Πηγή: Ημεροδρόμος
Κάποιο απόγευμα του 1978 το μισό σχεδόν του οικονομικά ενεργού πληθυσμού του πλανήτη, από την Αμαλιάδα έως την Καμπέρα κι από το Βλαδιβοστόκ έως τις ακτές του Αμαζονίου, συντονίστηκε σε ένα από τα μεγαλύτερα προσκυνήματα στην Ιστορία. Επί ενενήντα λεπτά πάνω από ένα δισεκατομμύριο άνθρωποι σταμάτησαν κάθε άλλη τους δραστηριότητα και κάθισαν απέναντι από μια τηλεόραση για να δουν είκοσι δύο άντρες να κλοτσάνε μια μπάλα. Ήταν ο τελικός του Μουντιάλ μεταξύ της Αργεντινής και της Ολλανδίας…
Είκοσι χρόνια αργότερα, το 1998, το «παγκόσμιο χωριό» είχε ραντεβού στο Παρίσι. Η τηλεόραση, το κεντρικό εικόνισμα για κάθε σαλόνι από τα μέσα του 20ού αιώνα, είτε ο ήχος που έβγαζε ήταν στα κινέζικα είτε στη γλώσσα των Μασάι, μετέδιδε στα μάτια τριών δισεκατομμυρίων ανθρώπων μία και μόνο εικόνα: την εικόνα του Ζιντάν να σηκώνει το κύπελλο του Μουντιάλ που κατέκτησε η Γαλλία με αντίπαλο τη Βραζιλία…
Τέσσερα χρόνια μετά, στη Γερμανία σημειωνόταν το υψηλότερο ποσοστό τηλεθέασης για οποιαδήποτε μετάδοση του έτους 2002. Ήταν η μέρα που η Γερμανία έχασε από τη Βραζιλία το κύπελλο στον τελικό του Μουντιάλ της Κορέας και της Ιαπωνίας. Την πρώτη θέση, πάντως, της τηλεθέασης στη Γερμανία συνέχισε να διατηρεί το έτος 1990. Ήταν η χρονιά που οι Γερμανοί, μια μέρα του Ιουνίου, στήθηκαν απέναντι στην τηλεόραση για να δουν την εθνική τους ομάδα να κερδίζει στον τελικό την Αργεντινή του
Μαραντόνα…
Όσο για την Ελλάδα, ουδέποτε υπήρξε τέτοια συνάθροιση στην ιστορία του γένους από αυτήν που έλαβε χώρα το βράδυ της 4ης Ιουλίου του 2004. Είναι πιο εύκολο να πιάσεις το Λόττο παρά να βρεις Έλληνα που εκείνο το βράδυ δεν είδε τον Ζαγοράκη να σηκώνει το ευρωπαϊκό κύπελλο μέσα στην Πορτογαλία.
Από τη στιγμή που τόσα δισεκατομμύρια άνθρωποι δείχνουν τέτοια αξιοθαύμαστη συνέπεια κάθε φορά που «αρχίζει το ματς», είναι ολοφάνερο: «Το κλότσημα της μπάλας έχει κάποια σπουδαία σημασία για το ανθρώπινο είδος».1
Στον αιώνα που πέρασε, το ποδόσφαιρο έγινε Μέκκα και Άγιοι Τόποι μαζί, όπου δισεκατομμύρια άνθρωποι συνέρρεαν στους χώρους λατρείας της «θεάς μπάλας». Στον νέο αιώνα που διανύουμε το ποδόσφαιρο είναι ίσως ένα από τα μοναδικά πράγματα που θα μπορούσε να στοιχηματίσει κανείς ότι θα διαψεύσει όσους προφητεύουν την παρακμή του, όπως ακριβώς διαψεύδονται οι προφήτες της Δευτέρας Παρουσίας. Το ποδόσφαιρο είναι ένα κοινωνικό φαινόμενο. Έτσι κι αλλιώς, έλεγε ο Γάλλος φιλόσοφος Αλέν Φινκελκρό, «το γεγονός ότι από τη Νέα Γουινέα έως τη Γροιλανδία την ίδια χρονική στιγμή οι άνθρωποι δονούνται από συγκίνηση μπροστά στο ίδιο θέαμα είναι κάτι το συναρπαστικό».
