Πηγή: nikostereo.com

Τι κοινό έχουν «Η Βιτρίνα» (1976) του Μάρτιν Ριτ, το «Hollywood on Trial» (1976) του Ντέιβιντ Χέλπερν, το «Καληνύχτα και καλή τύχη» (2005) του Τζορτζ Κλούνεϊ και η ταινία «Τράμπο» (2015) του Τζέι Ρόουτς. Ολες τους κινηματογραφικές ταινίες με θέμα Χόλιγουντ και «Μαύρη Λίστα» του Μακάρθι – όνομα χαραγμένο στη συλλογική μνήμη όχι γιατί ο γερουσιαστής συμμετείχε άμεσα στην Επιτροπή Αντιαμερικανικών Δραστηριοτήτων, αλλά γιατί συνεισέφερε τα μέγιστα στην αντικομμουνιστική υστερία που καθιστούσε κοινωνικά αποδεκτές τις ακρότητες της Επιτροπής.

 

Ξεσκονίσαμε από την βιβλιοθήκη μας το βιβλίο του Ουόλτερ Μπερνστίν «Μνήμες από τη μαύρη λίστα (Η λαίλαπα του μακαρθισμού)» (εκδόσεις «Καστανιώτη»). Το βιβλίο αυτό αποτελεί ουσιαστικά το πρώτο βιβλίο – και στις ίδιες τις ΗΠΑ – που γράφτηκε με αφορμή την απονομή, από την Αμερικανική Ακαδημία Τεχνών, «Οσκαρ» στον Ελία Καζάν (1999) «για το σύνολο της προσφοράς του», παραβλέποντας το γεγονός ότι στις 10/4/1950 κατέδωσε στη μακαρθική επιτροπή παλιούς συντρόφους και συνεργάτες του στο θέατρο και τον κινηματογράφο. Ο Ουόλτερ Μπερνστίν, σπάζοντας τη σαραντάχρονη «σιωπή», έφερε στο «φως» τα μακαρθικά εγκλήματα ενάντια σε κάμποσες εκατοντάδες Αμερικανών καλλιτεχνών.

Η εκλιπούσα πλέον Αριστούλα Ελληνούδη (ΘΥΜΕΛΗ όπως υπέγραφε) μας ενημερώνει σε 3 πολύ ενδιαφέροντα άρθρα της στον Ριζοσπάστη, οτι επί μακρόν αναζητούσε στοιχεία (γεγονότα και ονόματα) για τις μακαρθικές διώξεις στο αμερικανικό θέατρο και κινηματογράφο, από τις ελάχιστες βιβλιογραφικές «πηγές» και από σπανιότατα δημοσιεύματα. Πηγές, που φοβούμενες τις συνέπειες, όπως ο διάβολος το λιβάνι, καταγράφουν λιγοστές, ασαφείς, χωρίς κριτικό σχολιασμό πληροφορίες, κρύβοντας τελικώς το μέγεθος, τα θύματα και τις βλαβερές και για την τέχνη, αυτή καθ’ αυτή, συνέπειες του λυσσαλέου αντικομμουνισμού στο χώρο των καλλιτεχνών. Στις ΗΠΑ επί δεκαετίες, εμμέσως, απαγορευόταν οποιαδήποτε συζήτηση, έρευνα και πολύ περισσότερο βιβλιογραφική αποκάλυψη του δεκάχρονου (1947 – 1958) «μακαρθικού» εγκλήματος σε βάρος αρκετών χιλιάδων Αμερικανών πολιτών, ανεξαρτήτως επαγγέλματος, αλλά και διανοουμένων και καλλιτεχνών. Ελάχιστες αποκαλυπτικές απόπειρες έγιναν στη δεκαετία του 1980. Μεταξύ αυτών και η αλληγορική ταινία «Η βιτρίνα» (The Front) 1976 με τον Γούντι Αλλεν, σε σκηνοθεσία του Μάρτι Ριτ, επίσης θύματος του μακαρθισμού. Το «κακό σπυρί» της σιωπής έμελλε να σπάσουν μετά τη βράβευση του Ελία Καζάν κάποιοι νεότεροι καλλιτέχνες, με σχετικά κινηματογραφικά, θεατρικά και τηλεοπτικά έργα, όπως η ταινία «Τράμπο» (2015) του Τζέι Ρόουτς.

Τι είναι όμως ο Μακαρθισμός;

*Μακαρθισμός = κάθε πρακτική πολιτικών διώξεων εις βάρος πολιτών και συγκεκριμένων πεποιθήσεων με την καλλιέργεια κλίματος εκφοβισμού και με την κατασυκοφάντησή τους (Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας Γ. Μπαμπινιώτη).

Ο γερουσιαστής Τζόζεφ Μακάρθι

 

Πριν αναφερθούμε σε πρόσωπα από το μακαρθικό «κυνήγι μαγισσών» στο Χόλιγουντ, πρέπει να υπογραμμίσουμε το εξής: Το μεγάλο αμερικανικό κεφάλαιο, του οποίου ανδρείκελο ήταν ο Τζο Μακ Κάρθι, χρησιμοποίησε τον όρο «μακαρθισμό» για να φορτώσει και την ευθύνη των αντικομμουνιστικών και αντιλαϊκών εγκλημάτων του στον, σχεδόν, ψυχωσικό γερουσιαστή Μακ Κάρθι και να εμφανίσει την αντικομμουνιστική εκστρατεία του στο έδαφος των ΗΠΑ, ως χρονικά περιορισμένη στη δεκαετία του 1950. Να κρύψει, δηλαδή, ότι η αντικομμουνιστική εκστρατεία του σχεδιάστηκε στο μεσοπόλεμο, προωθήθηκε στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, αυξήθηκε μεταπολεμικά, κορυφώθηκε στη δεκαετία του 1950 και βεβαίως συνεχίζεται «δημοκρατικότατα», και …«αντιτρομοκρατικότατα» μέχρι σήμερα.

 

Κάποιοι, λιγοστοί ακόμα, Αμερικανοί καλλιτέχνες, έχουν ταξική συνείδηση. Αντιδρούν στην ιμπεριαλιστική πολιτική των ΗΠΑ, ξέροντας ότι αυτήν εντέλλονται να υπηρετούν οι εκάστοτε πρόεδροι, είτε «δημοκρατικοί», είτε «ρεπουμπλικανοί». Η πλειοψηφία των σταρ «υπνώτει». Ή, όπως είπε ο και τολμηρός ηθοποιός και σκηνοθέτης Τιμ Ρόμπινς «Οι stars, στη συνείδηση της συντριπτικής πλειοψηφίας, είναι κάτι σαν γελωτοποιοί της βασιλικής αυλής. Παίζοντας σε ταινίες ποπ κορν γίνεσαι και εσύ …ποπ κορν. Κανείς δε σε παίρνει στα σοβαρά, Επειτα υπάρχει ένας ακόμα βαθύτερος λόγος. Η ανυπαρξία εναλλακτικού κόμματος. Και η απόσταση Ρεπουμπλικανών – Δημοκρατικών είναι απειροελάχιστη». Επιτροπή Αντιαμερικανικών Ενεργειών της Γερουσίας – “House Un-American Activities Committee” (HUAC)

Ας ταξιδέψουμε λίγο πίσω στο Φθινόπωρο του 1947. Ο «εντιμότατος» βουλευτής του

Κογκρέσου Τζο Ρέιμοντ Πάρνελ, γνωστός ως Τζο Μακ Κάρθι (ο οποίος λίγα χρόνια αργότερα καταδικάστηκε σε φυλάκιση λόγω μιας μεγάλης κατάχρησης που έκανε), αναλαμβάνει να ξεκινήσει την αντικομμουνιστική εκστρατεία. Στη συνέχεια, η Επιτροπή Αντιαμερικανικών Ενεργειών της Γερουσίας “House Un-American Activities Committee” (HUAC), η οποία ιδρύθηκε το 1936 και από τότε δρούσε αντικομμουνιστικά, βάζει στο «παιχνίδι» της και το Χόλιγουντ. Μια ομάδα καλλιτεχνών συγκροτούν τον αντικομμουνιστικό «Κινηματογραφικό Σύνδεσμο Διατήρησης των Αμερικανικών Ιδεωδών».

Πρωτοστατούντες οι: Λέλα Ρότζερς, Χόγουαρτ Χαγκς, Τσαρλς Κόμπουρν, Χέντα Χόπερ, Λίο Μακ Κάρεϊ (σκηνοθέτης), Κάρι Γκραντ, Τζιν Χάρλοου, Κλαρκ Γκέιμπλ, Γουόρντ Μποντ, Πολ Λούκας, Ρόμπερτ Τέιλορ, Τζορτζ Μάρφι, Αντόλφ Μενζού, Ουίλιαμ Ουέλμαν κ.ά. Πρόεδρος τους, ο Τζον Γουέιν. Ιδεολογικός «καθοδηγητής» τους ο Γκάρι Κούπερ, ο οποίος καυχόταν ότι «απέρριψε πολλά σενάρια με κομμουνιστικές ιδέες». Τα μέλη του Συνδέσμου έβγαζαν δημόσια πύρινους αντικομμουνιστικούς λόγους και προέτρεπαν το κοινό να σαμποτάρει ταινίες «κομμουνιστών» σκηνοθετών ή ηθοποιών.

Ο Σύνδεσμος απλώνει τον τρόμο πάνω από το Χόλιγουντ. Ομως, μερικοί θαρραλέοι προοδευτικοί καλλιτέχνες, μεταξύ των οποίων και οι Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ, Λορίν Μπακόλ, Τζιν Κέλι, Τζιουν Χάβοκ, Τζον Χιούστον, Ντάνι Κέι, Κάθριν Χέμπορν, πάνε στην Ουάσιγκτον να διαμαρτυρηθούν για τις «παραβιάσεις του δικαιώματος των προσωπικών πεποιθήσεων», αλλά αποπέμπονται στυγνά…

Κάποιοι δεν τρομοκρατούνται, δεν υποκύπτουν στις πιέσεις, αλλά και το κογκρέσο οξύνει την εκστρατεία του. Στις 18/10/1947 η Επιτροπή, υπό τον Μακ Κάρθι συνεδριάζει με θέμα τη «Διείσδυση του κομμουνισμού στο Χόλιγουντ» και καταρτίζει τον πρώτο κατάλογο περί των πιο «επικίνδυνων κομμουνιστών, εχθρών της πατρίδας».

Πρόκειται για τους «Δέκα του Χόλιγουντ».

