Πηγή: NikoStereo 10/2/2021

Σαν σήμερα, πριν από 123 χρόνια, στις 10 Φεβρουαρίου 1898, γεννήθηκε ο μεγάλος κομμουνιστής διανοούμενος Μπέρτολτ Μπρεχτ. Ισως ο μεγαλύτερος θεατρικός συγγραφέας του 20ού αιώνα και, παράλληλα, σκηνοθέτης, ποιητής, πολυτάλαντος καλλιτέχνης. Ο Μπρεχτ έδωσε όλες του τις δυνάμεις σκύβοντας πάνω στα ανθρώπινα προβλήματα, για να δείξει μέσα από το έργο του το δρόμο της απελευθέρωσης του ανθρώπου από την ταξική εκμετάλλευση και τον πόλεμο ως μια από τις μορφές της.

Επίσης σημερα συμπληρώθηκαν 46 χρόνια από το θάνατο του Νίκου Καββαδία, του μεγάλου αυτού Κεφαλονίτη ποιητή της θάλασσας και του αγώνα, που μας καλούσε να κυνηγήσουμε το ανέφικτο, χορεύοντας πάνω στο φτερό του καρχαρία.

 

Έτσι λοιπόν στην εκπομπή «Μουσική στο Celluloid» αποφασίσαμε να κάνουμε ένα κινηματογραφικό ταξίδι αφιερωμένο στο έργο των 2 αυτών μεγάλων δημιουργών.

 

ΜΠΕΡΤΟΛΤ ΜΠΡΕΧΤ

Μπέρτολτ Μπρεχτ, ο άνθρωπος που ενέπνευσε με το λόγο και το έργο του την Λαϊκή ιστορική και πολιτική συνείδηση.

Γερμανός δραματουργός, λιμπρετίστας, συγγραφέας, ποιητής, θεωρητικός του θεάτρου και σκηνοθέτης, ο Μπρεχτ πάντα πίστευε ότι η τέχνη μπορεί να χρησιμοποιηθεί με επαναστατικό τρόπο. Στο έργο του εξερευνά τον προβληματισμό αυτό και κυρίως ρωτάει: «Τι είναι πολιτική τέχνη;». Ταυτόχρονα παρέχει στον κινηματογράφο και τα αισθητικά εργαλεία για να δημιουργηθεί πολιτική τέχνη.

Η συγγραφική του πένα, πάντα στρατευμένη στις πανανθρώπινες αξίες της Κοινωνίας χωρίς ανθρώπινη εκμετάλλευση, συγκίνησε άπειρους δημιουργούς απ’ όλες τις μορφές της Τέχνης αποτελώντας έμπνευση για το μετέπειτα έργο τους.

Ο κινηματογράφος δεν θα μπορούσε να μείνει έξω από το έργο του μεγάλου δημιουργού. Όμως ο Μπρεχτ δεν ήταν ένας τυχαίος “ανώδυνος” στοχαστής και συγγραφέας όπου το έργο του θα μπορούσε να περάσει εύκολα στα μεγάλα Κινηματογραφικά studios.

Η εποχή του, ήταν η εποχή που μεσουρανούσε το Αμερικάνικο Hollywood και ο αντικομμουνισμός ζούσε και βασίλευε στην βιομηχανική κινηματογραφική παραγωγή. Παρ’ όλα αυτά, εκείνη την εποχή, υπήρξαν σκηνοθέτες, που κάθε άλλο από υποταγμένοι υπήρξαν σε αυτήν την ντιρεκτίβα.

 

«Τα μυστήρια ενός κουρείου» – Die Mysterien eines Frisiersalons (1923)

Πρόκειται για μια σουρεαλιστική φάρσα που εγκαινιάζει τη σχέση του Μπρεχτ με τον κινηματογράφο, ενώ διασώζει την υποκριτική δεινότητα του θρυλικού κωμικού σταρ Καρλ Βάλεντιν.

Ο Μπρεχτ ήταν μόλις 25 χρονών, όταν γοητεύτηκε από τον ήδη διάσημο Βάλεντιν-ηθοποιό, περφόρμερ σε καμπαρέ, κλόουν, συγγραφέα και παραγωγό ταινιών. Τον θαύμαζε τόσο πολύ που ομολογούσε ότι «από αυτόν έμαθα τα περισσότερα από όσα ξέρω» και τον συνέκρινε με τον Τσάρλι Τσάπλιν γιατί κι αυτός «δεν κατέφευγε στη μίμηση και στη φτηνή ψυχολογία». Ακόμα και μετά από αυτό το κινηματογραφικό πείραμα, ο Μπρεχτ ζητούσε πάντα τη γνώμη του για τα θεατρικά του έργα.

