Αλιεύσαμε από Ημεροδρόμος

Μεσολόγγι: Μόλις λίγες μέρες μετά την έλευση του 2021. Ένα άτομο βρέθηκε απανθρακωμένο από πυροσβέστες σε μονοκατοικία στην οποία εκδηλώθηκε πυρκαγιά. Το σπίτι δεν είχε ρεύμα και οι άνθρωποι που έμεναν σε αυτό χρησιμοποιούσαν ξυλόσομπα για να ζεσταθούν και λάμπες πετρελαίου για να έχουν φως. Βόλος: Περίπου στο ίδιο διάστημα, ηλικιωμένη σώθηκε την τελευταία στιγμή από φωτιά που ξέσπασε στο διαμέρισμά της στις εργατικές κατοικίες στην περιοχή Ξηρόκαμπου. Η πυρκαγιά εκτιμάται ότι ξεκίνησε από ξυλόσομπα σε δωμάτιο.

Δύο τραγικά περιστατικά που ήρθαν στο προσκήνιο από τις πρώτες ημέρες του νέου έτους, αναδεικνύουν το μέγεθος του κοινωνικού προβλήματος στη χώρα μας που αφορά στις συνθήκες αξιοπρεπούς διαβίωσης για μεγάλο ποσοστό των νοικοκυριών στη χώρα μας, και συνακόλουθα της λεγόμενης ενεργειακής φτώχειας που αντιμετωπίζουν, ως απόρροια της οικονομικής ένδειας και περιθωριοποίησης.

«Πολυτέλεια» το ζεστό σπίτι

Δραματική κατάσταση βιώνουν χιλιάδες νοικοκυριά στην Ελλάδα τη χειμερινή περίοδο καθώς αδυνατούν να εξασφαλίζουν στοιχειώδεις συνθήκες διαβίωσης στο εσωτερικό των σπιτιών τους. Σύμφωνα με έρευνα του ΕΜΠ, στην περίοδο των περιοριστικών μέτρων μπορεί η μέση κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας να σημείωσε αύξηση κατά 8,5% και η θερμική κατά 2,5% –με δεδομένο ότι το σπίτι έγινε γραφείο, σχολείο και τόπος διασκέδασης– εντούτοις στα νοικοκυριά της χαμηλότερης εισοδηματικής κλάσης καταγράφηκε σημαντική μείωση.

Ανάλογη εικόνα προκύπτει και από έρευνα που διενήργησε το Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, από το καλοκαίρι του 2019 έως και τον χειμώνα του 2020, διερευνώντας συνολικότερα τις συνθήκες άνεσης στα ελληνικά νοικοκυριά. Ίσως το πιο βασικό συμπέρασμα είναι ότι η θέρμανση κοστίζει ακριβά και δεν ζεσταίνει ικανοποιητικά τα σπίτια.

Μετά από ένα σκληρό δεκαετές μνημόνιο διαρκείας που λεηλάτησε το εργατικό και λαϊκό εισόδημα, αλλά και την νέα οικονομική κρίση που έχει ξεσπάσει λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού, σχεδόν οι μισοί από τους ερωτώμενους της έρευνας (48,5%) απάντησαν ότι αισθάνονται «αρκετή ζέστη» ή «ζέστη» τον χειμώνα με χρήση… χοντρού ρουχισμού και καύση ξυλείας. Μέτρια θερμική άνεση αισθάνεται το 27,84%. Κρύο ή δροσιά το υπόλοιπο 25% ποσοστό. Ένας στους τέσσερις δηλαδή κρυώνει μέσα στο σπίτι του!

ΕΛΣΤΑΤ: Ένα στα τρία νοικοκυριά σε κίνδυνο φτώχειας

Αυτή η κατάσταση αποτυπώνεται και στην πρόσφατη έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ για τις συνθήκες διαβίωσης στην Ελλάδα με στοιχεία για το 2019. Η καρδιά της μάστιγας της ενεργειακής φτώχειας βρίσκεται στην εκτίμηση ότι το 30% των νοικοκυριών στη χώρα αντιμετωπίζει κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού, δηλαδή 3.160.000 άτομα!

Η χώρα μας μάλιστα κατατάσσεται τρίτη από το τέλος στην ΕΕ, καθώς βρίσκεται πίσω μόλις από τη Βουλγαρία που έχει ποσοστό 32,5% και τη Ρουμανία με 31,2%. Να σημειωθεί ότι ο εν λόγω δείκτης αναφέρεται στο ποσοστό του πληθυσμού που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας ή στερείται υλικών αγαθών ή διαβιεί σε νοικοκυριά με χαμηλή ένταση εργασίας. Και για να φανεί πιο συγκεκριμένο, ο δείκτης «ποσοστό ατόμων με υλικές στερήσεις» εκτιμά το επίπεδο διαβίωσης, μετρώντας το ποσοστό του πληθυσμού που δεν μπορεί να ανταποκριθεί οικονομικά ή στερείται, λόγω οικονομικής αδυναμίας, τουλάχιστον 3 από έναν κατάλογο 9 αγαθών και υπηρεσιών. Τον κίνδυνο αυτό αντιμετωπίζει το 35,7% των ηλικιών 0-17 ετών και το 30,7% των ηλικιών 18-54 ετών.