Η δύναμη του ποδοσφαίρου είναι πρωτίστως αποτυπωμένη στους κώδικες της καθημερινότητας. Το συμπέρασμα ότι «η χρήση της αθλητικής φρασεολογίας σε άλλους τομείς της πολιτικής και κοινωνικής ζωής μαρτυρεί την επίδραση και τον βαθμό της αποδοχής του αθλητικού φαινομένου στην καθημερινή ζωή»2 ισχύει διπλά στο ποδόσφαιρο. Είτε στο καφενείο, είτε στη Βουλή, είτε στην εκκλησία, οι φράσεις «είσαι οφσάιντ», «θα σου βγάλω κόκκινη κάρτα», «έκανες φάουλ» σημαίνουν ακριβώς το ίδιο πράγμα και γίνονται εξίσου αντιληπτές από όλους.
Τελικά, ύστερα από τόνους διανοουμενίστικης δυσκοιλιότητας κατά του ποδοσφαίρου, όλες οι θεωρίες περί «οπίου του λαού» και οι βαρύγδουπες αναλύσεις, που δεν μπορούν να διακρίνουν το παιχνίδι από τους «αφεντάδες» του, γίνονται σμπαράλια από μία και μόνο ατάκα του Αλ Πατσίνο: «Η μπάλα δεν είναι δα και η ζωή. Είναι κάτι πολύ περισσότερο»!
Όλα τα στοιχεία που έχουμε το επιβεβαιώνουν. Πράγματι, το ποδόσφαιρο είναι κάτι πολύ περισσότερο από ένα απλό παιχνίδι. Η φράση του Γάλλου αναλυτή Κριστιάν Μπρομπερζέ είναι αξεπέραστη: «Ποδόσφαιρο: το πιο σημαντικό ασήμαντο πράγμα του κόσμου».
Αλλά για ποιον λόγο;
Γιατί ο Μπιλ Σάνκλι, αυτή η μεγάλη μορφή του αγγλικού ποδοσφαίρου και αναμορφωτής της Λίβερπουλ, είχε το «θράσος» να διαβεβαιώνει τους επικριτές του ποδοσφαίρου ότι το ποδόσφαιρο «δεν είναι ένα απλό ζήτημα ζωής και θανάτου. Είναι κάτι πολύ περισσότερο»;
Γιατί, κατά τον καθηγητή του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας Ουίλιαμ Ντόμχοφ,3 «όταν βλέπεις γεροδεμένους άντρες να βρυχώνται, να αγκαλιάζονται, να ουρλιάζουν, να χορεύουν και να τραγουδούν, μάλλον θα πρέπει να ’χει νικήσει η ποδοσφαιρική τους ομάδα»;
Γιατί μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο εκείνο το τρίτο γερμανικό γκολ ενάντια στην Ουγγαρία, στον τελικό του Μουντιάλ του ’54 (όταν επιτράπηκε για πρώτη φορά στην ηττημένη στον πόλεμο Γερμανία να συμμετάσχει στο Παγκόσμιο Κύπελλο), έχει αναχθεί ακόμα και από τον Φασμπίντερ σε σημείο-σταθμό για την ανάκτηση της αυτοπεποίθησης ολόκληρου του γερμανικού έθνους;
Γιατί «το καλοκαίρι του 1916, μεσούντος του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου, ένας Άγγλος λοχαγός έδωσε το σύνθημα της επίθεσης… κλοτσώντας μια μπάλα εναντίον των γερμανικών χαρακωμάτων»4 κι όταν αργότερα οι στρατιώτες από το σύνταγμα του Ιστ Σάρεϊ έψαξαν για τις μπάλες με τις οποίες είχαν διασχίσει τις δυνάμεις του εχθρού, τις δύο που «επέζησαν» τις έστειλαν (κατά τον πολεμικό ανταποκριτή που κάλυπτε τη μάχη) στην έδρα του συντάγματος, «ως τρόπαια που έπρεπε να διατηρηθούν»;