Οι σκηνές της ταινίας θυμίζουν πολύ τα νούμερα που παρουσίαζε ο Βάλεντιν στις μπυραρίες του Μονάχου και τα καμπαρέ, με επιρροές από τα ανατρεπτικά καλλιτεχνικά κινήματα του μεσοπολέμου, το Νταντά, τον Εξπρεσιονισμό και την Νέα Αντικειμενικότητα, ήταν βλέπετε τα πρώτα καλλιτεχνικά βήματα του Μπρεχτ και δεν ειχε διαμορφώσει ακόμα μια ολοκληρωμένη κοσμοθεωρία.

Ο Βάλεντιν υποδύεται έναν ανόητο κουρέα, υπεύθυνο για πολλά από τα μυστήρια που συμβαίνουν στο κουρείο του. Κουρεύει τους πελάτες άσχετα από τις επιθυμίες τους, ενώ η βοηθός του καταστήματος κάνει μοιραία λάθη… Ένα γκροτέσκο σκετς, που χρησιμοποιεί μοτίβα της ψυχανάλυσης και παίζει με το σοκ και την ηδονή.

 
 

«Η Όπερα της πεντάρας» – Die Dreigroschenoper (1930)

Η Όπερα της πεντάρας, ένα από τα πιο γνωστά παγκόσμια έργα του Μπρεχτ μεταφέρεται στον Κινηματογράφο λίγα χρόνια μετά τη γραφή του (1928). Ένα έργο γραμμένο με καυστική κοινωνικοπολιτική σάτιρα στα ερείπια που αφήνει πίσω της το μεγάλο καπιταλιστικό κραχ του 1929.

Η ταινία αναδείχτηκε σε δύο εκδόσεις: Την Γερμανική και τη Γαλλική.

Το έργο σκηνοθέτησε ο Τσέχος Γκέοργκ Βίλχελμ Παμπστ, την σεναριακή προσαρμογή έκανε ο Μπέλα Μπαλάζ, τη Μουσική, μια αξεπέραστη συγκλονιστική πραγματικά μουσική, έγραψε για το έργο ο Κουρτ Βάιλ. H ίδια η “Η Όπερα της πεντάρας” του Μπρεχτ είναι βασισμένη στο έργο του Τζον Γκέι “Η Όπερα του ζητιάνου” (1728).

 

Ο Μπρέχτ διατήρησε το σατιρικό ύφος, καυτηριάζοντας έντονα την Αστική υποκρισία. Το έργο παραμένει διαχρονικά μοναδικό ως ένα σατιρικό κατηγορώ του καπιταλιστικού συστήματος εκμετάλλευσης, σύμφυτο με την ανεργία και την εμπορευματικοποίηση των πάντων ακόμα και του ανθρώπινου πόνου, της ελεημοσύνης.

 

Βρισκόμαστε στο Λονδίνο του 20ου αιώνα. Ο Παράνομος Mackie γνωστός και ως “Το μαχαίρι” στο κόσμο του εγκλήματος παντρεύεται την Polly. Το πρόβλημα έγκειται στο ότι δεν το γνωρίζει ο Πατέρας της ο οποίος και είναι ο “βασιλιάς των ζητιάνων” της πόλης.

Ο Σκηνοθέτης ξεκίνησε τα γυρίσματα το 1930 σε δύο εκδοχές. Την Γερμανική και τη Γαλλική με διαφορετικούς ηθοποιούς στους ρόλους των πρωταγωνιστών αλλά με ίδιους ηθοποιούς και σκηνικά στους λοιπούς ρόλους.

Η Πρεμιέρα της ταινίας έγινε στη Γερμανία στις 19 Φλεβάρη 1931 και φυσικά η τεράστια απήχησή της και επιτυχία της διαχύθηκε σε ολάκερο τον κόσμο.

Η φήμη της ταινίας έφτασε στις ΗΠΑ και η ταινία προβλήθηκε στις 13 Απρίλη 1933 στο Empire Theatre New York.

Η ταινία είναι από τις πρώτες συλλεκτικές μεγάλες δημιουργίες του ομιλούντος κινηματογράφου.

Το Soho του Λονδίνου, το περιθώριο, η εξαθλίωση των ζητιάνων και των απόκληρων σε συνδυασμό με την εκμετάλλευσή τους από το οργανωμένο έγκλημα δίνεται με μοναδικό τρόπο από

τον Τσέχο σκηνοθέτη, τόσο στο χώρο όσο και στο χρόνο.

“Σκοτεινή” φωτιστικά ταινία, βουτηγμένη στις σκιές, αναδεικνύει με μοναδικό τρόπο το στοιχείο της διαφθοράς.

Η ανυπέρβλητη μουσική της και τα τραγούδια της έχουν τον δέοντα Κυνισμό τους για την αφελή αγάπη (“ΜΑΚ Ο ΜΑΧΑΙΡΟΒΓΑΛΤΗΣ”), για τη ρεαλιστική αγάπη (“ΤΟ ΓΑΜΗΛΙΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΩΝ ΦΤΩΧΩΝ”), τον κυνισμό του στρατού (“ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΩΝ ΚΑΝΟΝΙΩΝ”) και τον κυνισμό της απέχθειας (“Η ΤΖΕΝΗ ΤΩΝ ΠΕΙΡΑΤΩΝ”).