 
 

Οι Δέκα του Χόλιγουντ

Οι «δέκα του Χόλιγουντ»

Οι «Δέκα», (σεναριογράφοι, σκηνοθέτες, παραγωγοί) ήταν οι Χέρμπερτ Μπίμπερμαν, Αλμπερτ Μαλτζ, Εντουαρντ Ντμίτρικ, Αντριαν Σκοτ, Ρινγκ Λάρντνερ Τζ., Σάμουελ Ορνιτζ, Τζον Χόγουαρτ Λόσον, Λέστερ Κολ, Αλβά Μπεσί, Ντάλτον Τράμπο, οι οποίοι βίαια σύρθηκαν για ανάκριση από «ιεροεξεταστές» της Επιτροπής Αντιαμερικανικών Ενεργειών. Οι «Δέκα» αρνούμενοι να συνεργαστούν με την Επιτροπή, δηλαδή να καταδώσουν συναδέλφους τους, δικάστηκαν και καταδικάστηκαν σε φυλάκιση.

Η κατάθεση του Ρ. Ρίγκαν

Το 1950 γιγαντώνεται η αντικομμουνιστική δράση του Μακ Κάρθι, ο οποίος ζητά οριστική εκκαθάριση του Χόλιγουντ από κάθε «ύποπτο στοιχείο». Ετσι, στην Επιτροπή καλούνται να καταθέσουν εκατοντάδες καλλιτεχνών. Στη «μαύρη λίστα» μπαίνουν συνεχώς νέα ονόματα καλλιτεχνών υπόπτων ως «κομμουνιστών – εχθρών της παρτίδας». Στην Επιτροπή κατέθεσε και ο μετέπειτα Πρόεδρος των ΗΠΑ, Ρόναλντ Ρίγκαν, ο οποίος επιχείρησε να γίνει μέλος του ΚΚ ΗΠΑ, αν και απορίφθηκε λόγω της νοημοσύνης του σύμφωνα με τους Πολ Μπούλε και Ντέιβιτ Βάγκνερ στο βιβλίο τους Radical Hollywood, αν και εθεωρείτο για ένα διάστημα φίλος του κόμματος σύμφωνα με τις ίδιες πήγές. Ο Ρίγκαν τότε ήταν πρόεδρος του υποταγμένου και συνεργαζόμενου με την Επιτροπή, Σωματείου Ηθοποιών Κινηματογράφου.

 

Ο Ρόναλντ Ρίγκαν καταθέτει ενώπιον της επιτροπής

Για την ιστορία, παραθέτουμε μερικά ονόματα «υπόπτων», που περιείχε η «μαύρη λίστα», τα οποία εντοπίσαμε στις ελαχιστότατες σχετικές αναφορές σε βιβλία και δημοσιεύματα: Λίλιαν Χέλμαν, Κλίφορντ Οντετς, Τζέρομ Ρόμπινς, Λάρι Παρκς, Τζον Μπέρι, Τσέριλ Κρόφορντ, Ρόμπερτ Λις, Τζόζεφ Λόουζι, Καρλ Φόρμαν, Ανν Ρίβερ, Γκέιλ Σόντεργκααρντ, Πόλα Μίλερ – Στράσμπεργκ, Τζιν Μιουρ, Τζον Γκάρφιλντ, Τζ. Εντουαρντ Μπρόμπεργκ, Πολ Μιούνι, Τζον Φορντ, Ντάσιελ Χάμετ, Τζον Στάινμπεκ, Λάιονελ Στάντερ, Ζυλ Ντασσέν, Μάικλ Γκόρντον, Μπέρναρντ Γκόρντον, Φοίβη Μπραντ, Πολ Στραντ, Λέο Χάρβιτς, Τόνι Κράμπερ, Αρτ Σμιθ, Μάικλ Γουίλσον, Εντριαν Σκοτ, Κίριλ Εντφιλντ, Χέρμπερτ Κλάιν, Στάνλεϊ Κιούμπρικ, Άλφρεντ Λούις Λέβετ, Ουίλιαμ Ουάιλερ, Κλάρενς Μπράουν, Μάρτιν Ριτ, Μπαντ Σούλμπεργκ, Νεντ Γιανγκ, Ζίρο Μόστελ, ενώ κάμποσες εκατοντάδες ήταν οι λιγότερο επώνυμοι. Στη λίστα ήταν και ο Ελία Καζάν, ο οποίος μέχρι το 1936 ήταν μέλος του ΚΚ ΗΠΑ.

Οι Χ. Μπόγκαρτ και Λ. Μπακόλ σε ακρόαση το 1947

Κάποιοι από τους προαναφερόμενους διωκόμενους Αμερικανούς, ή Ευρωπαίους καλλιτέχνες (οι περισσότεροι Ευρωπαίοι είχαν εγκατασταθεί στις ΗΠΑ, πολλά χρόνια πριν), αντιστάθηκαν σθεναρά και το πλήρωσαν πολύ ακριβά (φυλακή, πλήρης επαγγελματική καταστροφή, αυτοκτονίες, πείνα, εξαθλίωση, θάνατος σε φτωχοκομεία), καθώς η «Ενωση Παραγωγών Κινηματογραφικών Λεσχών» (ΑΜΡΡ) τους απέκλεισε από οποιαδήποτε εργασία. Ούτε οι καλλιτέχνες που ομολόγησαν και δήλωσαν μετανιωμένοι κομμουνιστές σώθηκαν επαγγελματικά. Αλλά και αρκετοί από εκείνους που και ομολόγησαν και έδωσαν ονόματα μπόρεσαν να συνεχίσουν αμέσως μετά την απολογία τους απρόσκοπτα τη δουλειά τους. Μερικοί μόλις που επιβίωσαν, γράφοντας σενάρια με ψευδώνυμα και με αμοιβές πείνας, χαρακτηριστικότερο παράδειγμα o Nτάλτον Tράμπο, ο οποίος με το όνομα Pόμπερτ Pιτς κέρδισε δύο Όσκαρ σεναρίου.Αλλοι άλλαξαν επάγγελμα για να ζήσουν. Αλλοι συμβιβάστηκαν αργότερα, είτε υπογράφοντας δηλώσεις μετανοίας, είτε δεχόμενοι όλα τα «γούστα» του Χόλιγουντ, για να έχουν μεροκάματο. Ένω άλλοι, όπως ο Zυλ Nτασσέν και ο Tζόζεφ Λόουζι, προτίμησαν να εγκαταλείψουν την Aμερική και να αυτοεξοριστούν στην Ευρώπη, πριν τους καλέσει η Επιτροπή.

 
 

«Θα μισούσα τον εαυτό μου… »

Φωτογραφία μετά την σύλληψη του Λάρντνερ το 1950

Ο σεναριογράφος Ρινγκ Λάρντνερ, ένας από τους «Δέκα του Χόλιγουντ», αρνούμενος να συνεργαστεί με την Επιτροπή Αντιαμερικανικών Ενεργειών, φυλακίστηκε, όπως όλοι οι «Δέκα». Οταν αποφυλακίστηκε, επί χρόνια βίωνε την επαγγελματική του καταδίκη. Το όνομά του ως σεναριογράφου ήταν απαγορευμένο, αν και όλοι ήξεραν το ταλέντο του. Αντιμετωπίζοντας το φάσμα της πείνας, για να επιζήσει δέχτηκε και έγραψε, για «ένα κομμάτι ψωμί», δεκάδες σενάρια, τα οποία εμφανίζονταν πίσω από μια «βιτρίνα», δηλαδή με το όνομα κάποιου άλλου, συνήθως άσχετου με τη συγγραφή, ο οποίος καρπωνόταν τη μερίδα του λέοντος από την έτσι κι αλλιώς χαμηλή αμοιβή για το σενάριο. Ο Λάρντνερ αναγκάστηκε να μένει στην αφάνεια, παρ’ ότι είχε κερδίσει Οσκαρ, το 1942 για τη «Γυναίκα της Χρονιάς» του Τζορτζ Στίβενς, με την Κάθριν Χέμπορν και τον Σπένσερ Τρέισι. Ο Λάρντνερ έγραψε και το βραβευμένο με Οσκαρ, το 1970, σενάριο της αντιπολεμικής σατιρικής ταινίας του Ρόμπερτ Ολτμαν «MASH».

Ο Λάρντνερ έγινε πασίγνωστος στις ΗΠΑ, με την απάντηση που έδωσε στην ερώτηση των ανακριτών της Επιτροπής Αντιαμερικανικών Ενεργειών εάν ήταν ποτέ μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος. «Θα μπορούσα να σας απαντήσω όπως ακριβώς επιθυμείτε», είπε ο Λάρντνερ, ο οποίος ήταν μέλος του ΚΚ ΗΠΑ. «Ομως, εάν το έκανα, αύριο το πρωί θα μισούσα τον εαυτό μου». Με αυτή τη δεύτερη φράση τιτλοφόρησε και την αυτοβιογραφία του, η οποία κυκλοφόρησε στις ΗΠΑ λίγο καιρό πριν πεθάνει (1/11/2000), στα 85 του χρόνια.

 
 

Όταν ο Μπρεχτ… τρέλανε τους ανακριτές

Από την κατάθεση του Μπρέχτ στην επιτροπή

Σεπτέμβρης του 1947 ήταν. Ο μακαρθισμός κλιμακωνόταν. Ο διωκόμενος από το ναζισμό, πρόσφυγας στις ΗΠΑ, Μπέρτολτ Μπρεχτ καλείται να απολογηθεί στην Επιτροπή Αντιαμερικανικών Ενεργειών. Ο Μπρεχτ, αντίθετα από άλλους φίλους του (Γερμανούς και Αμερικανούς δημιουργούς), οι οποίοι απέφευγαν να παρουσιαστούν στην Επιτροπή, παρουσιάστηκε ενώπιόν της (30.10.1947) και, όπως ο θεατρικός ήρωάς του Γιάροσλαβ Χάσεκ στο «Ο καλός στρατιώτης Σβέικ», …τρέλανε τον πρόεδρο της Επιτροπής, Τόμας Πάρνελ, και τον αρχιανακριτή Ρόμπερτ Στρίπλινγκ. Ο τελευταίος, διαβάζοντας αποσπάσματα του θεατρικού έργου του Μπρεχτ «Το Μέτρο», ποιήματά του δημοσιευμένα σε αμερικανικό κομμουνιστικό περιοδικό και μια συνέντευξη που είχε δώσει παλιότερα ο Μπρεχτ σε σοβιετικό περιοδικό, πάσχιζε να αποδείξει ότι ο Γερμανός συγγραφέας ήταν κομμουνιστής.

 

Ο δαιμόνιος Μπρεχτ, ξέροντας πόση ηλιθιότητα φωλιάζει στους σκοταδιστικούς εγκεφάλους, παριστάνοντας ότι δε μιλά καλά τα αγγλικά, λέγοντας ότι η μετάφραση δεν απέδωσε πιστά το νόημα των ποιημάτων του, μπερδεύοντας και το διερμηνέα της Επιτροπής με διάφορες λεκτικές τρικλοποδιές, σάστισε τους ανακριτές τόσο, που όχι μόνο δεν κατάλαβαν την ειρωνεία του, αλλά και τον ευχαρίστησαν στο τέλος για την κατάθεσή του!