Αυτός ο τεράστιος αριθμός ανθρώπων δυσκολεύεται στην πληρωμή ακόμα και λογαριασμών ηλεκτρικού ρεύματος, νερού, αερίου, δεν έχει ικανοποιητική θέρμανση. Το 12,5% των νοικοκυριών αντιμετωπίζει προβλήματα, όπως διαρροή στη στέγη, υγρασία σε τοίχους, πατώματα, θεμέλια ή σάπιες κάσες στα παράθυρα.

Κεντρική θέρμανση: Μόλις 1 στα 2 νοικοκυριά

Ένα άλλο αποκαλυπτικό στοιχείο για την έκταση του προβλήματος της ενεργειακής ένδειας και του… ψυχρού κλίματος εντός των κατοικιών στην Ελλάδα σχετίζεται με την κεντρική θέρμανση. Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, ένα στα 4 νοικοκυριά «έχασε» τη δυνατότητα της θέρμανσής του από την κεντρική εγκατάσταση της πολυκατοικίας του μέσα σε μια δεκαετία. Ειδικότερα, κεντρική θέρμανση διέθετε το 2009 το 73,5%, το 2014 το ποσοστό έπεσε στο ναδίρ, 35,4%, το 2018 ανήλθε σε 52,8% και πέρσι μειώθηκε στο 51,3%. Δηλαδή μόλις ένα στα δύο νοικοκυριά έχει πρόσβαση σε κεντρική θέρμανση, γεγονός που αποτυπώνει τις τεράστιες δυσκολίες χιλιάδων νοικοκυριών να πληρώσουν τα κοινόχρηστα ή να συμβάλουν σε αποθεματικό ταμείο στις πολυκατοικίες.

Ανάγλυφα «εξηγεί» το φαινόμενο αυτό η έρευνα του ΔΠΘ: Καθώς όλα τα νοικοκυριά πρέπει να πληρώσουν τους λογαριασμούς τους, προκειμένου το σύστημα να χρησιμοποιηθεί για το σύνολο της πολυκατοικίας, «δυστυχώς, τελικά, το κεντρικό σύστημα τίθεται εκτός λειτουργίας και κάθε νοικοκυριό έχει να αντιμετωπίσει ανεξάρτητα τις δικές του ανάγκες και να εφεύρει τους πιο οικονομικούς συνδυασμούς για τα μέσα θέρμανσης».

Αύξηση χρήσης σόμπας

Το σοβαρό παρεπόμενο της κακής οικονομικής κατάστασης χιλιάδων νοικοκυριών οδηγεί στην επιλογή και του ανάλογου μέσου θέρμανσης. Για να ζεσταθούν χρησιμοποιούσαν καλοριφέρ με πετρέλαιο το 66,9% των νοικοκυριών το 2009, το ποσοστό αυτό έπεσε στο 35,4% το 2014 και 5 χρόνια μετά, το 2019, παρέμενε στα ίδια επίπεδα με 37,1%. Καλοριφέρ με φυσικό αέριο το 2009 διέθετε το 6,6%, και εύλογα το 2019 ανήλθε σε 14,2%, ποσοστό ωστόσο πολύ χαμηλό που σχετίζεται και με το πόσο προχωρά τα δίκτυά της η ΔΕΠΑ. Όμως τη διετία 2018-2019 αυξήθηκε η χρήση σόμπας πετρελαίου από 1,7% σε 1,8%, η χρήση σόμπας υγραερίου από 1% σε 1,2%, η χρήση καυσόξυλων μειώθηκε ελαφρώς σε 8,1% (από 8,7%), ενώ η χρήση ηλεκτρικών συσκευών μειώθηκε σημαντικά, από 15,2% σε 13,3%, προφανώς λόγω και της μεγάλης αύξησης της τιμής του ηλεκτρικού ρεύματος.

Ραγδαία αύξηση καύσης στερεών καυσίμων

Συνολικά, τα τελευταία χρόνια, έχει αυξηθεί ραγδαία η χρήση στερεών καυσίμων, ενώ υπάρχει περιορισμένη σε χρονική διάρκεια χρήση ηλεκτρικής ενέργειας με βοηθητικά συστήματα. Πολλά νοικοκυριά καταφεύγουν στη χρήση βιομάζας (ξύλα ή πέλετ σε καλοριφέρ, ξυλόσομπες κλπ.), ειδικότερα στα μικρά αστικά κέντρα και οικισμούς στην ορεινή και ηπειρωτική Ελλάδα, με αντίτιμο βέβαια τις αντίστοιχες εκπομπές και την επιβάρυνση του εσωτερικού και εξωτερικού αέρα και περιβάλλοντος. Όσον αφορά δε τα ορεινά νοικοκυριά, περίπου το 40% εξ αυτών, αναφέρουν ότι αδυνατούν να κρατήσουν το σπίτι τους επαρκώς ζεστό, περίπου 75% δηλώνουν ότι είναι αναγκασμένα να μειώσουν άλλες βασικές ανάγκες προκειμένου να καλύψουν τις ενεργειακές ανάγκες, ακόμη και το φαγητό, γνωστό ως φαινόμενο «θέρμανση ή τροφή» . Επίσης το 20% ανέφεραν καθυστερήσεις στην αποπληρωμή των λογαριασμών ενέργειας, και το 25% προβλήματα υγείας που σχετίζονται με ανεπαρκή θέρμανση του σπιτιού τους.