 

Αρκετά χρόνια μετά, λίγο πριν το μεγάλο πόλεμο έρχεται το δεύτερο αριστούργημα του Μπρεχτ να αναδειχτεί στον Κινηματογράφο

90 πλέον χρόνια από την πρεμιέρα της ταινίας, το έργο παραμένει το ίδιο επίκαιρο και σαρκαστικό, ένα σκληρό «κατηγορώ» προς το καπιταλιστικό σύστημα και την εκμετάλλευση των αδύναμων κρίκων της κοινωνίας, των χαμηλόμισθων ή των ανέργων και την ανάγκη τους για δουλειά. Ο Μπρεχτ λέει ότι εμπόριο μπορούν να γίνουν τα πάντα _ ακόμη και η ελεημοσύνη! Η ταινία είναι μια επίκαιρη επιλογή και κριτικό σχόλιο για τις εποχές που διανύουμε, εποχές όπου το σύγχρονο κοινωνικοοικονομικό σύστημα περνά ξανά κρίση, επιπτώσεις τις οποίας θα βρούμε μπροστά μας στο άμεσο μέλλον.

 
 
 

«Kuhle Wampe: Σε ποιον ανήκει ο κόσμος;» (1932)

Ταινία σε σενάριο Μπ. ΜπρεχτΕρνστ Οτβαλντ, και σκηνοθεσία του Σλάταν Ντούντοφ με τους Χέρτα Τιέλε, Ερνστ Μους, Μάρτα Βόλτερ.

Kuhle Wampe ήταν μια κατασκήνωση έξω από το Βερολίνο στα χρόνια της άνθισης του ναζισμού. Όμως το Wampe στην βερολινέζικη διάλεκτο σημαίνει επίσης «στομάχι», και ο τίτλος κάνει ένα λογοπαίγνιο και υποδηλώνει «Άδειο στομάχι», δείχνοντας τη φτώχεια και την πείνα της εργατικής τάξης. Γραμμένο από τον Μπρεχτ και τον Ερνστ Οτβαλντ, το «Kuhle Wampe» ανήκει στις πιο γνήσια «μπρεχτικές» ταινίες που έχουν γυριστεί ποτέ. Το αποστασιοποιημένο παίξιμο των ηθοποιών, η ηχητική αντίστιξη, οι εσκεμμένες ανακολουθίες, στοιχεία που συναντάμε σε όλα τα θεατρικά έργα του Μπρεχτ ενώνονται σε ένα ριζοσπαστικό δείγμα της αποκαλούμενης Νέας Αντικειμενικότητας, δηλαδή της τάσης της εποχής στη Γερμανία για τέχνη με κοινωνική συνείδηση και ντοκιμαντερίστικη απόδοση της υπόθεσης. Με γυρίσματα κυρίως σε πραγματικές τοποθεσίες, το Kuhle Wampe χρησιμοποιεί με λιτότητα το μελόδραμα, για να αναλύσει την ανεργία μέσα από μια οικογένεια Γερμανών εργατών.

Η ταινία προτείνεται ως αντικείμενο περισυλλογής για το πώς μπορεί κανείς – ως καλλιτέχνης – να πράξει σε δύσκολους και δύσβατους καιρούς, αλλά και τι θα πρέπει να αναμένει και να στηρίζει κανείς σαν προοδευτικό, ανυπότακτο κοινό, που θεωρεί την τέχνη αναπόσπαστο μέρος των επαναστατικών διεργασιών.

