοΐζος. Ενας αντιπροσωπευτικός διανοούμενος, που πάσχισε και κατάφερε, περισσότερο απ’ όλα με το έργο του, να μείνει μ’ αυτούς με τους οποίους ξεκίνησε, με τους πολλούς. Σύνθετος αλλά και απλός στη ζωή του, διαφανής στα προτερήματα και τα ελαττώματα.
Η πολιτική πλευρά του Μάνου Λοΐζου, που εξάγεται αβίαστα από το έργο του, την καθημερινή του δραστηριότητα και από τις μαρτυρίες όλων όσοι τον ήξεραν, επιδιώκεται να υποβαθμιστεί εδώ και αρκετά χρόνια. Θα ήταν λάθος, λοιπόν, απέναντι στην αλήθεια να μη βρίσκουμε, από την πλευρά μας, τρόπους να κρατάμε φωτεινή, να μην υπογραμμίζουμε αυτή την πλευρά του Μάνου Λοΐζου.
Πρώτα απ’ όλα δεν θα το ήθελε αυτός. Αυτή η προσπάθεια -ή η ασυνείδητη, αν θέλετε, στάση- να υπερτονίζεται το ερωτικό, το νοσταλγικό ή το απλώς ψυχαγωγικό μέρος της δουλειάς του, αυτή η ανάδειξη του τρυφερού και παρεΐστικου προφίλ του δημιουργού, που μας καλεί, λες, σε μια διαρκή ξενοιασιά, θυμίζει τον τρόπο με τον οποίο οι επόμενες γενιές φωτίζουν τα γεγονότα της Ιστορίας, ρίχνοντας σκιά σε άλλες πλευρές και αντλώντας κατά προτίμηση. Η Ιστορία όμως έχει και κάποια ελάχιστα υλικά αντικειμενικής σύστασης.
Ισως πάλι αυτή η μονομέρεια να είναι μια αυτόματη, αντανακλαστική αντίδραση στο ότι ο πολιτικός Μάνος Λοΐζος αναδεικνύεται έτσι κι αλλιώς συνεχώς σε άλλους χώρους, ανοιχτούς και πιο μαζικούς.
Ο «Δρόμος», το «Ακορντεόν», ο «Γ΄ Παγκόσμιος», «Τα Νέγρικα», ο «Τσε Γκεβάρα», κάποια τραγούδια που έγραψε με τον Λευτέρη Παπαδόπουλο στη διάρκεια της δικτατορίας, το «Δέντρο», η «Τσιμινιέρα», το «Λιώνουν τα νιάτα μας στη βιοπάλη», το «Τίποτα δεν πάει χαμένο», τα «Γράμματα στην αγαπημένη» σε ποίηση Χικμέτ και τόσα άλλα είναι ο πολιτικός Λοΐζος.
Η «Πρωτομαγιά» και οι αγώνες
Τα πρώτα του τραγούδια, που πολλοί δεν ξέρουν, όπως η «Πρωτομαγιά», η συμμετοχή του μέρα με τη μέρα στους πολιτικούς αγώνες της δεκαετίας του ’60, όπως και η συμμετοχή του σε συναυλίες, όπου νέοι ποιητές απάγγελναν πολιτικά ποιήματα, οι συνάξεις στο σπίτι του στα Σεπόλια τους πρώτους μήνες της δικτατορίας, η σύντομη αυτοεξορία του στη Ρώμη και στο Λονδίνο, οι ενοχλήσεις και η κράτησή του στην Ασφάλεια, η ένθερμη συμμετοχή του, κατά τη μεταπολίτευση, στα φεστιβάλ των πολιτικών νεολαιών είναι επίσης ο πολιτικός Λοΐζος.
Η έντονη συνδικαλιστική του δράση, ως προέδρου της Ενωσης Μουσικοσυνθετών-Στιχουργών Ελλάδας, είναι επίσης ο πολιτικός Λοΐζος.
Φυσικά, όταν λέμε ότι ο Μάνος Λοΐζος ήταν ένας πολιτικοποιημένος καλλιτέχνης, δεν εννοούμε ότι ήταν με σαφήνεια κομματικοποιημένος. Σκεφτόταν, αισθανόταν και έγραφε τραγούδια με την καρδιά και με το μυαλό και ήταν στρατευμένος όχι μέσα από κάποια προκαθορισμένα κοινωνικοπολιτικά αξιώματα, ούτε μέσα από περίπλοκα ιδεολογικά σχήματα.
Η απλή λογική και τα γενναιόδωρα συναισθήματά του, καθώς και το γενικό ελληνικό και διεθνές κοινωνικό και πολιτικό περιβάλλον εκείνης της εποχής τον έκαναν αριστερό. Ηθελε -μου το είχε εκμυστηρευτεί- το έργο του να ανήκει σε όλους.
Παρακολουθούσε τα τεκταινόμενα και με την ίδια ευθύτητα και αυστηρότητα που έκρινε τις αντιδραστικές πρακτικές, τις κάθε είδους διακρίσεις και την κοινωνική ανισότητα, το ίδιο ανυποχώρητα, θα έλεγε κανείς, έθετε διλήμματα και ερωτήματα κάθε φορά που διαπίστωνε ασυνέπεια ιδεολογίας και πρακτικής στον χώρο της Αριστεράς, στον οποίο άμεσα και αυτονόητα είχε εντάξει τον εαυτό του.
Απέναντι στους μηχανισμούς
Δεν του άρεσαν οι βεβαιότητες και οι απλουστευτικές εξηγήσεις των επαγγελματιών ιδεολόγων και των κάθε είδους μηχανισμών. Εβλεπε με τα δικά του μάτια τη ζωή, παρατηρούσε και έκρινε. Κατέφευγε στην αμεσότητα του «κοινού νου», που τόσες φορές οι «επαΐοντες» αγνοούν, υποτιμούν ή και περιφρονούν, αλλά που τελικά συνιστούν το αλάνθαστο κριτήριο για τις πράξεις μας, αν τελικά θέλουμε να είναι αυτές σε συνέπεια με την ιδεολογία μας και αν θέλουμε επιτέλους να μας οδηγήσουν πραγματικά στην ποθητή κοινωνική αλλαγή.
*Απόσπασμα ομιλίας σε ημερίδα με θέμα «Ο πολιτικός Λοΐζος», που έγινε στην ΕΣΗΕΑ.