Ελάχιστα, αλλά χαρακτηριστικά αποσπάσματα του διαλόγου Μπρεχτ-ανακριτών:

Στρίπλινγκ: «Αυτή τη στιγμή, κύριε Μπρεχτ, τι επαγγέλλεστε;»

Μπρεχτ: «Είμαι θεατρικός συγγραφέας και ποιητής».

Στρίπλινγκ: «Και πού έχετε προσληφθεί»;

Μπρεχτ: «Πουθενά δεν έχω προσληφθεί» (σ.σ.: Πράγματι, από το 1941 που ο Μπρεχτ έφτασε στις ΗΠΑ, ελάχιστοι τόλμησαν να του δώσουν δουλειά).

– Στρίπλινγκ: «Δεν εργαστήκατε ποτέ στη βιομηχανία του κινηματογράφου;»

Μπρεχτ: «Εχω πουλήσει μια ιστορία μου σε κάποια φίρμα του Χόλιγουντ, το “Και οι δήμιοι πεθαίνουν”. Το σενάριο, όμως, δεν το έφτιαξα εγώ. Εγραψα και μια άλλη ιστορία για άλλη φίρμα του Χόλιγουντ, μα δεν τη γύρισαν ταινία».

Στρίπλινγκ: «”Και οι δήμιοι πεθαίνουν”;! Πού την πουλήσατε;»

Μπρεχτ: «Ηταν νομίζω μια ανεξάρτητη φίρμα, η “Pressburger” των “United Artists“» (σ.σ.: Η εταιρία του άλλου σπουδαίου ύποπτου, του Τσάρλι Τσάπλιν).

Στρίπλινγκ: «Πότε πουλήσατε το έργο σας αυτό στους “United Artists“;»

Μπρεχτ: «Δε θυμάμαι ακριβώς, ίσως γύρω στο ’43 ή ’44».

Στρίπλινγκ: «Γνωρίζετε τον Χανς Αϊσλερ

Μπρεχτ: «Ναι» (σ.σ.: Ο Γερμανός κομμουνιστής συνθέτης, από τη δεκαετία του 1920 συνεργάτης του Μπρεχτ, Χανς Αϊσλερ, επίσης διώχτηκε από την Επιτροπή).

Στρίπλινγκ: «Κύριε Μπρεχτ, είστε μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος ή υπήρξατε ποτέ μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος;» (σ.σ.: Εδώ ο Μπρεχτ για να μην απαντήσει ζήτησε να διαβάσει ένα υπόμνημά του, αλλά δεν του επιτράπηκε και η ερώτηση επαναλήφθηκε).

Ο Μπρεχτ απάντησε: «Κύριε πρόεδρε, άκουσα τους συναδέλφους να λένε ότι τέτοιες ερωτήσεις δεν είναι νόμιμες. Είμαι, όμως, φιλοξενούμενος σ’ αυτή τη χώρα και δε θα ανοίξω νομική συζήτηση. Θα απαντήσω, λοιπόν, όσο μπορώ πιο ξεκάθαρα. Δεν είμαι μέλος κανενός κομμουνιστικού κόμματος και ούτε υπήρξα ποτέ».

Οι ανακριτές, όμως, που είχαν στα χέρια τους κείμενα του Μπρεχτ δεν πίστεψαν την απάντησή του και προχώρησαν σε αναλυτικές ερωτήσεις επί των έργων του, δίνοντας έτσι στον απολογούμενο Μπρεχτ τη δυνατότητα να «δουλέψει» κανονικά τους ανακριτές, κάνοντας ουσιαστικά μαρξιστική προπαγάνδα μέσα στην Επιτροπή:

Στρίπλινγκ: «Τα γραφτά σας στηρίζονται στη σκέψη του Μαρξ και του Λένιν;».

Μπρεχτ: «Σαν συγγραφέας που είμαι ιστορικών έργων χρειάστηκε να μελετήσω τις ιδέες του Μαρξ και του Λένιν. Δε νομίζω ότι στην εποχή μας μπορούμε να γράψουμε κάτι με αξιώσεις χωρίς να επιδοθούμε σε παρόμοιες μελέτες. Αλλωστε, και η ιστορία, έτσι όπως γράφεται σήμερα, είναι και αυτή βαθιά επηρεασμένη από τις ιδέες του Μαρξ και του Λένιν πάνω στην ιστορία».

Ο Στρίπλινγκ επιμένει, ρωτά και ξαναρωτά τον Μπρεχτ αν ήταν ή είναι μέλος κομμουνιστικού κόμματος και αν ο Αϊσλερ του πρότεινε να γίνει μέλος του ΚΚ. Ο Μπρεχτ απαντά αρνητικά. Ο ανακριτής ρωτά μήπως άλλοι του πρότειναν να γίνει.

Και ο Μπρεχτ τον αποτρελαίνει: «Ορισμένοι ίσως να μου είπαν κάτι τέτοιο, μα εγώ κατάλαβα πως δεν ήταν δική μου δουλειά».

Στρίπλινγκ: «Ποιοι είναι αυτοί που σας πρότειναν να γραφτείτε στο ΚΚ;».

Μπρεχτ: «Ω! Αναγνώστες μου!»

Στρίπλινγκ: «Τι;»

Μπρεχτ: «Ανθρωποι που είχαν διαβάσει τα ποιήματά μου ή είχαν δει τα έργα μου».

Η πολύωρη ανάκριση του Μπρεχτ διακόπηκε από τις 12.15 έως τις 2 μ.μ., οπότε συνεχίστηκε χωρίς εκείνον πια. Είχε όμως γίνει φανερό πως το αμερικάνικο «κλίμα» δεν τον σήκωνε, κι έτσι ο Μπρεχτ άρον άρον γύρισε στην Ευρώπη, επιλέγοντας να ζήσει και να δημιουργήσει στη ΓΛΔ.

 

Ο ιμπεριαλισμός γεννά μακαρθικά «τέρατα»

Το γιατί οι διανοούμενοι και καλλιτέχνες ήταν ο πρώτος στόχος το διατύπωσε ένα άλλο «κοράκι», ο γερουσιαστής και πρόεδρος της Επιτροπής Αντιαμερικανικών Ενεργειών Τζο Μακ Κάρθι : «Οι διανοούμενοι και καλλιτέχνες του Χόλιγουντ είναι το μαλακό υπογάστριο της Αμερικής. Αν οι κομμουνιστές αλώσουν την κινηματογραφική βιομηχανία θα περάσουν την κομμουνιστική ιδεολογία τους στο έθνος».

Αντισημιτικό φυλλάδιο στους δρόμους του LA το ’38

Ας αναφερθούμε, όμως, σε «προδρόμους» και «τσιράκια» του μακαρθισμού. Ουίλ Χ. Χέις λεγόταν ο δύσμορφος, «με αυτιά νυχτερίδας», απατεώνας της πολιτικής, ο οποίος δωροδοκήθηκε από τον πετρελαιοπαραγωγό Χάρι Σίνγκλερ με 260.000 δολάρια, για να αναδειχτεί Πρόεδρος των ΗΠΑ ο Χάρτινγι. Ο Χέις, επί Χάρντινγι, έγινε πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής. Οταν το 1930, ο πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής του Κογκρέσου και της Πρεσβυτεριανής Εκκλησίας στις ΗΠΑ, Χέις, πιάστηκε να μισθοδοτεί τάχα «αμερόληπτες» προσωπικότητες που για λογαριασμό παραπολιτικών και παραεκκλησιαστικών οργανώσεων και στο όνομα της «ηθικής» απαιτούσαν την κινηματογραφική λογοκρισία. Ο Χέις αντί να τιμωρηθεί αναδείχτηκε σε μακρόχρονο «τσάρο – αρχιχωροφύλακα» του Χόλιγουντ. Ο Χέις επέβαλε τη δημιουργία του Συνδέσμου Παραγωγών – Διανομέων Ταινιών, έγινε πρόεδρός του, συνέστησε τα όργανα «Κώδικας Χέις» και «Κώδικας της Λεγεώνας Κοσμιότητας», λογόκρινε τις ταινίες και καθόριζε τους συντελεστές τους. Ο «ηθοπλάστης» Χέις, λογόκρινε τις κατ’ αυτόν «μη κόσμιες» ταινίες, αλλά έκανε τα στραβά μάτια μπροστά στον εκφυλισμό, στον αλκοολισμό, στο εμπόριο λευκής σαρκός και ναρκωτικών από τους μαφιόζους του Λάκι Λουτσιάνο, και τις αυξανόμενες αυτοκτονίες καλλιτεχνών στο Χόλιγουντ. Ο Χέις είχε συντάξει κατάλογο με 117 ονόματα «ηθικώς υπόπτων» καλλιτεχνών, την προσωπική ζωή των οποίων παρακολουθούσε στρατιά ντετέκτιβ.

 

Ο Τσάπλιν στο πλευρό των καταπιεσμένων, όπως πάντα

Μεταξύ των παρακολουθούμενων «ηθικώς υπόπτων», βρέθηκε και στη δεκαετία του 1930 και στη μακαρθική περίοδο ο Τσάρλι Τσάπλιν.

Ο Τσάρλι Τσάπλιν – ο μοναδικός, μέγας, πολυτάλαντος, ανεπανάληπτος στην ιστορία του παγκόσμιου κινηματογράφου δημιουργός – παρ’ ότι οι ταινίες του ήταν το μεγαλύτερο «χρυσωρυχείο» της αμερικάνικης κινηματογραφικής βιομηχανίας, από τη δεκαετία του 1920 ακόμα υπήρξε «στόχος» των σκοταδιστών. Λυσσώντας που «όλες οι ταινίες του γίνανε για τον καταπιεσμένο άνθρωπο», όπως ο ίδιος έλεγε, παρακολουθούσαν, κατασυκοφαντούσαν, διέσυραν από τον Τύπο την προσωπική του ζωή, έστησαν δικαστικές σκευωρίες περί «φοροδιαφυγής», «νόθων παιδιών», «βαναυσότητας» στις συζύγους του και πολεμούσαν τις ταινίες του. Η αντικομμουνιστική λύσσα – και μέσω του Τύπου – μεγάλωσε όταν προβλήθηκε η ταινία του «Ο μεγάλος δικτάτορας» και φούντωσε όταν στις 22/7/1942, στη μεγάλη συγκέντρωση που έγινε στη Μάντισον Σκουέρ Γκάρντιν σε ένδειξη συμπαράστασης στην ΕΣΣΔ, ο Τσάρλι Τσάπλιν εξύμνησε τον τιτάνιο αντιφασιστικό αγώνα της ΕΣΣΔ. Καθώς ο Τσάπλιν δεν έκρυβε τις προοδευτικές ιδέες του και μετά τον πόλεμο, μπαίνει στο στόχαστρο και του μακαρθισμού.