Το Kuhle Wampe γυρίστηκε το 1932, έναν χρόνο πριν την άνοδο του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος του Χίτλερ στην εξουσία. Μετά το οικονομικό κραχ του ’29 η παγκόσμια οικονομική κρίση έχει μπλοκάρει με τα πλοκάμια της τα πάντα. Η Γερμανία βιώνει ιδιαίτερα έντονα τις σκληρές συνέπειες της κρίσης με εκατομμύρια άνεργους, άθλιες συνθήκες εργασίας, με φτώχεια, με πείνα και απελπισία. Αυτήν την στιγμή, ξεπροβάλλει μέσα από τον κινηματογράφο η θέση των κομμουνιστών με την ταινία «Kuhle Wampe», που διαμηνύει εργατική αλληλεγγύη και αγώνα ταξικό! Είναι το πρώτο γερμανικό φιλμ που απροκάλυπτα εκφράζει μια κομμουνιστική οπτική. Και είναι άλλωστε απόλυτα φυσικό, δεδομένου ότι το σενάριο της ταινίας υπογράφουν οι Μπέρτολτ Μπρεχτ και Ερνστ Οτβαλτ, τη μουσική ο Χανς Αϊσλερ και ο νεαρός βουλγαρικής καταγωγής Ζλάταν Ντούντοβ τη σκηνοθεσία. Ολοι μέλη του Γερμανικού Κομμουνιστικού Κόμματος. Χιλιάδες επίσης ήταν τα μέλη των αριστερών οργανώσεων σαν την Ενωση Εργατικού Αθλητισμού, τη Μονάδα του Θεάτρου των Εργατών και τη Χορωδία των Εργατών του ευρύτερου Βερολίνου που δήλωσαν εθελοντές, στις σκηνές που απαιτούσαν συμμετοχή μαζών. Η ανεξάρτητη αυτή παραγωγή πραγματοποιήθηκε κάτω από τις χειρότερες των συνθηκών. Αρκεί μόνο να αναφερθεί ότι στα μισά των γυρισμάτων, η υπεύθυνη εταιρεία για τις ηχητικές εγκαταστάσεις αρνήθηκε να συνεχίσει τη συνεργασία για λόγους πολιτικούς. Η ταινία, που ήταν αδύνατον να ξαναγυριστεί από την αρχή, σπατάλησε πολλά λεφτά σε δικαστικές διαδικασίες.

 

Η μυρωδιά της ατμόσφαιρας στους δρόμους του Βερολίνου, στις αρχές της δεκαετίας του ’30, μπορεί να συγκριθεί μόνο με εκείνη των μεγαλουπόλεων της περιόδου 1914 – ’18. Ενας επισκέπτης στην πόλη, μετά από δυο – τρεις μέρες, θα απορούσε πράγματι για το πώς και δεν ξεσπά κάποιου είδους εξέγερση… Οχι ότι υπήρχε κάτι ιδιαίτερο που θα μπορούσε κανείς να διακρίνει με γυμνό μάτι, αλλά η μυρωδιά και μόνο στην ατμόσφαιρα παρέπεμπε σε κάποιου είδους ξέσπασμα ενάντια σ’ αυτό το πιεστικά εκρηκτικό ψυχοπλάκωμα, που προμήνυε σίγουρη καταιγίδα η οποία θα ξεσπούσε βίαια. Αυτή την εποχή το Βερολίνο αναμένει με περισσότερο ενδιαφέρον από οτιδήποτε άλλο το φιλμ «Kuhle Wampe».

Η ταινία βρήκε θυελλώδη αντίδραση από τα συντηρητικά στοιχεία και απαγορεύτηκε πάραυτα η προβολή της λόγω του έντονου πολιτικού της μηνύματος, της ξεκάθαρης πολιτικής της θέσης και της αισιοδοξίας της για μια μελλοντική σοσιαλιστική κοινωνία. Παραπέμπουμε στο τραγούδι της Αλληλεγγύης, στο καταληκτικό μαχητικό μήνυμα που υμνεί την ταξική αδελφοσύνη και δικαιοσύνη αναδεικνύοντας μια τέχνη, που μπορεί κάλλιστα να χρησιμοποιηθεί με επαναστατικό τρόπο.

 

«Και οι δήμιοι πεθαίνουν» – Hangmen Also Die! (1943)

Εδώ ο μεγάλος διανοητής, ο Μπρεχτ έρχεται σε επαφή με ένα άλλο τεράστιο όνομα στο χώρο του Κινηματογράφου, τον μεγάλο Φριτς Λανγκ. Μαζί γράφουν το σενάριο της ταινίας αλλά η σχέση τους δεν είναι και τόσο “βελούδινη” στην ανάδειξη της ταινίας.

Ας πάρουμε τα πράματα με τη σειρά. Η Ταινία γυρίστηκε το 1942 στις ΗΠΑ, στη διάρκεια του μεγάλου πολέμου, θέμα της η ηρωική αντίσταση των λαών ενάντια στην φασιστική κτηνωδία του Ναζισμού. Το σενάριο της ταινίας και η συγγραφή του Μπρεχτ βασίζονται στο αληθινό γεγονός της δολοφονίας από τσέχους αντάρτες ενός ναζί αξιωματικού, του Ράινχαρντ Χάιντριχ, ενός ναζιστικού κτήνους που στα μάτια του συμβολίζεται η απανθρωπιά του Γ’ Ράιχ.

Φυσικά από το σημείο εκείνο και μετά ξεκινάνε οι έρευνες για τους ενόχους με τα γνωστά Ναζιστικά μέσα και εργαλεία, της τρομοκρατίας, του χαφιεδισμού, των διαχωρισμών, των εκτελέσεων, τις δολοφονίες απλών πολιτών-ομήρων.

Ο Τσέχικος Λαός στέκεται στο ύψος των περιστάσεων, δεν λυγίζει παρά το ότι οδηγείται στο θάνατο.