«Άνιση έκθεση και άνισες συνέπειες»

Η ταξική διάσταση του προβλήματος «ζεστά σπίτια το χειμώνα» επιβεβαιώνεται ακόμα και από πρόσφατη έκθεση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος (2019) με θέμα «άνιση έκθεση και άνισες συνέπειες: Κοινωνική τρωτότητα και ατμοσφαιρική ρύπανση, θόρυβος και ακραίες θερμοκρασίες στην Ευρώπη». Το αποκαλυπτικό στοιχείο της έρευνας είναι ότι «η θνησιμότητα κατά τη διάρκεια του χειμώνα είναι μεγαλύτερη σε χώρες όπως η Ελλάδα ή άλλες του Νότου σε σχέση με Γερμανία, Ολλανδία και Φινλανδία. Κι αυτό αποδίδεται, μεταξύ άλλων, σε παράγοντες όπως η ποιότητα των κατοικιών και η πρόσβαση σε θέρμανση, ενώ στην περίπτωση ορισμένων χωρών όπως Ελλάδα, Ιρλανδία και Πορτογαλία, αυτή η εποχική διακύμανση στους θανάτους σχετίζεται ευθέως με τη φτώχεια και τις αυξημένες κοινωνικές ανισότητες. Επιπλέον η έκθεση δείχνει και μια άμεση σχέση μεταξύ της ατμοσφαιρικής ρύπανσης και της ενεργειακής φτώχειας. Στην Ελλάδα και άλλες χώρες, καθώς πολλοί πολίτες στράφηκαν στην καύση ξύλου, παλιών επίπλων και άνθρακα, ως αποτέλεσμα της οικονομικής ένδειας, εκτίθενται αναπόφευκτα πολύ περισσότερο και στα βλαπτικά προϊόντα αυτής της καύσης!

«Ψίχουλα» το επίδομα θέρμανσης

Φέτος, με βάση τα επίσημα στοιχεία, 687.000 νοικοκυριά έκαναν αίτηση για επίδομα θέρμανσης, αριθμός ο οποίος έχει ξεπεράσει κάθε προηγούμενο έτος. Δεν πρόκειται για ένα αποτέλεσμα μόνο της αμφιλεγόμενης κυβερνητικής απόφασης να επιδοτήσει ακόμα και τα καυσόξυλα. Αλλά και της ολοένα αυξανόμενης ένδειας σε πλατιά κοινωνικά στρώματα από τη συνεχιζόμενη πολιτική λιτότητας που εντάθηκε με την οικονομική πλευρά της διαχείρισης της πανδημίας από την κυβέρνηση.

Το εν λόγω επίδομα ισοδυναμεί με ψίχουλα, αφού οι περισσότεροι δικαιούχοι θα αρκεστούν σε μερικές δεκάδες ευρώ.

Από την άλλη, χιλιάδες νοικοκυριά αποκλείονται από τους όρους επιδότησης. Βασικό κριτήριο για να το λάβει μία οικογένεια με ένα παιδί είναι να έχει εισόδημα ως 22.000 ευρώ, που αντιστοιχεί σε μέσο μισθό για δύο εργαζόμενους γονείς, 750 ευρώ.

Ένα αποφασιστικό μέτρο που θα συνέβαλε στο να μην είναι πλέον είδος πολυτελείας η ζέστη στα σπίτια, είναι ο δραστικός περιορισμός της ληστρικής φορολόγησης. Είναι σκάνδαλο ο Ειδικός Φόρος Κατανάλωσης στο πετρέλαιο θέρμανσης, από 21 ευρώ/ χιλιόλιτρο (+ ΦΠΑ 23%) το 2010, σήμερα να έχει εκτιναχθεί στα 280 ευρώ/χιλιόλιτρο (+ ΦΠΑ 24%), δηλαδή αυξημένος κατά 1.244,17%!

Όσον αφορά τον υπολογισμό του επιδόματος, καθορίζεται από την κυβέρνηση ως βάση η αγορά πετρελαίου με 0,80 ευρώ/λίτρο, πολύ πιο κάτω από τις πραγματικές τιμές, που την 1η Φεβρουαρίου (βλ. επισυναπτόμενο αρχείο) ήταν 0,88 ευρώ (μέση τιμή) και σε πολλές περιοχές πολύ παραπάνω, όπως Κυκλάδες 1,013, Λέσβος 1,011, Φωκίδα 0,94, Γρεβενά 0,90, Έβρος 0,88 και Φλώρινα 0,87.

Συντάκτης: ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΣΤΑΜΟΥΛΗΣ

Πηγή: topontiki.gr