Γιατί το ποδόσφαιρο των εκατό χιλιάδων επαγγελματιών και των πενήντα εκατομμυρίων (!) ερασιτεχνών ποδοσφαιριστών έχει λατρευτεί, αλλά και έχει μισηθεί όσο κανένα άλλο άθλημα στην ανθρώπινη ιστορία;
Και, τελικά, γιατί ο Αλμπέρ Καμί, ο τερματοφύλακας της ομάδας του Πανεπιστημίου της Αλγερίας, αισθανόταν την ανάγκη να απαντήσει σε διάφορους περίεργους της εποχής του, «Όσα γνωρίζω περί ηθικής και καθήκοντος μου τα έμαθε το ποδόσφαιρο»;
Ίσως η απάντηση να βρίσκεται στο γεγονός ότι η μπάλα δεν είναι μόνο στρογγυλή. Η μπάλα είναι κυρίως… «τετράγωνη». Με μια προϋπόθεση: οι «τετράγωνης λογικής» φωστήρες που καταπιάνονται με τα κοινωνιολογικά χαρακτηριστικά του ποδοσφαίρου να διαθέτουν, τελικά, λίγη λογική…
Η μπάλα είναι ο τελευταίος ίσως συλλογικός μηχανισμός της ταύτισης του «εγώ» με το «εμείς». Κανένα άλλο παιχνίδι δεν μετατράπηκε σε οικουμενική γλώσσα όπως το ποδόσφαιρο. Κανένα άλλο παιχνίδι δεν κατόρθωσε να κάνει να χαίρονται ταυτόχρονα (αν και για διαφορετικούς λόγους ο καθένας) τόσο ο «νονός» Μπλάτερ της FIFA όσο και ο Νέλσον Μαντέλα μόλις ανακοινώθηκε ότι το Μουντιάλ του 2010 θα γίνει στη Νότια Αφρική. Κανένα άλλο παιχνίδι δεν κατάφερε να εκπροσωπήσει κοινωνικές τάξεις και κόμματα και δεν κατόρθωσε να βγαίνει αλώβητο και αθώο στη συνείδηση της κερκίδας, παρά τα νταραβέρια του με τον κάθε Κοσκωτά ή με τον κάθε Ταπί.
Ναι, τελικά, το ποδόσφαιρο είναι αθώο. Κι όποιος δεν το καταλαβαίνει, ας κάνει το πείραμα: ας πάρει μια μπάλα κι ας την πετάξει σε οποιονδήποτε πιτσιρικά, σε οποιοδήποτε σημείο του πλανήτη – και αμέσως μετά ας κοιτάξει το παιδί στα ευτυχισμένα του μάτια. Τόσο αθώο είναι το ποδόσφαιρο…
Το ποδόσφαιρο είναι ένα κομμάτι της ζωής. Μοιάζει πολύ με τη ζωή. Κανείς δεν έρχεται στη ζωή για να πεθάνει. Κανείς δεν κατεβαίνει στο γήπεδο για να χάσει. Εκτός από τους «πουλημένους»… Το ποδόσφαιρο είναι μια υπόθεση που αφορά σύνολα. Ή θα κερδίσουν όλοι μαζί ή θα χάσουν όλοι μαζί. Ακόμα κι αν κάποιος από τους χαμένους «ξεχωρίσει», το τελικό αποτέλεσμα που θα τον σφραγίσει θα είναι η ήττα. Η ήττα της ομάδας. Αν όλοι θυμούνται τις μαγικές ενέργειες του Μαραντόνα στο Μουντιάλ του 1986 είναι διότι τότε η Αργεντινή πήρε τον τίτλο. Αλλά ο Μαραντόνα έκανε μαγικές ενέργειες και στο Μουντιάλ του 1990. Λίγοι τις θυμούνται. Γιατί τότε η Αργεντινή το έχασε το κύπελλο. Όλοι θυμούνται το χαμένο πέναλτι του Μπάτζιο στον τελικό του Μουντιάλ της Αμερικής, αλλά πολλοί λιγότεροι θυμούνται ότι αυτός ήταν που, με την τεράστια ποδοσφαιρική ιδιοφυΐα του, σχεδόν μόνος του, οδήγησε την άθλια ομάδα της Ιταλίας στον τελικό.