O Μπρεχτ συνεργάζεται στο σενάριο με τον αριστερό σεναριογράφο του Hollywood Τζον Ουέξλεϊ. Βέβαια μια συνεργασία δύσκολη καθώς η ματιά του Μπρεχτ και ο λογισμός των πραγμάτων ήταν εντελώς διαφορετικός από την οπτική του Ουέξλεϊ όπως έλεγε και ο ίδιος.

 

Ο Μπρεχτ για παράδειγμα ήθελε να δοθεί έμφαση στη συλλογικότητα των λαϊκών αγώνων, των μορφών της αντίστασης. Η Αμερικάνικη οπτική του Ουέξλεϊ είχε απέναντί της τον αντικομμουνισμό και την καχυποψία των παραγωγών για κάθε τι συλλογικά λαϊκό.

Η Ταινία αναγκαστικά “στρογγύλεψε” ιδεολογικά το έργο του Μπρεχτ και μάλιστα για τα καλά αλλά το Ιδεολογικό Κομμουνιστικό μήνυμα του Μπρεχτ πέρασε ατόφιο σε μεγάλες και σημαντικές σκηνές.

O Συνθέτης της ταινίας Χανς Άισλερ λειτουργεί, με τον τρόπο του, εντελώς επαναστατικά στη μουσική επένδυση της ταινίας καθώς “χώνει” το τραγούδι της “Γ’Διεθνούς” στο φινάλε της ταινίας με τον τίτλο “ΠΟΤΕ ΣΥΝΘΗΚΟΛΟΓΗΣΗ”

Παρά το ότι ο Μπρεχτ ήταν επιφυλακτικός στο τελικό αποτέλεσμα της ταινίας, αυτή δεν έχασε ποτέ τον χαρακτηρισμό της ως μια από τις καλύτερες αμερικανικές παραγωγς ενάντια στο φασισμό.

Η Ταινία ήταν υποψήφια για δύο OSCAR (Μουσικής και ήχου) και τελικά πήρε ΒΡΑΒΕΙΟ ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΒΕΝΕΤΙΑΣ 1946 ως ανερχόμενης ταινίας.

 
 

«Ο αφέντης Πουντίλα και ο δούλος του Μάτι» – Herr Puntila und sein Knecht Matti (1960)

Ταινία βασισμένη στο ομότιτλο θεατρικό έργο του Μπ. Μπρεχτ σε σκηνοθεσία Αλμπέρτο Καβαλκάτι με τους Κουρτ Μπόις, Χάινζ Ενγκελμαν, Μαρία Εμο.

Με την προέλαση των χιτλερικών στρατευμάτων ο Μπρεχτ αυτοεξορίζεται. Μετά τη Δανία και τη Σουηδία, όπου γράφει το 1939 τη «Μάνα Κουράγιο» και τον «Καλό άνθρωπο του Σετσουάν» στη Φινλανδία όπου φιλοξενείται στο κτήμα της συγγραφέα Χέλλα Βουολιγιόκι, της οποίας πολλά αφηγήματα μιλούν για την αγροτική ζωή και τους γαιοκτήμονες της Φινλανδίας. Από αυτά τα κείμενα αντλεί ο Μπρεχτ την έμπνευση για το έργο του «Ο αφέντης Πούντιλα και ο δούλος του ο Μάττι» και βέβαια από την επαφή του με το Φινλανδικό τοπίο, που είναι έντονο στο έργο. Ο Μπρεχτ, μας ταξιδεύει στα όμορφα δάση του Βορρά για να μας μιλήσει για την ιστορία του γαιοκτήμονα Γιόχαν Πούντιλα, ενός «θηρίου προϊστορικού», που χρησιμοποιώντας την πονηριά και το μεθύσι του, κινείται με άνεση ανάμεσα στην αθωότητα και την ωμή χυδαιότητα. Ο Αφέντης Πούντιλα εξουσιάζει ανθρώπους, σχέσεις και καταστάσεις, αποκαλύπτοντας το μεγάλο χάσμα που χωρίζει την ιδιοκτησία από την εργατική τάξη.

 
 

«Γαλιλαίος» – Galileo (1975)