Αμερικάνικη εφημερίδα επιτίθεται στον Τσάπλιν και τους άλλους προοδευτικούς καλλιτέχνες

Οταν το 1947 προβάλλεται η αλληγορική ταινία του «Ο κύριος Βερντού», ο Τσάπλιν δηλώνει: «Ο Βερντού είναι ένας δολοφόνος των μαζών και προσπάθησα να δείξω ότι ο σύγχρονος πολιτισμός μας θά ‘θελε να μας μεταμορφώσει όλους σε δολοφόνους των μαζών. Πάντα ήμουνα αντίθετος στη βία και πιστεύω ότι η ατομική βόμβα είναι το τρομαχτικότερο όπλο και συντηρεί σε τέτοιο βαθμό τη φρίκη και τον τρόμο ώστε ο αριθμός των μισότρελων θα αυξηθεί πάρα πολύ».

Η ταινία σαμποτάρεται σκληρά. Και τα «κοράκια» του Χέις και του μακαρθισμού στον Τύπο και στο Χόλιγουντ (ο Ρόμπερτ Τέιλορ χαρακτήριζε τον Τσάπλιν «πολύ επικίνδυνο κομμουνιστή και διαφθορέα» και ο άλλος ηθοποιός-χαφιές Μενζού κατηγορώντας τον Τσάπλιν είπε «είναι κομμουνιστές όλοι όσοι δεν έχουν αμερικάνικες ιδέες») αναλαμβάνουν τον «πόλεμο» εναντίον του «κόκκινου» Τσάπλιν, που «θαύμαζε την ΕΣΣΔ», «δεν είχε ζητήσει την αμερικάνικη υπηκοότητα», «είναι υπερήφανος που είναι φίλος του αντιναζιστή, κομμουνιστή Γερμανού συνθέτη Χανς Αϊσλερ», «δεν είμαι πολιτικός, είμαι αντικομφορμιστής, αδιόρθωτος ρομαντικός και ενεργητικός οπαδός της ειρήνης», και με τηλεγράφημά του (Νοέμβρης του 1947) ζήτησε από τον κομμουνιστή Πάμπλο Πικάσο «να οργανώσει διαμαρτυρία Γάλλων καλλιτεχνών στην αμερικάνικη πρεσβεία στο Παρίσι κατά της εγκληματικής εκτόπισης που απειλεί τον Χανς Αϊσλερ». (Η διαμαρτυρία έγινε με συμμετοχή πολλών Γάλλων διανοουμένων και καλλιτεχνών).

Στις 12/6/1948 ο βουλευτής Τζον Ράσκιν ζητά την εκτόπιση του Τσάπλιν.

Σκηνή απ’την ταινία «Μοντέρνοι Καιροί»

Τον Οκτώβρη η Επιτροπή Αντιαμερικανικών Ενεργειών τού στέλνει εξώδικο για να καταθέσει. Οι εφημερίδες του αντικομμουνιστή μεγαλοεκδότη Χιρστ γράφουν για «αφόρητη ανάμειξη στις αμερικανικές υποθέσεις του ενός ξένου, πολύ γνωστού για τα ηθικά του αίσχη, τα τεράστια χρέη του, και την ομολογημένη συμπαιγνία του με τους κομμουνιστές». Ο Τσάπλιν απτόητος υπερασπίζεται και άλλους καλλιτέχνες του Χόλιγουντ -θύματα του μακαρθισμού. Οι «ιεροεξεταστές» επιμένουν να του στέλνουν εξώδικα. Αλλά και ο Τσάπλιν επίμονα τα αγνοεί. Ο Τσάπλιν ταξιδεύει στην Ευρώπη προβάλλοντας ταινίες του και θριαμβεύει. Το αντιφασιστικό κίνημα της Ευρώπης τού απονέμει Βραβείο Ειρήνης. Το περιφρονημένο από τον Τσάπλιν μακαρθικό «τέρας» καθώς δεν καταφέρνει να τον βάλει στο χέρι, σχεδιάζει μια προσβλητική απέλασή του. Ομως, πριν προλάβει να την εφαρμόσει, ο Τσάπλιν, το Σεπτέμβρη του 1952, με όλη την οικογένειά του, γύρισε την πλάτη στις ΗΠΑ, σαλπάροντας με το «Βασίλισσα Ελισάβετ» για την Ευρώπη, όπως και άλλοι σπουδαίοι καλλιτέχνες που περιλαμβάνονταν στη μαύρη λίστα, μεταξύ των οποίων και οι Τζόζεφ Λόουζι, Καρλ Φόρμαν, Ζυλ Ντασσέν, Τζον Μπέρι. Πριν απομακρυνθεί το πλοίο από το λιμάνι της Ν. Υόρκης, τα αμερικάνικα ΜΜΕ μετέδωσαν την απόφαση της κυβέρνησης για οριστική απαγόρευση εισόδου του Τσάπλιν στη χώρα, καθώς και τη διενέργεια έρευνας για τις «αντιαμερικάνικες ενέργειές» του και για το πώς διέφυγε του κρατικού ελέγχου το τηλεγράφημα του Τσάπλιν στον Πικάσο.

 
 

Άρθουρ Μίλερ εναντίον Αμερικάνικου Ονείρου

H Μ. Μονρόε με τον σύζηγο της Ά. Μίλερ

Το 1956 ήρθε η σειρά του σεναριογράφου και συζύγου της Μέριλιν Μονρόε, Άρθουρ Μίλερ, να σταθεί μπροστά στην επιτροπή. Μαζί του, καθ’ όλη τη διάρκεια της εξέτασης, ήταν και η Μέριλιν Μονρόε, η οποία συνοδεύοντας έναν φιλο-κομμουνιστή, ρίσκαρε να καταστρέψει τη δική της καριέρα. Η ηθοποιός κατέθεσε υπέρ του συζύγου της και εκμεταλλεύτηκε τη διασημότητα και τη δημοτικότητά της για να μεταπείσει τα μέλη της επιτροπής. Δεν κατάφερε να γλιτώσει το σύζυγό της, αλλά σίγουρα η υποστήριξή της σήμαινε πολλά για εκείνον. Ο Μίλερ αρνήθηκε να δώσει ονόματα, κρίθηκε ένοχος και μπήκε στη μαύρη λίστα.

 

Πράκτορες και καταδότες

Πράκτορες και καταδότες του μακαρθισμού στο Χόλιγουντ ήταν και οι: Λίζα Ρότζερς, κόρη της Τζίντζερ Ρότζερς και του Χάουαρντ Χιούζ. Τζον Γουέιν, πρόεδρος του «Κινηματογραφικού Συνδέσμου Διατήρησης των Αμερικανικών Ιδεωδών». Τσαρλς Κόμπερν, πρώτος αντιπρόεδρος του παραπάνω «Συνδέσμου». Χέντα Χόπερ, δεύτερη αντιπρόεδρος του «Συνδέσμου», η οποία το 1947 περιόδευσε σε όλες τις ΗΠΑ κηρύσσοντας το γενικό μποϊκοτάζ των ταινιών των «κόκκινων». Το ίδιο έκανε και ο Ρόναλντ Ρίγκαν. Οι Λίο ΜακΚάρεϊ (σκηνοθέτης), Γουόρντ Μποντ, Ολίβια ντε Χάβιλαντ, Πολ Λούκας, Ρόμπερτ Τέιλορ, Τζορτζ Μέρφι, Αντολφ Μενζού, ήταν μια ομάδα χαφιέδων – καταδοτών που βρίσκονταν στην πρώτη γραμμή του αντικομμουνιστικού πογκρόμ στο Χόλιγουντ.

 

Στις 24 Οκτωβρίου 1947, ο δημιουργός του θρυλικού Μίκυ Μάους, Γουόλτ Ντίσνεϊ, καταθέτει ενώπιον της Επιτροπής Αντιαμερικανικών Δραστηριοτήτων, καταδεικνύοντας ως κομμουνιστές καλλιτέχνες του Χόλλυγουντ για λογαριασμό του Τζέι Έντγκαρ Χούβερ. Μυστικός πράκτορας και πληροφοριοδότης του FBI ήδη από το Νοέμβριο του 1940, ο Γουόλτ Ντίσνεϊ αποδείχτηκε ακραίος αντισημίτης κι αντικομμουνιστής.

H αποκάλυψη έγινε με τη δημοσιοποίηση εγγράφων από τον Μαρκ Έλιοτ, συγγραφέα της βιογραφίας του Γουόλτ Ντίσνεϊ «Ηollywood’s Dark Prince», των οποίων η αυθεντικότητα εξακριβώθηκε. Ο Ντίσνεϊ εργαζόταν για λογαριασμό της Επιτροπής Αντιαμερικανικών Δραστηριοτήτων που διερευνούσε κατά πόσον «αντιαμερικανικές» ιδεολογίες είχαν παρεισφρύσει στους αμερικανικούς θεσμούς και ειδικότερα κατά πόσο κομμουνιστικές ιδέες είχαν διεισδύσει στον κινηματογράφο.

Με τη συνδρομή του αρκετοί καλλιτέχνες μπήκαν στη «μαύρη λίστα» της Επιτροπής και παρακολούθησαν την καριέρα τους να καταστρέφεται. Και μάλιστα το 1950 καταδικάστηκαν δέκα σεναριογράφοι και σκηνοθέτες για προσβολή προς το Κογκρέσο, επειδή τρία χρόνια νωρίτερα είχαν αρνηθεί να εμφανιστούν ενώπιον της Επιτροπής, επικαλούμενοι το συνταγματικό δικαίωμα της ελεύθερης γνώμης.

Σκίτσο των απεργών του 1941

Ο μεγάλος δημιουργός αντιτάχθηκε στις απεργίες του 1941, θεωρώντας ότι τις υποκινούσε κομμουνιστικός δάκτυλος, και κατηγόρησε αριστερούς συνεργάτες του ότι προσπάθησαν να χρησιμοποιήσουν τον Μickey για να περάσουν «την κομμουνιστική τους προπαγάνδα». Σύμφωνα με τον Μαρκ Έλιοτ, οι εργαζόμενοι αυτοί δεν βρήκαν ξανά δουλειά σε αυτήν την βιομηχανία.

Ο Ντίσνεϊ περιγράφεται επίσης ως ο εργοδότης που μπορούσε να απολύσει έναν Εβραίο υπάλληλό του μόνο και μόνο επειδή είχε μεγάλη μύτη, μία ρατσιστική διάθεση την οποία περιγράφει κι ο μοναδικός έγχρωμος εργαζόμενός του ως προσωπικός του λούστρος για 25 χρόνια.

Ο «σκοτεινός πρίγκιπας» της γιγαντιαίας βιομηχανίας διετέλεσε κατάσκοπος της επιτροπής για 25 χρόνια, από το 1940 έως το τέλος της ζωής του.