Στο ποδόσφαιρο, όπως και στη ζωή, ο ατομικισμός πληρώνεται, κάνει κακό. Το άτομο γίνεται χρήσιμο μόνο αν υποτάξει το «εγώ» του στο «εμείς». Στην αντίθετη περίπτωση, είτε γελοιοποιείται είτε χαντακώνει την ομάδα. Αυτό δεν σημαίνει ότι το στοιχείο της προσωπικότητας ακυρώνεται στο ποδόσφαιρο. Ίσα ίσα, εδώ ακριβώς έχουμε μια εκπληκτική έκφραση του διαλεκτικού νόμου της «ενότητας και της πάλης των αντιθέτων»: το στοιχείο της προσωπικότητας παίζει καθοριστικό ρόλο, είτε ανήκεις στις ποδοσφαιρικές «ιδιοφυΐες» είτε ανήκεις στους «μοιραίους» παίκτες. Μόνο που αυτή η προσωπικότητα, αυτός ο εγωισμός, δεν μπορεί ποτέ να ολοκληρωθεί πέρα και έξω από την ομάδα. Για να «τελειοποιηθεί», πρέπει να συνεργαστεί με δέκα ακόμα διαφορετικά «εγώ», να αποδομηθεί, να καταστραφεί για να μπορέσει να πετύχει και να αποθεωθεί. Όπως και στη ζωή.
Και μόνο τότε, όταν το «εγώ» εξυψωθεί τόσο πολύ ώστε να υπηρετήσει το «εμείς», ακόμα κι αν χάσεις, η Ιστορία θα σου ανήκει. Η Ολλανδία του Κρόιφ το 1974 και η Ουγγαρία του Πούσκας το 1954, αν και ομάδες «από άλλον πλανήτη», δεν στέφθηκαν πρωταθλήτριες. Αλλά –σωστά λέει ο Κωνσταντίνος Καμάρας– η ιστορία του ποδοσφαίρου τους ηττημένους αντάμειψε, αυτούς τοποθέτησε στο υψηλότερο βάθρο της ποδοσφαιρικής μυθολογίας, τους απένειμε τη θέση του «Τρικούπη», ενώ οι νικητές (και τις δύο φορές) Γερμανοί περιορίστηκαν στη θέση του «Γουλιμή»…
Το ποδόσφαιρο είναι τόσο δημοφιλές διότι μοιάζει τόσο πολύ με τη ζωή. «Είναι ένα πολύπλοκο συμβολικό γεγονός» που διατηρεί την τελετουργία και τα στοιχεία του αναγκαίου για την ανθρώπινη επιβίωση «προϊστορικού κυνηγιού»:5 τη στρατηγική, την τακτική, τη συνεργασία της ομάδας, τον κίνδυνο, την αυτοσυγκέντρωση, την αντοχή, τη φαντασία, την ψυχραιμία, την αυτοθυσία, τη γενναιότητα. Κανένα άλλο παιχνίδι δεν συγκεντρώνει όλα αυτά τα στοιχεία μαζί. Κανένα άλλο παιχνίδι δεν μπορεί να γοητεύσει την ανθρώπινη φύση και να συνεγείρει όλες μαζί τις αισθήσεις όπως το ποδόσφαιρο, είτε βρίσκεσαι μέσα στο γήπεδο είτε παρακολουθείς τον αγώνα από την εξέδρα. Και κανένα άλλο παιχνίδι, παρά την τόση οργάνωση και τον σχεδιασμό του, δεν παραμένει τόσο απρόβλεπτο.