Η ταινία «Γαλιλαίος» του Αμερικανού Τζόζεφ Λόζι προβάλλεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα σαράντα χρόνια μετά την ολοκλήρωσή της, με το χρόνο να την αφήνει, κατ’ ουσίαν, ανέγγιχτη. Ο πολυβραβευμένος Λόζι, που αποφάσισε να ασχοληθεί με το σινεμά αφότου γνώρισε τον Αϊζενστάιν στη Μόσχα, δε μπορούσε παρά να μπει στη «μαύρη λίστα» του Μακάρθι το ’51. Εκλεκτικές συγγένειες τον ώθησαν, μεταξύ άλλων, και στην κινηματογραφική μεταφορά του οικουμενικού θεατρικού του Μπρεχτ, για τον Ιταλό φυσικό επιστήμονα του 17ου αιώνα… Με σπουδαίους ηθοποιούς του κλασικού θεάτρου, τη μουσική του μεγάλου Χανς Αϊσλερ που αναδεικνύεται κυρίως στα μουσικά ιντερμέδια, με έκδηλα μπρεχτικά στοιχεία αποστασιοποίησης και, κυρίως, με στέρεη βάση ένα εξαίρετο κείμενο και παραμάσχαλα τις συμβουλές του ίδιου του Μπρεχτ για την ερμηνεία του ρόλου του πληθωρικού επιστήμονα που λατρεύει τη ζωή και τα καλά της, ο Λόζι συνθέτει ένα αυθεντικής μπρεχτικής πνοής κινηματογραφικό έργο, που καλό θα είναι να δει κανείς. Δικαιολογείται στην πορεία της θέασης και η επιλογή του Λόζι που ξαφνιάζει, για τον ισραηλινό ηθοποιό Τοπόλ («Ο βιολιστής στη στέγη») στον κεντρικό ρόλο. Οντως, ο Τοπόλ, με τη διδασκαλία του Λόζι, βασισμένη στις υποδείξεις του Μπρεχτ, «δεν καταχράται ως ηθοποιός την αυτοανάλυσή του για να κάνει τον ήρωα συμπαθητικό στο κοινό με τη βοήθεια των αυτοκατηγοριών του».

Ο Μπέρτολτ Μπρεχτ ξεκίνησε να γράφει το θεατρικό «Η ζωή του Γαλιλαίου» τους ζοφερούς τελευταίους μήνες του 1938, του πρώτου χρόνου εξορίας του στη Δανία, με την επέλαση της ναζιστικής βαρβαρότητας να μοιάζει ασυγκράτητη! Στην πρώτη αυτή εκδοχή χρησιμοποιήθηκε ως σημείο – κλειδί της γιγάντιας μορφής του Γαλιλαίου η αντίληψή του για μιαν επιστήμη δεμένη με το λαό. Ο φυσικός παρουσιάζεται ως ενσυνείδητος αγωνιστής που απαρνήθηκε τη θεωρία του ότι «η Γη κινείται» μπροστά στην Ιερά Εξέταση για να γλιτώσει το θάνατο στην πυρά και να συνεχίσει το επιστημονικό του έργο. Κατά την «ατομική εποχή», μετά τη ρίψη της ατομικής βόμβας στη Χιροσίμα, ο Μπρεχτ διασκευάζει το θεατρικό και χρησιμοποιεί την ιστορία του Γαλιλαίου για να σχολιάσει τη διαχρονική ευθύνη των επιστημόνων που συνθηκολογούν με την επικίνδυνη εξουσία και προσφέρουν τη γνώση τους σε αυτήν, με συνέπειες καταστροφικές. Ο Μπρεχτ παρουσιάζει τον Γαλιλαίο ως ιστορικό και πολιτικό ον που δρα μέσα σε συγκεκριμένες ιστορικές και κοινωνικές συνθήκες. Η κόλαση στη Χιροσίμα φέρνει στο προσκήνιο οξύτερη τη σύγκρουση Γαλιλαίου και εξουσίας, που ο Μπρεχτ καταγράφει με ρεαλιστικό και ταυτόχρονα ποιητικό τρόπο. Ο Γαλιλαίος, αφού ενώπιον της Ιεράς Εξέτασης αποκήρυξε τις ιδέες του για την κίνηση των ουράνιων σωμάτων, τώρα, ζει πλουσιοπάροχα στο σπίτι του…

Ο Μπρεχτ μέσα από τον Γαλιλαίο θίγει το σκοπό της επιστήμης, της επιστημονικής προόδου και τη σύνδεσή της με την κοινωνία, καθώς και την κοινωνική ευθύνη του επιστήμονα. Η υποχώρηση του Γαλιλαίου μπροστά στην εξουσία της Ιεράς Εξέτασης δεν παρουσιάζεται απλά ως συμβιβασμός αλλά ως «έγκλημα» κατά της ανθρωπότητας, δεδομένου ότι η αστική τάξη επιδιώκει πάντα να απομονώνει την επιστήμη στη συνείδηση του επιστήμονα, να την παρουσιάζει ως αυτάρκη νησίδα, ώστε να μπορεί πρακτικά να τη συνδέει με τη δική της πολιτική, τη δική της οικονομία, τη δική της ιδεολογία.

Στην πραγματικότητα, ο Γαλιλαίος πλούτισε την αστρονομία και τη φυσική, αφαιρώντας συγχρόνως απ’ αυτές τις επιστήμες ένα μεγάλο μέρος από την κοινωνική τους σημασία. Το έγκλημα του Γαλιλαίου μπορεί να θεωρηθεί ως το «προπατορικό αμάρτημα» των σύγχρονων φυσικών επιστημών.