 

Το Χόλιγουντ σοκαρίστηκε όταν ο Έλληνας σκηνοθέτης, Ελία (Ηλίας) Καζάν, κατέδωσε με μεγάλη ευκολία πολλούς απ’ τους συνεργάτες του, το 1952. Ο Καζάν είχε υπάρξει μέλος του αμερικάνικου κομμουνιστικού κόμματος για ενάμισι χρόνο, το 1934. Ρωτήθηκε για τους συντρόφους του την περίοδο εκείνη και αρχικά δεν απάντησε, αλλά αργότερα έδωσε οχτώ ονόματα στενών φίλων και συνεργατών του. Αν και τα άτομα ήταν ήδη στη «Μαύρη Λίστα», ο Καζάν στιγματίστηκε ως καταδότης και έχασε μακροχρόνιες φιλίες.

Το 1954 κυκλοφόρησε η ταινία του, με τίτλο «Το Λιμάνι της Αγωνίας». Πολλοί θεώρησαν ότι ήταν μια προσπάθεια του Καζάν να δικαιολογήσει την προδοσία του. Οι βασικότεροι συντελεστές, όπως ο σεναριογράφος Μπαντ Σούλμπεργκ και ο πρωταγωνιστής, Λι Τζέι Κομπ, ήταν επίσης γνωστοί καταδότες. Η ταινία κέρδισε οχτώ Όσκαρ, συμπεριλαμβανομένου της καλύτερης ταινίας, της σκηνοθεσίας για τον Καζάν και σεναρίου για τον Σούλμπεργκ. Στα απομνημονεύματά του, ο Καζάν έγραψε αναφερόμενος στον εαυτό του, ότι εξαιτίας της κατάθεσής του, «το μεγάλο όνομα έγινε αουτσάιντερ»

 

Το 1989, ο Ηλίας Καζάν προτάθηκε για το «Οσκαρ» του συνολικού έργου δημιουργού από την Αμερικανική Ακαδημία Κινηματογράφου, αλλά απορρίφθηκε κατηγορηματικά. Ο Καζάν, αν και δεν κινδύνευε η ισχυρότατη καριέρα του κατέδωσε στην Επιτροπή Αντιαμερικανικών Ενεργειών (στις 10/4/1952) οκτώ καλλιτέχνες – παλιούς συνεργάτες και συντρόφους του στο ΚΚ ΗΠΑ, μεταξύ των οποίων ο βραβευμένος συγγραφέας Κλίφορντ Οντετς και η ηθοποιός Πόλα Στράσμπεργκ και ο Ζυλ Ντασέν.

Ο Καζάν, σημειώνει ο Πάτρικ Γκόλντιστιν, σε άρθρο του στους «Λος Αντζελες Τάιμς» το 96, μετά την κατάδοσή του, «ξεκίνησε έναν αντικομμουνιστικό πόλεμο, με μια ολόκληρη σελίδα που του παραχώρησαν οι “Νιου Γιορκ Τάιμς”» και προσπαθώντας να δικαιολογήσει την προδοσία του στα μάτια του κορυφαίου δραματουργού Αρθουρ Μίλερ, ισχυρίστηκε ότι τα ονόματα που έδωσε «τα είχαν μαρτυρήσει ήδη ή θα τα μαρτυρούσαν άλλοι»!

Συγκέντρωση ενάντια στο Όσκαρ του Καζάν

Τελικά, το 1999, το κινηματογραφικό κατεστημένο απένειμε το «Οσκαρ» στον Ε. Καζάν, παρά τη θυελλώδη κατακραυγή των ζώντων καλλιτεχνών – θυμάτων του μακαρθισμού, νεότερων προοδευτικών καλλιτεχνών και συγγενών των πεθαμένων θυμάτων του μακαρθισμού, μεταξύ των οποίων ήταν και οι εξής: Ο Σον Ντάνιελ, παραγωγός, γιος του διωκόμενου συγγραφέα. Ο συγγραφέας Κρίστοφερ Ντάλτον, γιος του σεναριογράφου Ντάλτον Τράμπο, που έμεινε χρόνια στη φυλακή. Η Πόλα Γουάινστάιν, κόρη της διωκόμενης παραγωγού Χάνα Γουάινστάιν. Και, βέβαια, ο πολυβραβευμένος σεναριογράφος Ουόλτερ Μπερνστίν.

Κατά τη διάρκεια της τελετής, οι αντιδράσεις ήταν ποικίλες. Αρκετοί αστέρες του Χόλιγουντ τον χειροκρότησαν, ενώ κάποιοι, που δεν είχαν ξεχάσει την προδοσία, αντέδρασαν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι Νικ Νόλτε και Εντ Χάρις, που δεν σηκώθηκαν καν από το κάθισμά τους, όταν ο Καζάν παραλάμβανε το χρυσό αγαλματίδιο από τον Μάρτιν Σκορτσέζε.

 

Ο Νόλτε σε συνέντευξη του το 2011 έλεγε τα εξής: «Ο Μάρτι και ο Μπόμπι (σ.σ.: παρατσούκλι του Ντενίρο) τον έβγαλαν στη σκηνή. Δεν το ήξερα αυτό, δεν ήξερα ότι εκείνοι θα τον παρουσιάσουν. Οχι ότι θα άλλαζε η απόφασή μου. Υπάρχουν εκείνοι που το παίζουν καλοί και χειροκροτούν. Τους ξέρεις αυτούς τους τύπους – ο Σπίλμπεργκ, ο Τομ Χανκς κάτι καλά παιδιά που δε θέλουν φασαρίες. Αλλά για τον Εντ Χάρις, για μένα και για μερικούς άλλους δεν είναι έτσι τα πράγματα. Δεν υπήρχε περίπτωση να χειροκροτήσουμε…»

 

Το ίδιο συνέβαινε και έξω από την αίθουσα, όπου βρίσκονταν τόσο υποστηρικτές, όσο και διαδηλωτές εναντίον του.

Την κατάδοση του Καζάν ακολούθησε καταιγισμός εξωδίκων σε πολλές δεκάδες κομμουνιστές και άλλους προοδευτικούς καλλιτέχνες του Χόλιγουντ (συγγραφείς, σκηνοθέτες, σεναριογράφους, ηθοποιούς) και τους πίεσε να αποκηρύξουν τον κομμουνισμό και να καταδώσουν όσους κομμουνιστές γνώριζαν. Τα αφεντικά των κινηματογραφικών εταιριών ζήτησαν από τους εργαζόμενους (καλλιτέχνες, τεχνικούς, κλπ.) να συνεργαστούν με την Επιτροπή, γιατί «αν αρνηθούν να καταθέσουν θα μπουν στη μαύρη λίστα και αυτό θα σημάνει την επαγγελματική αυτοκτονία τους». Και αυτό, ακριβώς, έγινε.

 

Εκτός του Ε. Καζάν και του Ντίσνευ καταδότης έγινε και ο Τζιρόμ Ρόμπινς. Ρόλο καταδότη έπαιξαν και οι εξής παραγωγοί: Ο Τζακ Γουόρνερ (Warner Bros), ο οποίος καυχήθηκε ότι το «στούντιό του καθαρίστηκε σχολαστικά από τους κομμουνιστές». Ο παραγωγός Λουί Μάγιερ (Metro-Goldwyn-Mayer), ο οποίος αφού κατέδωσε αρκετούς συγγραφείς ως «κομμουνιστές», τόνισε: «Κατά τη γνώμη μου κύριε πρόεδρε, τσακίστηκαν οι κομμουνιστές». Ο παραγωγός Ντάριλ Ζανούκ, ο οποίος υποσχόταν ότι δε θα απολυθεί κανένας από τους εργαζόμενους (από το καλλιτεχνικό, τεχνικό, βοηθητικό προσωπικό του) που ήταν στη μαύρη λίστα, τελικά με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρίας του απέλυσε όλους τους «ύποπτους», αντίθετα από τον Σάμουελ Γκόλντουιν (Metro-Goldwyn-Mayer), ο οποίος τήρησε το λόγο του και δεν απέλυσε κανέναν. Η διοίκηση του Σωματείου των συγγραφέων, δημιούργημα αριστερών δημιουργών (όπως και το σωματείο των κινηματογραφικών ηθοποιών) συνεργάστηκε με την Επιτροπή, παραδίδοντάς της όλα τα αρχεία του από το 1930.

Δυστυχώς και ένας από τους «Δέκα του Χόλιγουντ», οι οποίοι καταδικάστηκαν σε φυλακή επειδή αρνήθηκαν να συνεργαστούν με την Επιτροπή, ο Εντουαρντ Ντμίτρικ, για να βγει από τη φυλακή, δέχτηκε να συνεργαστεί.

Τέλος η περίπτωση του Ρίτσαρντ Κόλινς θα μπορούσε να είναι αρχαία ελληνική τραγωδία. Ο Κόλινς ήταν πετυχημένος σεναριογράφος του Χόλυγουντ και αφοσιωμένος κομμουνιστής τη δεκαετία του ’30. Ήταν απ’ τα πρώτα ονόματα στη «Μαύρη Λίστα». Πολύ γρήγορα όμως, κατέδωσε φίλους, συνεργάτες, ακόμα και τη γυναίκα του. Ήταν η ηθοποιός Ντόροθι Κόμινγκορ, γνωστή για το ρόλο της στον «Πολίτη Κέιν» του Όρσον Γουέλς. Η Κόμινγκορ αρνήθηκε πεισματικά να δώσει ονόματα και ο «καλός Αμερικάνος», Ρίτσαρντ Κόλινς, της ζήτησε διαζύγιο. Και το πήρε. Ο Κόλινς έκτοτε έμεινε γνωστός στο Χόλυγουντ όχι για το συγγραφικό του ταλέντο, αλλά ως ένας απ’ τους μεγαλύτερους δοσίλογους του Μακαρθισμού

 

Το 1991 γυρίστηκε η ταινία «Ένοχος Χωρίς Αποδείξεις», με πρωταγωνιστή τον Ρόμπερτ Ντε Νίρο. Η ταινία βασίστηκε στην ιστορία του Κόλινς, με μόνη διαφορά ότι στο τέλος ο κινηματογραφικός Κόλινς αρνήθηκε να μιλήσει.

