Δεν περιμέναμε τη δίκη της συμμορίας των νεοναζί για να αντιληφθούμε τα βασικά. Τώρα όμως μπορούν να γίνουν αντιληπτά και από τους πιο αμετανόητους οπαδούς της ανόητης θεωρίας των δύο άκρων, που ταυτίζει θύτες και θύματα.
Τον δικό μας κόσμο, τη δική μας ηθική, τις αξίες μας, τα ιδανικά μας, τον τρόπο σκέψης μας, τα χωρίζει άβυσσος από τον ναζιστικό βόθρο. Αυτή που αποτυπώνεται στα χαμογελαστά πρόσωπα του Μπελογιάννη και των συντρόφων του. Αυτή που βγάζουν κάθε μέρα οι φασίστες, ως μίζερα, φοβισμένα ανθρωπάκια, οι λύκοι που ντύθηκαν αρνάκια μπροστά στην καταδίκη τους. Αυτή που καθιστά κάθε σύγκριση άκαιρη και αδύνατη. Πώς να συγκρίνεις αγνούς ιδεολόγους με εγκληματίες;
Ποιο είναι οι χρυσαυγίτες; Το έδειξαν για πολλοστή φορά στο δικαστήριο.
Αυτοί που απαρνήθηκαν την ιδεολογία τους, σαν να ντρέπονταν για αυτήν, ακριβώς επειδή γνώριζαν πως αν την αποδεχτούν, θα ήταν σαν να αναγνωρίζουν ότι είναι εγκληματίες.
Αυτοί που άφησαν κατά μέρος το θρασύδειλο ύφος του τραμπούκου και έβαλαν την προβιά του καλού πολίτη, του φιλήσυχου οικογενειάρχη, του ζωόφιλου, αυτού που νοιάζεται για τον συνάνθρωπο και προσφέρει κοινωνικό έργο, κάνει αγαθοεργίες, είναι παιδί-μάλαμα και γαμπρός για σπίτι…
Αυτοί που άφησαν την περήφανη στάση ενάντια “στο κράτος που τους δικάζει” και άρχισαν να εκλιπαρούν τους δικαστές για ελαφρυντικά, χωρίς να ζητήσουν καν συγνώμη, για να έχουν το άλλοθι της “μεταμέλειας”.
Αυτοί που δεν μπόρεσαν να κάνουν κανέναν ομοϊδεάτη περήφανο για τη στάση τους στη δίκη, για την απολογία τους, δεν υπερασπίστηκαν τις αρχές τους και την ιδεολογία τους, γιατί το μόνο ιδανικό που είχαν ήταν να σώσουν το τομάρι τους στα δύσκολα και να πουλάνε μαγκιά με τις πλάτες των αφεντικών και της αστυνομίας.
Αυτοί που έκαναν πως δεν ήξεραν τίποτα, δεν άκουσαν τίποτα, δεν είδαν τίποτα, δεν είπαν τίποτα. Δεν έδωσαν ποτέ εντολή, δεν μίλησαν στο τηλέφωνο με τους αυτουργούς, δεν επιτέθηκαν ποτέ σε κανέναν, δε σχημάτισαν τάγματα κρούσης.
Αυτοί που τα δίπλωσαν, τα γύρισαν, που λούφαξαν, γιατί φοβήθηκαν. Όχι το εκτελεστικό απόσπασμα, αλλά για το τομάρι τους, μερικά χρόνια φυλακής. Και την κρίσιμη στιγμή δεν είχαν τίποτα, κανένα εφόδιο, κανένα υψηλό ιδανικό να πιαστούν, να θυσιαστούν για αυτό, να νιώσουν πως υπάρχει σπορά, πως συνεχίζεται κάποιος αγώνας.
Δεν είχαν κανένα ηθικό πλεονέκτημα, κανέναν λόγο να χαμογελάσουν, να κοιτάξουν αγέρωχοι με περιφρόνηση τους δικαστές τους, να δουν την προοπτική, τον κόσμο του μέλλοντος, με βλέμμα ζεστό και καθαρό, σαν τους δικούς μας συντρόφους, τους ήρωες, τους αλύγιστους, που νίκησαν τον θάνατο, που ταπείνωσαν τους διώκτες τους, που κέρδισαν μια θέση στην ιστορία, στην αθανασία, όπως τα ιδανικά και ο αγώνας που πρέσβευαν. Που δεν κρύφτηκαν ποτέ στις τρύπες τους, στους υπονόμους τους. Που αντλούσαν δύναμη από τον λαό μας και το μεγαλείο του, και όχι από το βαθύ κράτος, τα αφεντικά και την αστυνομία, ως γνήσιοι παρακρατικοί μηχανισμοί.
Γιατί τον δικό μας κόσμο τον χωρίζει άβυσσος από τον βόθρο των νεοναζί. Και αυτό κανείς ανόητος θιασώτης της θεωρίας των δύο άκρων δεν μπορεί να το παραγράψει.