Αυτά ηταν τα κλασικά αριστουργήματα του Μπέρτολτ Μπρεχτ στον Παγκόσμιο Κινηματογράφο, έργα που καθίστανται ιδιαίτερα επίκαιρα στη σημερινή εποχή για τους εξής λόγους:

– Για το μήνυμά τους σχετικά με την οικονομική κρίση και τη διαχείρισή της.

– Για το νόημα του αντιφασιστικού αγώνα πάντα διαχρονικού και πάντα επίκαιρου.

– Για την παρουσίαση της αέναης ταξικής πάλης μεταξύ αδυνάμων και ισχυρών.

– Για τον ρόλο της επιστήμης και του ίδιου του επιστήμονα, που καθε άλλο παρα επικαιρο ειναι στις μέρες μας.

και για να ολοκληρώσουμε το κινηματογραφικό αφιρωμα στον Μπ. Μπρεχτ πρέπει να κάνουμε και μια αναφορά στην γερμανική παραγωγή σε 2 μέρη του 2019, γυρισμένη για τα 120 χρόνια απ’την γεννηση του μεγάλου δημιουργού.

 

«Brecht» (2019)

Η ταινία ακολουθεί την ζωή του σπουδαίου Γερμανού ποιητή και θεατρικού συγγραφέα Bertolt Brecht από την περίοδο των νεανικών του χρόνων, κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, μέχρι το τέλος της ζωής του, το 1956.

 

Ο Γερμανός σκηνοθέτης Heinrich Breloer, αφού μελέτησε τον Χίτλερ και τον Speer, τον αρχιτέκτονα του ναζιστικού καθεστώτος και τον Γερμανό συγγραφέα Thomas Mann στα δραματοποιημένα ντοκιμαντέρ του, τώρα στρέφει την προσοχή του στον «τελευταίο Γερμανό ποιητή», όπως ο ίδιος ο ποιητής αποκαλούσε τον εαυτό του, σύμφωνα με το ντοκιμαντέρ, δηλαδή τον Brecht. Σε αυτήν την ταινία που δημιουργήθηκε ως μίνι σειρά δύο επεισοδίων διάρκειας 3 ωρών συνολικά, ο σκηνοθέτης εξετάζει ως ερευνητής περισσότερο παρά ως σκηνοθέτης την ζωή του σπουδαίου συγγραφέα και γενικότερα θεατράνθρωπου. Συνδυάζει το ντοκιμαντέρ με την ταινία μυθοπλασίας, παραθέτοντας παλαιότερες συνεντεύξεις και συζητήσεις ανθρώπων που είτε γνώριζαν τον Brecht, όπως η πρώτη του αγάπη, είτε που τον μελέτησαν, όπως νεότεροι ερευνητές και σκηνοθέτες. Παράλληλα, παρατίθενται χωρία από το ημερολόγιό του, αναφερόμενος σε ποικίλες στιγμές της ζωής του, και ταυτόχρονα πολλές από αυτές τις στιγμές εμφανίζονται ως αφηγηματική ταινία, με ηθοποιούς να υποδύονται τον ίδιο και τα κοντινά του πρόσωπα.

Αυτό που έχει περισσότερο ενδιαφέρον είναι το ντοκιμαντερίστικο κομμάτι, που ειδικά για τους πολλούς φανς του συγγραφέα αποτελεί must see με πολλές πληροφορίες που ξεκινούν στο πρώτο μισό περισσότερο για την προσωπική του ζωή και τα ερωτικά του μπερδέματα με διάφορες συντρόφους για να συνεχίσει στο έργο του και εν γένει στην προσωπικότητά του. Είναι καθόλα εμφανής η τεράστια έρευνα που έχει γίνει. Από την άλλη, τα κομμάτια με τους ηθοποιούς μοιάζουν περισσότερο με σκετσάκια, που αντί να συμβάλλουν, ίσως ορισμένες φορές δεν δικαιώνουν τον αρχικό στόχο διότι διαρρηγνύουν την ξεκάθαρα ντοκιμαντερίστικη λογική της ταινίας.

 
 

ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ

Στις 10/2 επίσης συμπληρώθηκαν 46 χρόνια από το θάνατο του Νίκου Καββαδία,του Κεφαλονίτη ποιητή της θάλασσας και του αγώνα.

Ο Νίκος Καββαδίας γεννήθηκε αφηγητής και τα ποιήματά του είναι λυρικά αφηγήματα. Το καθένα τους διηγείται, με το δικό του ιδιόμορφο ποιητικό τρόπο, μια θλιβερή ιστορία. Ομως, υπάρχουν και εξαιρέσεις. Τέσσερα αγωνιστικά ποιήματα. Δύο για την Εθνική Αντίσταση, ένα για τον Λόρκα και ένα για τον Τσε Γκεβάρα, αλλά και τα σατιρικά “Παραμύθια του Φιλίππου”, που δημοσιεύονται στο τέλος του “Τραβέρσου”. Σ’ αυτά περιλαμβάνονται τα “Νανούρισμα για μωρά και γέρους”, “MARCOPOLO” και “Παιδεία”.