 

Δαυίδ εναντίων Γολιάθ

Μεταξύ 1953 και 1954, εν μέσω της αντικομμουνιστικής υστερίας του Τζο Μακάρθι, μέσα στα σπλάχνα του CBS (κεντρικός αγωγός δημοσιογραφικών πληροφοριών του συστήματος και επιρροής εκατομμυρίων θεατώ) γίνεται κάτι ανατρεπτικό. Μέσα σ’ αυτό το ασφυκτικό πολιτικό πλαίσιο, όπου ακόμα και η δεκάρα υπέρ του ανατολικού μετώπου εθεωρείτο πράξη

αντιπατριωτική και κομμουνιστική, μια χούφτα δημοσιογράφοι τηλεοπτικής εκπομπής αποφασίζουν να αναμετρηθούν με το τέρας. Αρχισυντάκτης ο Φρεντ Φρέντλι, παρουσιαστής ο ατσαλάκωτος, σιδερωμένος, φρεσκοξυρισμένος, ο κομψός σαν λόρδος, μανιακός καπνιστής, με το όνομα Έντουαρντ Μόροου, παραδίπλα ο ρεπόρτερ Τζο Γουέρσμπα, η Σέρλεϊ Γουέρσμπα και δυο-τρεις άλλοι εκ των οποίων ο ένας μέλος του ΚΚ ΗΠΑ.

Ο δημοσιογράφος του CBS Εντουαρντ Μόροου

Αφορμή για την αναμέτρηση μια μικρή είδηση. Μέσα στις δεκάδες που έπεφταν στις τυπωμένες σελίδες εκείνων των ημερών. Αξιωματικός της πολεμικής αεροπορίας με όνομα σερβικό απολύεται με συνοπτικές διαδικασίες λόγω υποψιών. Ποιος το λέει αυτό; Ένας φάκελος απόρρητος, κρυφός. Κανείς κατήγορος δεν αποκαλύπτει το περιεχόμενό του και κανείς δεν αναφέρει το ονοματολόγιο των πηγών του. Έτσι επειδή δεν μας αρέσει η φάτσα του και δεν γουστάρουμε το όνομά του. Ο Μόροου με την υποστήριξη του αρχισυντάκτη του, με όλη την ομάδα από πίσω του, με ρίσκο να βρεθεί στον δρόμο από το αφεντικό του, ορθώνει το ανάστημά του και τολμάει μόνος εναντίον του Μακάρθι. H συνέχεια μοιάζει με μάχη. Μέσα και έξω από το κανάλι. Το αφεντικό του απειλητικά τού υπενθυμίζει οτι «εγώ υπογράφω τις επιταγές σου». Το επιχείρημά του συνηθισμένο και τυποποιημένο. Να κάνει αντικειμενικά τη δουλειά του. Δηλαδή, να αντιγράφει τις κυβερνητικές ανακοινώσεις. Να μην παίρνει θέση. Απόσταση και ουδετερότητα. Όμως, ο λεπτεπίλεπτος και εξωτερικά εύθραυστος Εντ Μόροου έχει αποφασίσει να βάλει τον λαιμό του στην γκιλοτίνα του μακαρθισμού και του CBS. Και προσκαλώντας τον Μακάρθι σε μια δημόσια αντιπαράθεση, του ρίχνει το γάντι. Ο «αδιάφθορος» γερουσιαστής που με τις πλάτες του συστήματος και με τις δημόσιες «ακροάσεις», που έμοιαζαν με στρατοδικεία χούντας, έστειλε στις φυλακές, στους δρόμους, ακόμα και στον τάφο την αφρόκρεμα της δημόσιας ζωής των ΗΠΑ, αρπάζει την ευκαιρία και αντί για συνέντευξη αρχίζει να διαβάζει ένα κατεβατό κατηγοριών εναντίον του Μόροου ως συνοδοιπόρου του κόκκινου κινδύνου και του Κρεμλίνου. Τα παραπάνω γεγονότα παρουσιάζονται πολύ παρασταστικά στην 2η κινηματογραφική απόπειρα του Τζορτζ Κλούνεϊ το «Καληνύχτα και καλή τύχη» του 2005. Φράση με την οποία εκλεινε τις εκπομπές του ο Μόροου.

 

Ο Μακαρθισμός στο Σελιλόιντ

Χρειάστηκε να περάσουν περίπου δύο δεκαετίες για να αρχίσει, από κάποιους τολμηρούς δημιουργούς του κινηματογράφου, μια προσπάθεια αποκάλυψη – με ντοκιμαντέρ και ταινίες – του πολυάνθρωπου μακαρθικού εγκλήματος στο Χόλιγουντ. Αξίζει να αναφέρουμε τους τίτλους αυτών των ταινιών: «Point of order!» (1964), «McCarthy: Death of a Witch Hunter» (1971) του Emile de Antonio). «Fear on Trial» (1975) του Lamont Johnson. «Hollywood on Trial» («Το Χόλιγουντ δικάζεται», 1976), σε σκηνοθεσία Ντέιβιν Χέλπερν, σενάριο Αρνι Ράισμαν, παραγωγή Τζέιμς Γκούντμαν. Το σπουδαίο αυτό ντοκιμαντέρ, προβλήθηκε στην Αθήνα στις αρχές της δεκαετίας του 1980. Παρότι το «Αττικόν» γέμιζε σε όλες τις προβολές της, η ταινία παίχτηκε μόνο μια βδομάδα κι έπειτα… εξαφανίστηκε. Δε διανεμήθηκε σε καμιά άλλη αίθουσα. Το 1976 γυρίζεται και η μυθοπλαστική – αυτοβιογραφική και ετερογραφική – ταινία «The front» των διακεκριμένων κομμουνιστών δημιουργών – θυμάτων του μακαρθισμού. Του σκηνοθέτη Μάρτιν Ριτ και του σεναριογράφου Ουόλτερ Μπερνστίν. Πρωταγωνιστές ήταν ο Γούντι Αλεν και ο Ζίρο Μόστελ θύμα και αυτός του μακαρθισμού. (Η ταινία, με μακρόχρονη καθυστέρηση, παίχτηκε στην Ελλάδα). Το «Tail Gunner Joe» (1977) του Jud Taylor. «Fellow traveler» (1989) του Philip Saville, το «Guilty by Suspicion» (1991) του Irvin Winkle και «Citizen Cohn» (1992) του Frank Pierson, το «Καληνύχτα και καλή τύχη» (2005) του Τζορτζ Κλούνεϊ, που αναφέραμε παραπάνω και η ταινία «Τράμπο» (2015) του Τζέι Ρόουτς.

Ο Ντάλτον Τράμπο κατευθυνόμενος προς την φυλακή το 1950 επειδή αρνήθηκε να καταθέσει ενώπιον της Επιτροπής

 

Η αποκαλυπτικότερη μαρτυρία

Ο Ουόλτερ Μπερνστίν, όντας φοιτητής έγινε μέλος της Ενωσης Νέων Κομμουνιστών. Δημοσιογραφούσε στην εφημερίδα του ΚΚ ΗΠΑ και σε άλλα κομμουνιστικά έντυπα. Στο ΚΚ ΗΠΑ παρέμεινε έως τα τέλη της δεκαετίας του 1950. Σήμερα δε μετανιώνει για τις ιδέες και τον αγώνα του «για έναν καλύτερο κόσμο» και τονίζει ότι και «τώρα ενάντια στις αντιξοότητες, συνεχίζουμε να ελπίζουμε. Πάντα υπάρχει κάτι που γι’ αυτό αξίζει να πολεμάς».

Ηταν για οκτώ χρόνια στη μαύρη λίστα για καλλιτέχνες του Χόλιγουντ (η λίστα αυτή περιλάμβανε 324 ονόματα) και έντεκα στη μαύρη λίστα για εργαζόμενους καλλιτέχνες στα ραδιοφωνικά και τηλεοπτικά κανάλια. Το όνομά του καταγραφόταν συνολικά σε οκτώ εκδόσεις της μαύρης λίστας.

Μια μορφή της ήταν το φυλλάδιο «Red Channels», το οποίο με υπότιτλο «Ο φάκελος της κομμουνιστικής επιρροής στο ραδιόφωνο και στην τηλεόραση», περιείχε λίστα 151 ονομάτων ηθοποιών, σκηνοθετών, συγγραφέων, μουσικών, σκηνογράφων, που δούλευαν σε ραδιοτηλεοπτικά κανάλια. Ο Μπερνστίν ήταν στη λίστα για το Χόλιγουντ και σε άλλες εκδόσεις της μαύρης λίστας: Μελών του ΚΚ ΗΠΑ, των δημοσιογράφων και των εξής οργανώσεων υποστήριξης: των Δημοκρατικών στον Ισπανικό Εμφύλιο, των μαύρων βετεράνων στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, της Αμερικανο-Σοβιετικής Φιλίας, της Ρώσικης Περίθαλψης Πολέμου.

Για δέκα χρόνια (1947-1957) τον παρακολουθούσαν πράκτορες (του FBI και άλλοι). Παρά τις πολύμορφες πιέσεις και το φάσμα της πείνας, δεν παρουσιάστηκε ποτέ στην Επιτροπή Αντιαμερικανικών Ενεργειών. Ζώντας μισοπαράνομος δούλευε πότε πότε (έγραφε κινηματογραφικά και τηλεοπτικά σενάρια), όπως και άλλοι σύντροφοί του, σπουδαίοι σκηνοθέτες και σεναριογράφοι, κρυμμένος πίσω από τα ανδρικά και γυναικεία ονόματα άγνωστων, άσχετων, ή ατάλαντων ανθρώπων, οι οποίοι υπέγραφαν τα συμβόλαια και έπαιρναν σημαντικό ποσοστό από τις αμοιβές-ψιχία που έδιναν οι εταιρίες σε πρωτοεμφανιζόμενους σεναριογράφους. Ο Μπερνστίν ήταν σπουδαίος σεναριογράφος κι έτσι μπόρεσε να βρει αρκετές «βιτρίνες». Το πρώτο όνομα «βιτρίνα» του Μπερνστίν ήταν «Πολ Μπάουμαν».

«Το να είσαι στη μαύρη λίστα δεν ήταν καθόλου ηρωικό. Ηταν φόβος και οργή και πόνος», λέει, προλογικά, ο Ουόλτερ Μπερνστίν. Το 1949 η ηγεσία του ΚΚ ΗΠΑ καταδικάστηκε με το νόμο Σμιθ. Το 1950 το Κογκρέσο Βιομηχανικών Οργανώσεων διαγράφει τα αριστερά συνδικάτα και ψηφίζει το νόμο Μακάραν, ο οποίος επέτρεπε στον πρόεδρο των ΗΠΑ να διατάσσει συλλήψεις και φυλακίσεις «επικίνδυνων Αμερικανών». Η κλιμακούμενη, το 1950, εκστρατεία του Μακάρθι έφτιαξε ακόμη – ανάμεσα στις πάμπολλες άλλες για όλα τα επαγγέλματα – μαύρη λίστα, που περιλάμβανε «250 κομμουνιστές-υπαλλήλους του Στέιτ Ντιπάρτμεντ».

