Πηγή: Katiousa
Τo όνομα Νόρμα Τζιν Μπέηκερ είναι άγνωστο στους περισσότερους, εκείνο της Μαίριλυν Μονρόε ωστόσο παραπέμπει σε μια από τις μεγαλύτερες κινηματογραφικές σταρ του περασμένου αιώνα, που εξακολουθεί να αποτελεί ένα από τα πιο ευπώλητα brand-name στο χώρο της ποπ κουλτούρας. Πίσω από την εικόνα της αρχετυπικής ξανθιάς σεξοβόμβας, βασανισμένης από προσωπικά και ψυχολογικά αδιέξοδα που κατέληξαν στην – πιθανή – αυτοκτονία της, κρύβονται πτυχές της προσωπικότητάς της λιγότερο γνωστές στο ευρύ κοινό.
Το άνοιγμα ενός μέρους του φακέλου της ηθοποιό στο FBΙ, αποκαλύπτει ότι η υπηρεσία θεωρούσε ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του πενήντα την Μονρόε ύποπτη για κομμουνιστικές διασυνδέσεις, συνεχίζοντας την παρακολούθησή της ως το θάνατό της το 1962. Η μικρή Νόρμα Τζιν γεννήθηκε εκτός γάμου το 1926, και μεγάλωσε μέσα στη φτώχεια την περίοδο της Μεγάλης Ύφεσης τη δεκαετία του ’30. Πέρασε τα περισσότερα χρόνια της ως τον πρώτο της γάμο στα 16 με ανάδοχες οικογένειες στην Καλιφόρνια, καθώς η μητέρα της αδυνατούσε να τη θρέψει. Οι περισσότερες της φέρθηκαν με άσχημο τρόπο, ωστόσο υπήρχε και μια αφροαμερικανική οικογένεια, ονόματι Bolander, που την υποδέχτηκε με ζεστασιά, ενσταλάζοντάς της από μικρή την έννοια της ισότητας των διαφορετικών φυλετικών και οικονομικών ομάδων, ιδέα την οποία υπερασπίστηκε κατά την ενήλικη ζωή της.
Ήδη κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων του “Όλα για την Εύα” το 1950, στελέχη του κινηματογραφικού στούντιο της έκαναν παρατήρηση επειδή διάβαζε “ριζοσπαστικά” βιβλία, εν προκειμένω την αυτοβιογραφία του Λίνκολν Στέφενς, ενός δημοσιογράφου που είχε δράσει στο μεσοπόλεμο καταγγέλλοντας τη διαφθορά και τις κοινωνικές ανισότητες στις ΗΠΑ. Η πολιτικοποίησή της έγινε πιο ανοιχτή στη διάρκεια του γάμου της με τον προοδευτικό θεατρικό συγγραφέα Άρθουρ Μίλλερ. Όταν εκείνος κλήθηκε να καταθέσει μπροστά στη διαβόητη Επιτροπή Αντιαμερικανικών Υποθέσεων, του συμπαραστάθηκε αποφασιστικά, κάνοντας μάλιστα δηλώσεις μπροστά στα δικαστήρια. Η ίδια δεν κλήθηκε, καθώς οι αντικομμμουνιστές του Κονγκρέσου τη θεωρούσαν “μια ανόητη ξανθιά”, ενώ δεν λείπουν και συντηρητικοί ιστορικοί που κατηγορούν το Μίλερ ότι εκμεταλλεύτηκε τη Μονρόε ως ένα είδος “πολιτικής ασπίδας” ενάντια στις κατηγορίες.
Αργότερα συμμετείχε σε οργάνωση για τη “Συνετή Πολιτική Πυρηνικής Ενέργειας”, ενώ δεν έκρυβε τη στήριξή της στο Φιντέλ Κάστρο και στο κίνημα χειραφέτησης των Αφροαμερικανών. Ανάμεσα στα αρχεία που δημοσιεύτηκαν, αναφέρεται και το περιστατικό ενός ανώνυμου τηλεφωνήματος το 1956, το οποίο κατήγγειλε την Μονρόε ότι είχε “διολισθήσει στον κομμουνιστική ακτίνα επιρροής”, κι ότι η εταιρεία παραγωγής της “Marilyn Monreo Productions” “ήταν γεμάτη κομμουνιστές”, και διοχέτευε χρήματα προς δραστηριότητες του ΚΚ ΗΠΑ. Κατηγορούσε επίσης ότι ο γάμος της με τον Μίλερ ήταν μια μορφή “συγκάλυψης” της δραστηριότητάς του ως “προεξάρχοντα της πολιτιστικής πολιτικής του ΚΚ”. Ένα χρόνο ωρίτερα, το 1955, η αμερικανική υπηρεσία σημείωνε ότι ο ατζέντης της είχε κάνει εκ μέρους της αίτηση για έκδοση βίζας με στόχο να επισκεφθεί τη Σοβιετική Ένωση.
Λίγους μήνες πριν το θανατό της το 1962, τα αρχεία έκαναν λόγο για την “ανησυχία” σε φιλικούς κύκλους της ηθοποιού, για τη σύνδεσή της με τον Φρέντερι Βάντερμπιλτ Φιλντ, γιο οικογένειας μεγιστάνων που τον είχαν αποκληρώσει για τις απόψεις του. Τον γνώρισε στη διάρκεια ενός ταξιδιού της στο Μεξικό, όπου είχε πάει για να πάρει έπιπλα και, σύμφωνα με τα αρχεία του FBI “συνδέθηκε στενά με ορσμένα μέλη του αμερικανικού ΚΚ”. Ο ίδιος ο Φιλντ, που αρνούνταν ότι είχε υπάρξει ποτέ μέλος του ΚΚ, έκανε λόγο για τη γνωριμία τους στην αυτοβιογραφία “Από τη δεξιά στην αριστερά”. “Μας μιλούσε για τα έντονα συναισθήματά της υπέρ του κινήματος της χειραφέτησης των Αφροαμερικανών, το θαυμασμό της για όσα γίνονταν στην Κίνα, το θυμό της για το κυνήγι μαγισσών του μακαρθισμού και το μίσος της για τον Έντγκαρ Χούβερ” (σ.σ τον Διευθυντή του FBI).
Το FBI τελικά κατέληξε πως η Μονρόε παρά τις “πολύ σίγουρα και πολύ συγκεκριμένα αριστερές απόψεις της”, δε μπορούσε να διασυνδεθεί απευθείας με το ΚΚ ΗΠΑ. Μεγάλο μέρος ωστόσο των αρχείων που την αφορούν, τόσο στο κομμάτι των πολιτικών απόψεων, όσο και για τις συνθήκες θανάτου της, είτε παραμένει εντελώς αδημοσίευτο, είτε έχει δημοσιευτεί με σημαντικές περικοπές.