 
 

Ο σπουδαίος «θαλασσινός» ποιητής Νίκος Καββαδίας γεννήθηκε το 1910 σε μια μικρή πόλη της Μαντζουρίας κοντά στο Χαρμπίν. Με το ξέσπασμα του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου η οικογένειά του έφυγε για την Κεφαλονιά (Φισκάρδο), που ήταν ο τόπος καταγωγής τους. Υστερα από λίγα χρόνια μετακόμισαν στον Πειραιά, όπου το 1928 ο ποιητής τελείωσε το Γυμνάσιο. Την επίσημη εμφάνισή του στα Γράμματα έκανε το 1933 με την ποιητική συλλογή «Μαραμπού», ενώ το 1947 κυκλοφόρησε το «Πούσι», η δεύτερη συλλογή του. Το 1975, λίγο μετά το θάνατό του κυκλοφόρησε το «Τραβέρσο», η τρίτη του συλλογή. Η θεματολογία των ποιημάτων του έχει αφετηρία τη θάλασσα, τους ανθρώπους των καραβιών και των απανταχού λιμανιών. Ο Καββαδίας έγραψε επίσης και πεζά, όπως η «Βάρδια» και η «Λι».

 

«Between the Devil and the Deep Blue Sea» (1995)

Το “Λι” είναι ένα σύντομο αφήγημα, στο οποίο περιγράφει την περιπέτειά που έζησε ταξιδεύοντας ως ασυρματιστής το 1968, όταν το πλοίο του φούνταρε ανάμεσα Καουλούν και Χονγκ Κονγκ, όπου το πλήρωμα περίμενε αναγκαστικά, μέχρι να παραδώσουν στους καινούριους ιδιοκτήτες και να φύγουνε.

“Λι” είναι το όνομα μιας δεκάχρονης Κινέζας, μέσα απ’ τα μάτια της οποίας, κατά τη σύντομη συνύπαρξή τους, ο Καββαδίας έρχεται σε επαφή με τα μυστήρια του ασιατικού πολιτισμού.

Το “Λι” που διαβάστηκε σε όλο τον κόσμο, μεταφέρθηκε το 1995 στον κινηματογράφο και αποτελεί την μοναδική μεταφορά έργου του στην μεγάλη οθόνη. Το αφήγημα του λοιπόν. αποτέλεσε τη σεναριακή βάση για την βελγο-γαλλική ταινία “Between the Devil and the Deep Blue Sea”, της Marion Hänsel, με πρωταγωνιστές τους Stephen Rea (στον ρόλο του ασυρματιστή, Νίκου) και Ling Chu (στον ρόλο της νεαρής Κινέζας, Λι).

Την ίδια χρονιά το φιλμ προβλήθηκε στο Φεστιβάλ των Καννών.

 

Αντι επιλόγου θα θέλαμε να κλείσουμε με τα λόγια του Μπρεχτ περι τέχνης με αφορμή τον νέο “τρομονόμο” στην τέχνη που οραματίζεται η κυβέρνηση, προβλέποντας λογοκρισία και ποινές για καλλιτεχνικά έργα που εμπεριέχουν “υποκίνηση σε βια” ή “μίσος”:

«Σ’ αυτή την εποχή των αποφάσεων πρέπει ακόμη και η τέχνη ν’ αποφασίσει. Μπορεί να γίνει όργανο των λίγων, εκείνων που καθορίζουν τη μοίρα των πολλών και απαιτούν μια πίστη, που πάνω απ’ όλα πρέπει να ‘ναι τυφλή, και μπορεί ακόμη να πάει με το μέρος των πολλών, εναποθέτοντας τη μοίρα τους στα ίδια τους τα χέρια. Μπορεί να οδηγήσει τους ανθρώπους σε παραλήρημα, σε αυταπάτη και σε φαντασιώσεις, όπως και μπορεί να τους οδηγήσει στην πραγματικότητα. Μπορεί να μεγαλώσει την άγνοια, όπως μπορεί να μεγαλώσει και τη γνώση. Μπορεί ν’ απευθυνθεί στις εξουσίες εκείνες που αποδεικνύουν τη δύναμή τους καταστρέφοντας, και σ’ εκείνες που αποδεικνύουν τη δύναμή τους βοηθώντας».

και θυμόμαστε όπως είχαμε συζητήσει και στο επεισόδιο αφιερωμένο στα χρόνια της «Μαύρης Λίστας» του Hollywood, οτι και ο ίδιος ο Μπρεχτ, το 1947, όντας πρόσφυγας στις ΗΠΑ, καλείται να απολογηθεί στην Επιτροπή Αντιαμερικανικών Ενεργειών του γερουσιαστή Μακάρθι, με τις κατηγορίες περι “υποκίνησης σε βια”.