Αντικομμουνιστικό σκίτσο της εποχής

«Αν ήθελες να ξεφύγεις από τη μαύρη λίστα έπρεπε να γίνεις καταδότης. Δεν μπορούσες να μιλήσεις στην επιτροπή ή στα διάφορα κέντρα αποχαρακτηρισμού μόνο για τον εαυτό σου. Αυτό που ήθελαν ήταν ονόματα και αυτό το έλεγαν πληροφορίες. Είχαν ήδη όλες τις πληροφορίες. Είχαν και τα ονόματα. Αυτό που ήθελαν ήταν, με το δικό σου όνομα, να δείξουν τη δική τους δύναμη και τη δική σου υποταγή. Χρειάζονταν να δείξουν ότι κι εσύ ήσουν με το μέρος τους», τονίζει ο Ουόλτερ Μπερνστίν και σημειώνει ότι η λίστα «συμπεριλάβαινε μεταξύ άλλων, συνδικαλιστές, γιατρούς, ακαδημαϊκούς, κυβερνητικούς υπαλλήλους, νοικοκυρές, καλλιτέχνες και ανθρώπους του θεάματος. Οι κομμουνιστές δαιμονοποιήθηκαν, οι φιλελεύθεροι περιθωριοποιήθηκαν. Οι σπιούνοι ήταν άφθονοι ή έτσι φαινόταν. Τα συνθήματα αφθονούσαν: “Καλύτερα νεκρός παρά κόκκινος”. “Φυλάξου από τον κόκκινο κάτω από το κρεβάτι σου”».

 
 

Ανθρωποφαγισμός και προπαγάνδα

Ο μακαρθισμός δεν αρκέστηκε στις διώξεις των κομμουνιστών και στην περιθωριοποίηση κάθε προοδευτικού στοιχείου στο Χόλιγουντ. Παρήγαγε και αντικομμουνιστικές ταινίες, με την ανοχή αν όχι με τις ευλογίες των μεγάλων χολιγουντιανών εταιριών. «Το σιδηρούν παραπέτασμα», «Η κόκκινη απειλή», «Εζησα τρεις ζωές (I Was a Communist for the FBI )», «Παντρεύτηκα έναν κομμουνιστή», «Η μάνα του προδότη» και άλλα πανάθλια, και από κινηματογραφική άποψη, κατασκευάσματα, που παρουσίαζαν «μια ευκολόπιστη Αμερική στα πρόθυρα της αρπαγής της από τους ανελέητους κομμουνιστές, παρόλο που μερικοί από αυτούς φαίνονταν ή εντελώς βλάκες ή σε τρομακτικά χάλια», όπως ειρωνικά σημειώνει ο Ουόλτερ Μπερνστίν. Και επισημαίνει ότι οι ΗΠΑ «για ιμπεριαλιστικούς λόγους, και για να κάνουν τον ψυχρό πόλεμο να φαίνεται αναγκαίος, χρειάζονταν και την αντικομμουνιστική προπαγάνδα και τον τρόμο της μαύρης λίστας».

 

Αφίσα της ταινίας «Η κόκκινη απειλή»

«Οι άνθρωποι της μαύρης λίστας εξοστρακίζονταν από τα επαγγέλματά τους. Γιατροί έχαναν τα ευεργετήματα του νοσοκομείου. Δικηγόροι εκδιώκονταν από τις εταιρίες και γίνονταν πωλητές. Δάσκαλοι πήγαιναν σε σχολές για να γίνουν θεραπευτές, αυτοί ήταν οι τυχεροί. Οι περισσότεροι έπιαναν όποια δουλειά έβρισκαν, πουλούσαν από πόρτα σε πόρτα ή οδηγούσαν ταξί. Στη δουλειά δεν υπήρχε ντροπή, αλλά οργή και απελπισία. (…) Σαν μια αρρώστια που χτυπάει το ανοσοποιητικό σύστημα, η μαύρη λίστα άνοιγε το δρόμο για δευτερεύουσες μολύνσεις. Κατέστρεφε την κρίση και εξασθένιζε την κριτική. (…)Οι ψευδορκίες παραβλέπονταν, επινοούνταν βλαβερά σενάρια στα οποία ο μύθος ήταν συνώνυμος με το γεγονός και το κόκκινο κυνηγητό εξισούνταν με τον πατριωτισμό. (…)Μερικοί της μαύρης λίστας πέθαναν, επειδή το πήραν κατάκαρδα. Κάποιοι σαν τον Φιλ Λεμπ, αυτοκτόνησαν. Αλλοι άφησαν το κορμί τους να καταστραφεί ανεπανόρθωτα. Περισσότερο είχαν χτυπηθεί οι ηθοποιοί. Ο εξοστρακισμός τούς πλήγωσε πολύ, σχεδόν όσο η φτώχεια». Ο Μπερνστίν ξέροντας ότι οι συγγραφείς -σεναριογράφοι ευκολότερα, και οι σκηνοθέτες δυσκολότερα, είχαν κάποιες ευκαιρίες να κρυφτούν πίσω από «βιτρίνες», θλίβεται και το επαναλαμβάνει – παραθέτοντας και ονόματα – ότι τα μεγάλα θύματα ήταν οι ηθοποιοί, αφού η δική τους τέχνη δεν μπορεί να κρυφτεί πίσω από άλλο πρόσωπο και όνομα. Πολλοί ηθοποιοί ρημάχτηκαν και χάθηκαν για πάντα.

 
 

Αγώνας επιβίωσης

Ο Μπερνστίν υπήρξε κατά κάποιο τρόπο μεταξύ των λίγων «τυχερών». Αυτών που δεν μπόρεσαν να χαρούν δημόσια το έργο τους, αλλά επέζησαν και δεν αχρηστεύτηκαν σαν δημιουργοί. Είχε την τύχη να σμίξει με δυο σπουδαίους, επίσης διωκόμενους κομμουνιστές συγγραφείς-σεναριογράφους, τον Αρνολντ Μάνοφ και τον Αβραάμ Πολόνσκι. Οι τρεις σεναριογράφοι συνέγραφαν κινηματογραφικά και τηλεοπτικά σενάρια, κρυμμένοι πίσω από τη «βιτρίνα» που για κάποιο διάστημα είχε μόνον ο ένας από τους τρεις. Οταν είχαν αρκετές σεναριακές προτάσεις, έδιναν τη δουλειά τους σε άλλους διωκόμενους, αναπτύσσοντας μια αρκετά ευρείας κλίμακας σωτήρια αλληλεγγύη μεταξύ των σεναριογράφων και σκηνοθετών της μαύρης λίστας. Στα ονόματα αυτά, μεταξύ άλλων, συμπεριλαμβάνονταν και οι βραβευμένοι με «Οσκαρ»: Μάρτιν Ριτ, Ρινγκ Λάρντνερ, Γουάλντο Σολτ, Αϊαν ΜακΛέλαν Χάντερ, Τζόζεφ Λόουζι, Τζον Μπέρι, Σάι Εντφιλντ.

Το να βρεθεί «βιτρίνα» κάθε άλλο παρά εύκολο ήταν. Οπως υπογραμμίζει ο Μπερνστίν «υπήρχαν πολλοί λόγοι που οι άνθρωποι δεν μπορούσαν να κάνουν για πολύ τη βιτρίνα. Το να είσαι βιτρίνα είναι πολύ απαιτητικό. Ηταν αφύσικο, μια παραβίαση του εγώ. Επρεπε να προσποιείσαι διαρκώς ότι είσαι αυτό που δεν ήσουν. Ο Πολόνσκι πίστευε πάντα ότι οι βιτρίνες μας έσωσαν τη ζωή, ενώ εμείς καταστρέψαμε τη δική τους». Ο «ανταρτοπόλεμος» της επιβίωσης με «βιτρίνες» για πολλούς διωκόμενους κράτησε μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1950. Για μερικούς και μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1960.

Ο Μακάρθι είχε μεν πεθάνει, αλλά, όπως τονίζει ο Μπερνστίν, όπως ήθελαν τα μακροπρόθεσμα σχέδια του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, «τη ζημιά την είχε κάνει. Ο φόβος έγινε εσωτερικός. Οι επιστήμονες σιωπούσαν. Οι διανοούμενοι σταμάτησαν να θέτουν ερωτήσεις στην κοινωνία».

Χαρακτηριστική είναι και η επαγγελματική εξουθένωση του βραβευμένου Ντάλτον Τράμπο (ήταν στους «Δέκα»). Μετά την αποφυλάκισή του, κανείς δεν του έδινε δουλειά. Το 1956 στην τελετή των «Οσκαρ», ανακοινώθηκε η απονομή του «Οσκαρ» σεναρίου σε κάποιον Ρόμπερτ Ριτς. Ο βραβευμένος δε βρέθηκε στην αίθουσα για να παραλάβει το βραβείο του, γιατί, απλούστατα, επρόκειτο για τον διωκόμενο Ντάλτον Τράμπο.

Να αναφέρουμε, επίσης, και τους φημισμένους προοδευτικούς καλλιτέχνες, που αντιδρώντας στο μακαρθισμό έπεσαν για αρκετό διάστημα σε επαγγελματική δυσμένεια: Τζον Χιούστον, Κάθριν Χέμπορν, Σπένσερ Τρέισι, Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ, Λορίν Μπακόλ.

 
 

Κυνήγι μαγισσών και στο θέατρο…

Θα ήθελα να κάνω και μια μικρή αναφορά στην ταινία του εξαιρετικού Αμερικανού ηθοποιού – σκηνοθέτη Τομ Ρόμπινς «Cradle will rock», με ελληνικό τίτλο «Οι αντάρτες του Μπροντγουέι»

Σκηνή από την ταινία με τον Tommy Crickshaw (Μπιλ Μάρεϊ), έναν εγγαστρίμυθο μαριονετίστα

Ταινία, που χωρίς παραχαράξεις, «απαθανατίζει» ιστορικά πρόσωπα και δραματικότατα γεγονότα της ιστορίας του Αμερικανικού Θεάτρου στη δεκαετία του ’30. Γεγονότα -«πρόδρομοι» της μεταπολεμικής, μακαρθικής «Επιτροπής Αντιαμερικανικών Ενεργειών», τα οποία καθόρισαν και καθορίζουν την εξάρτηση του αμερικανικού θεάτρου και κινηματογράφου από το κέρδος. Και πρόσωπα που σκόπιμα ξέχασε η αμερικανική θεατρική ιστοριογραφία.