Στο ποδόσφαιρο μπορεί να διακρίνει κανείς να αντανακλάται όλη η διαλεκτική του νόμου της κίνησης της Ιστορίας και της κοινωνικής εξέλιξης:
«Το τελικό αποτέλεσμα βγαίνει πάντα από τις συγκρούσεις πολλών ατομικών θελήσεων. (…) Υπάρχουν, λοιπόν, εδώ αναρίθμητες δυνάμεις που διασταυρώνονται, μια ατέλειωτη ομάδα από παραλληλόγραμμα δυνάμεων, από τα οποία βγαίνει μια συνισταμένη – δηλαδή, το ιστορικό αποτέλεσμα. Το ιστορικό αυτό αποτέλεσμα μπορεί πάλι να θεωρηθεί ως το προϊόν μιας δύναμης που δρα σαν ένα σύνολο, ασυνείδητα και άβουλα. Γιατί αυτό που θέλει το κάθε άτομο εμποδίζεται από κάθε άλλο άτομο κι αυτό που προκύπτει είναι κάτι που κανένας δεν το θέλησε… (αλλά) δεν έχει κανένας το δικαίωμα να συμπεράνει ότι οι θελήσεις αυτές είναι ίσες με μηδέν. Απεναντίας, η καθεμιά συμβάλλει στη συνισταμένη και περιέχεται ανάλογα μέσα της».
Δεν πρόκειται για ανάλυση ποδοσφαιρικού παιχνιδιού. Είναι το γράμμα του… Φρίντριχ Ένγκελς προς τον Γιόζεφ Μπλοχ, σχετικά με το απρόοπτο της ιστορικής εξέλιξης.
Το συμπέρασμα από τα λόγια του Ένγκελς είναι ότι το να κάνει η Ιστορία ένα βήμα μπροστά είναι μια δυνατότητα εφικτή, αλλά όχι σίγουρο ότι θα προκύψει. Όταν κάτι είναι μπορετό να γίνει, δεν είναι και βέβαιο ότι θα γίνει. Αλλά το ίδιο ακριβώς ισχύει και με την ευκαιρία μπροστά από το τέρμα. Κανείς δεν το ξέρει, τελικά, αν θα μπει το γκολ, αφού «όλα μπαίνουν και όλα χάνονται»…
Στο ποδόσφαιρο, μόλις αρχίσει το παιχνίδι, τα όσα συμβαίνουν στον αγωνιστικό χώρο είναι πολύ λιγότερο πιθανό να συμβούν όπως έχουν μελετηθεί στα αποδυτήρια, στις προπονήσεις και στα προκαθορισμένα σχέδια απ’ ό,τι στα υπόλοιπα αθλήματα. Το ποδόσφαιρο, περισσότερο από κάθε άλλο άθλημα, είναι το σπορ κατά το οποίο εκείνο που προκύπτει ως αποτέλεσμα είναι το απροσδόκητο των αντιπαρατιθέμενων θελήσεων και των συγκρουόμενων συμφερόντων. Όπως και στη ζωή. Γι’ αυτό στο ποδόσφαιρο μαθαίνεις κάτι που, όπως έλεγε ο Καμί, μπορεί να σου φανεί πολύ χρήσιμο στη ζωή: «Η μπάλα δεν πάει όπου την περιμένεις». Γιατί στο ποδόσφαιρο ένα περίτεχνο σουτ μπορεί να σε ξεγελάσει το ίδιο όσο και μια «στραβοκλοτσιά»…
1. Ντέσμοντ Μόρις, Η φυλή του ποδοσφαίρου, εκδόσεις Κάκτος.
2. Χρ. Ζαχόπουλος, Ο πολιτισμός των γηπέδων, εκδόσεις Ιανός.
3. Horst Pattke, Πώς γίνεται κανείς πρόεδρος των ΗΠΑ, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή.
4. Εντ. Γκαλεάνο, Τα χίλια πρόσωπα του ποδοσφαίρου, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα.
5. Ντέσμοντ Μόρις, ό.π.
*Στην κεντρική φωτογραφία αριστερά το σημερινό πρωτοσέλιδο της γαλλικής «L’EQUIPE» με τίτλο «Ο Θεός είναι νεκρός»