Πηγή: Katiousa
Το χαμηλό σε σχέση με την βαρύτητα των εγκλημάτων ύψος των ποινών που επιβλήθηκαν στους περισσότερους από τους καταδικασθέντες στη δίκη της Χρυσής Αυγής σχολίασαν οι συνήγοροι της Πολιτικής Αγωγής του ΠΑΜΕ, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στις τελικές συγχωνευτικές ποινές για την επίθεση στους συνδικαλιστές του ΠΑΜΕ, που είναι κατώτερες και από αυτές που προτάθηκαν. Ολόκληρη η ανακοίνωση αναφέρει:
Η απόφαση του Δικαστηρίου για την επιβολή των ποινών στους κατηγορούμενους ναζιστές εγκληματίες της Χρυσής Αυγής είναι αναντίστοιχη με τη βαρύτητα των πράξεων για τις οποίες τους καταδίκασε.
Το Δικαστήριο όχι μόνο δεν εξάντλησε τα ήδη σημαντικά μειωμένα πλαίσια ποινών που προβλέπει ο νέος Ποινικός Κώδικας, αλλά ιδιαίτερα στους κατηγορούμενους που καταδικάστηκαν είτε για ένταξη στην εγκληματική οργάνωση είτε για τις δολοφονικές επιθέσεις της, όπως και για τις υπόλοιπες εγκληματικές πράξεις της, το ύψος των ποινών είναι χαμηλότερο από το συνηθισμένο για τέτοια αδικήματα.
Ειδικά, μάλιστα, στην υπόθεση της δολοφονικής ενέδρας σε βάρος των κομμουνιστών και συνδικαλιστών του ΠΑΜΕ, η οποία ανέδειξε εμφατικά τις ισχυρές διασυνδέσεις της Χρυσής Αυγής με τους εργολάβους της Ζώνης, τους εφοπλιστές κ.ά., το Δικαστήριο, παρά την επιβολή βασικών ποινών φυλάκισης, ύψους δύο ετών, για τα αδικήματα για τα οποία τους καταδίκασε, σε φανερή αντίθεση με την εισαγγελική πρόταση, επέβαλε τελικές συγχωνευτικές ποινές κατώτερες ακόμη και από αυτές που εκείνη πρότεινε. Είναι το αρνητικό επιστέγασμα της εσφαλμένης μετατροπής του κατηγορητηρίου από το κακούργημα της απόπειρας ανθρωποκτονίας -όπως αποδείχτηκε από την αποδεικτική διαδικασία ότι ήταν- στα πλημμελήματα της επικίνδυνης και απλής σωματικής βλάβης, η οποία οδηγεί σχεδόν με βεβαιότητα στην παραγραφή των σχετικών αδικημάτων και στην τελική ατιμωρησία των δραστών.
Είναι επιβεβλημένο και αναμένουμε από το Δικαστήριο, με την απόφασή του, να οδηγήσει τους ναζιστές εγκληματίες στη φυλακή, όπως απαιτούν τα θύματα των αποτρόπαιων εγκληματικών τους πράξεων και το αίσθημα δικαίου του λαού μας.
Σε κάθε περίπτωση, επιβεβαιώνεται ότι κανένας εφησυχασμός δεν δικαιολογείται, η λαϊκή επαγρύπνηση και κινητοποίηση πρέπει να συνεχιστεί και να ενταθεί».