 

Ο Τιμ Ρόμπινς (σενάριο, σκηνοθεσία) φιλοδόξησε – και το πέτυχε – να δείξει όλη και πολύπλευρα την ιστορική αλήθεια της Αμερικής του μεσοπολέμου, για: Τις στρατιές εκατομμυρίων πεινασμένων και άστεγων ανέργων. Τη χλιδή των κεφαλαιοκρατών. Τις δοσοληψίες τους με τον ιταλικό φασισμό (οικονομική ενίσχυση και εξοπλισμό του), ακόμα και με παράνομη αγοραπωλησία Αναγεννησιακών έργων τέχνης. Τους καλλιτέχνες και δημοσιογράφους – λακέδες του αμερικανικού κεφαλαίου και του Μουσολίνι. Τους «φιλότεχνους» μεγιστάνες, λ.χ. Ροκφέλερ, ο οποίος κατέστρεψε την τεράστια τοιχογραφία που φιλοτέχνησε στο Μέγαρό του ο κορυφαίος ζωγράφος της επανάστασης του μεξικάνικου λαού, ο κομμουνιστής Ντιέγκο Ριβέρα, επειδή η τοιχογραφία του οραματιζόταν την επανάσταση του παγκόσμιου προλεταριάτου και υμνούσε τους Μαρξ, Ενγκελς, Λένιν. Μια ταινία – καταγγελία του αμερικανικού αντικομμουνισμού και πολύμορφου ρατσισμού. Τον αγώνα των συνδικάτων. Την εξαθλίωση χιλιάδων καλλιτεχνών, αλλά και τον αγώνα πλήθους αριστερών και προοδευτικών καλλιτεχνών για ένα θέατρο του λαού και για το λαό. Αγώνας που τιμωρήθηκε απηνώς.

O Μπλιτζστάιν και το καστ του “The Cradle Will Rock” (1937)

Ο Ρόμπινς, μετά από δίχρονη έρευνα στα Αρχεία του Κογκρέσου (κατάθεση της Χόλι Φάλαγκαν και άλλων), σε «θαμμένες» πηγές και μαρτυρίες (λ.χ. του Λέοναρντ Μπερνστάιν), ιστόρησε άγνωστες «σελίδες» του αμερικανικού θεάτρου, έβγαλε από την αφάνεια και τίμησε αδικαίωτους και συκοφαντημένους ανθρώπους καλλιτέχνες (λ.χ. ο συνθέτης Μαρκ Μπλιτζστάιν). Καλλιτέχνες, οι οποίοι στη δεκαετία του ’30 πρωτοστάτησαν για ένα θέατρο της κοινωνικής αφύπνισης, το 1936 κατηγορήθηκαν ως «κομμουνιστές» από την «Επιτροπή Αντιαμερικανικών Ενεργειών», απολύθηκαν και είδαν να συντρίβεται μια μεγάλη εργασιακή και καλλιτεχνική κατάκτησή τους. Το «Ομοσπονδιακό Θέατρο» («Federal Theater Project»).

Αφορμή του «χτυπήματος» ήταν το εξής γεγονός: Το 1936, ο 22χρονος πρωταγωνιστής και σκηνοθέτης του «Ομοσπονδιακού Θεάτρου», Ορσον Γουέλς, άρχισε πρόβες για το ανέβασμα, στο «Maxine Elliot Theater», του μουσικού έργου «Cradle will rock», του νέου Εβραίου συνθέτη – λιμπρετίστα, αριστερού και θαυμαστή του μπρεχτικού θεάτρου, Μαρκ Μπλιτζστάιν. Η Επιτροπή θεώρησε το έργο «κατηγορώ» κατά του κεφαλαίου, κάλεσε σε απολογία και απέλυσε την Φάλαγκαν, σταμάτησε τις δοκιμές, έξωσε το θίασο και απαγόρευσε το έργο. Ομως, ο θίασος (ηθοποιοί, σκηνοθέτης, συνθέτης, τεχνικοί σκηνής, κλπ.) «επαναστάτησε». Διακινδυνεύοντας να απολυθούν, διαδηλώνοντας στους δρόμους μαζί με πλήθος λαού, πήγαν σε άλλο θέατρο και παρουσίασαν όσες σκηνές είχαν προβάρει, δίνοντας ένα «μάθημα» αγωνιστικού θάρρους και ήθους.

Εκτοτε, το έργο δεν παίχτηκε ποτέ. Μόνον ο Λ. Μπερνστάιν -φίλος του Μ. Μπλιτζστάιν, τον οποίο θεωρούσε «από τους πιο ταλαντούχους συνθέτες, ο οποίος άλλαξε το “τοπίο” του αμερικανικού μουσικού θεάτρου, αλλά και πολύ υποτιμημένο…» – χρόνια αργότερα, ανέβασε το «Cradle will rock», με φοιτητικό θίασο στο Χάρβαρντ. Τα παραπάνω γεγονότα παρουσιάζει πολύ γλαφυρά η ταινία.

 
 

Κάν’το όπως οι ΗΠΑ – Η λίστα του Όργουελ

O καταδότης αντικομμουνιστής Τζορτζ Όργουελ

Κλείνοντας δεν πρέπει να ξεχάσουμε πώς αντίστοιχες τεχνικές χαφιεδισμού και φακελώματος προοδευτικών καλλιτεχνών υιοθετήθηκαν και σε άλλες χώρες, όπως στη Μεγάλη Βρετανία.

Το 1998 η Daily Telegraph παρουσίασε ένα άρθρο με τον τίτλο «Σοσιαλιστικό Ίνδαλμα Έγινε Καταδότης». Το άρθρο αφορούσε τον Τζορτζ Όργουελ, που βάφτισαν καταδότη λόγω μιας λίστας που έδωσε στις αγγλικές μυστικές υπηρεσίες, με ονόματα ατόμων που έκρυβαν την έλξη τους για τον Κομουνισμό από την κοινή γνώμη, παριστάνοντας τους (δημοκρατικούς) αριστερούς. Οι Πολ Λασμαν και Τζέιμς Όλιβερ στο βιβλίο τους «Britain’s Secret Propaganda War» την βάφτισαν μαύρη λίστα, λέγοντας ότι η εικόνα του αριστερού Όργουελ δέχτηκε ένα χτύπημα από το οποίο δεν θα συνέρχονταν ποτέ.

Τζορτζ Όργουελ: ο συγγραφέας των βιβλίων “Η φάρμα των ζώων” και “1984”. Ο θεωρούμενος από σύσσωμη την αστική διανόηση (και τους ακόλουθούς της) ως ένας “γνήσιος επαναστάτης”, “αμετανόητος δημοκράτης”, ως ο αριστερός εκείνος που δεν δίσταζε να καταγγείλει εκτός από τον φασισμό, και τον “σοβιετικό ολοκληρωτισμό”.

Ο Τζορτζ Όργουελ παρέδωσε το 1949 στη Βρετανική κυβέρνηση μια λίστα με 38 ονόματα, υπόπτους για κομμουνισμό ή φιλοκομμουνισμό. Το αντίγραφο του ντοκουμέντου αυτού ήταν μέχρι πρόσφατα απόρρητο. Στις 21 Ιουνίου 2003 η εφημερίδα Γκάρντιαν το δημοσίευσε για πρώτη φορά, επιβεβαιώνοντας υποψίες που πρώτη φορά είχαν ακουστεί το 1996, όταν ελευθερώθηκαν τα αρχεία του Φόρεϊν Όφις. Μόνο που ο φάκελος του Όργουελ έλειπε όλως τυχαίως από τα αρχεία που δόθηκαν στη δημοσιότητα, για να φτάσουν 7 χρόνια μετά τυχαία στα χέρια της Γκάρντιαν . Η λίστα δώθηκε στη δημοσιότητα από την κόρη της Σίλια Κίργουαν, στην οποία ο Όργουελ παρέδωσε τη λίστα.

Απόσπασμα της λίστας του Όργουελ

Μεταξύ των ονομάτων που βρίσκονται στη λίστα είναι ο γνωστός ηθοποιός Τσάρλι Τσάπλιν, που έφυγε από την Αμερική την περίοδο του Μακαρθισμού, αλλά και ο συγγραφέας Τζ. Μπ. Πρίστλεϊ, ο ηθοποιός Μάικλ Ρεντγκρέιβ, ο ιστορικός Έντουαρντ Χάλετ Καρ, ο ιστορικός και βιογράφος του Τρότσκι Α. Ντόιτσερ, ακόμα και ο βουλευτής του Εργατικού Κόμματος, Τομ Ντρίμπεργκ. Μάλιστα ο Όργουελ στις σημειώσεις που κρατούσε στο προσωπικό του σημειωματάριο* έβαζε και ιδιαίτερους χαρακτηρισμούς: “κρυπτοκομμουνιστής”, “πράκτορας”, “συνοδοιπόρος”, “συμπαθών” κτλ. Σε πολλά ονόματα, δε, είχε δίπλα και τον χαρακτηρισμό “Εβραίος”, “Πολωνοεβραίος” κτλ!

Η λίστα παραδόθηκε στο διαβόητο “Τμήμα Ερευνών και Πληροφοριών”, γνωστό ως IRD, που δουλειά του ήταν η αντισοβιετική προπαγάνδα μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, και από εκεί πέρασε στην MI6, τις βρετανικές μυστικές υπηρεσίες.

Φυσικά δεν πρόκειται για “κεραυνό εν αιθρία”. Ο Όργουελ έχει δώσει δείγματα γραφής με τα αντικομμουνιστικά έργα του: η μεν “Φάρμα των Ζώων” πρωτοδημοσιεύτηκε το 1945 και σατύριζε την Οκτωβριανή Επανάσταση και κατήγγειλε το σοβιετικό σύστημα, το δε “1984”, γραμμένο το 1948 που εμμέσως πλην σαφώς στρεφόταν εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης. Για την προπαγανδιστική ιδεολογική του αυτή προσφορά το σύστημα από τότε τον έχει σε μεγάλη εκτίμηση. (Στην Ελλάδα του π.χ. το έργο του “Η φάρμα των ζώων” έχει βγει από περισσότερους από 10 εκδοτικούς οίκους).

* Το σημειωματάριο είναι από καιρό γνωστό, μπορεί μάλιστα κανείς να το δει στο University College του Λονδίνου, όπου βρίσκεται το Αρχείο Όργουελ. Από τα 135 ονόματα που περιέχονται σε αυτό, ο Όργουελ διάλεξε 38 και τα έδωσε στη Σίλια Κίρουαν, που δούλευε για την IRD.

 

Πηγές:

► «Μνήμες από τη μαύρη λίστα (Η λαίλαπα του μακαρθισμού)» του Ουόλτερ Μπερνστίν, εκδ. Καστανιώτη

► «Walt Disney: Hollywood’s Dark Prince» του Μαρκ Έλιοτ ► «Britain’s Secret Propaganda War» των Πολ Λασμαν και Τζέιμς Όλιβερ

► «Radical Hollywood: The Untold Story Behind America’s Favorite Movies» των Πολ Μπούλε και Ντέιβιτ Βάγκνερ

Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, του Γ. Μπαμπινιώτη

https://www.rizospastis.gr/ (Αριστούλα Ελληνούδη – ΘΥΜΕΛΗ)

https://www.mixanitouxronou.gr/

https://tvxs.gr/

https://www.tanea.gr/

http://eranistis.net/https://www.imdb.com/https://www.youtube.com/