Το 1897, και ενώ η κουβανική αντίσταση εναντίον των Ισπανών είχε ατονήσει, ο William Randolph Hearst, ιδρυτής της εφημερίδας New York Journal, συνέχιζε να στέλνει απεσταλμένους στην Κούβα να καλύψουν τον πόλεμο. Κάποια στιγμή ένας απο τους πιο διάσημους εικονογράφους του, ο Frederic Remington βαρέθηκε να περιμένει στην Αβάνα και ζήτησε απο τον Hearst να τον φέρει πίσω στη Νέα Υόρκη. Στο τηλεγράφημα του έγραφε: «Ολα είναι ήσυχα εδώ, δεν υπάρχει πόλεμος. Θέλω να γυρίσω». Η απάντηση του Hearst θα μείνει στην ιστορία: «Παρακαλώ μείνε. Φτιάξε μου εσύ τις εικόνες και θα σου φτιάξω εγώ τον πόλεμο».

fra

της Φραγκίσκας Μεγαλούδη στο ThePressProject

Δεκατρία χρόνια αργότερα, το 1910, ο πρόεδρος Roosevelt σε ομιλία του στη Σορβόνη έλεγε ότι ο ρόλος του δημοσιογράφου για τη λειτουργία της δημοκρατίας είναι καταλυτικός. «Τα λάθη, τα ψέμματα και η απόκρυψη της αλήθειας βλάπτουν την κοινωνία όταν τα διαπράττει ένας απλός πολίτης, η ζημιά τους όμως πολλαπλασιάζεται όταν γίνονται όργανο για να χειραγωγηθεί το κοινό μέσω μιας εφημερίδας».

Έκτοτε πολλά άλλαξαν στο χώρο των μέσων ενημέρωσης, πολλά όμως έχουν παραμείνει αναλλοίωτα. Το κοινό πέρασε από την εφημερίδα μεγάλου σχήματος στο tabloid και από εκεί στην τηλεόραση για να φτάσει σήμερα στα κινητά τελευταίας τεχνολόγιας. Η δημοσιογραφία επεκταθηκε, και κάποιες στιγμές κατόρθωσε να ορίσει την ροή της ιστορίας. Αποκαλύψεις όπως εκείνες του βραβευμένου Seymour Hersh για τη σφαγή στο My Lai στο Βιετνάμ το 1969 ξεσκέπασαν έναν από τους πιο βρώμικους πολέμους του 20ού αιώνα και κλυδώνισαν το πολιτικό κατεστημένο της εποχής.

Όταν η υπερπληροφόρηση ισοδυναμεί με καθόλου πληροφόρηση

Στον 21ο αιώνα η δημοσιογραφία μοιάζει να έχει μετακυλήσει απο την μονάδα στο σύνολο. ‘Οποιος έχει πρόσβαση σε μια διαδικτυακή πλατφόρμα είναι ταυτόχρονα αποδέκτης και παραγωγός ειδήσεων. Οι μεγάλες εφημερίδες κλείνουν, οι τηλεοπτικοί σταθμοί ακολουθούν σταδιακά την ίδια μοιρα ενώ το διαδίκτυο και τα κοινωνικά δίκτυα επιβάλλουν μια νέα νοοτροπία όπου το είδος της συσκευής ορίζει το περιεχόμενο. Η πληροφορία μεταφέρεται σαν διαφήμιση με σύντομα εναλλασσόμενα κλιπς φιλικά για οθόνες smartphones όπου σε 30 δευτερόλεπτα περνάνε μπροστά σου πολύπλοκα θέματα αποκομμένα απο το πολιτικό και κοινωνικό τους πλαίσιο.

Σε λίγα λεπτά μπορείς να έχεις πρόσβαση σε εκατομμύρια αποτελέσματα μέσω της Google σερβιρισμένα με αρκετές διαφημίσεις και, ενώ υπάρχει η αίσθηση της πληθώρας πληροφοριών, στην ουσία το κοινό έχει πρόσβαση σε όλο και λιγότερα νέα. Τα πρωτογενή ρεπορτάζ είναι πλέον ελάχιστα. Οι δημοσιογραφικές ομάδες των μεγάλων μηντιακών συγκροτημάτων συρρικνώνονται για να δώσουν χώρο στα τμήματα δημόσιων σχέσεων και διαφημίσεων. Οι ιδιοκτήτες των μέσων ενημέρωσης είναι παράλληλα ιδιοκτήτες πολλαπλών εταιρειών, συνδέονται άμεσα με το οικονομικό και πολιτικό κατεστημένο και οι σχέσεις αυτές ορίζουν και το περιεχόμενο της έρευνας. Χωρίς να υπάρχει πάντα καθαρή γραμμή απο την ιδιοκτησία, ο δημοσιογράφος ξέρει να αυτολογοκρίνεται για να μην θίξει τα συμφέροντα εκείνων που στηρίζουν οικονομικά είτε με διαφημίσεις το μέσο που τον πληρώνει.

Το κοινό έχει σε μεγάλο βαθμό απαξιώσει τους δημοσιογράφους. Σύμφωνα με την πιο πρόσφατη μελέτη του Reuters (2017) σε 36 χώρες για την εμπιστοσύνη στα ψηφιακά μέσα, το 51% των αμερικανών δήλωσε ότι τις ειδοποιήσεις των νέων τις λαμβάνει απο τα κοινωνικά δίκτυα παρόλο που το 67% συνεχίζει παράλληλα να χρησιμοποιεί την τηλεόραση για την ενημέρωσή του. Στην Αγγλία τέσσερις στους δέκα ενημερώνονται μέσω διαδικτύου ενώ στη Γερμανία το ποσοστό αυτό πέφτει στο 29% καθώς οι Γερμανοί παραμένουν παραδοσιακοί στην τηλεόραση για νέα και ειδήσεις. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της Ελλάδας, όπου παρόλο που 7 στους δέκα συνεχίζουν να παρακολουθούν τηλεόραση, το 95% χρησιμοποιεί το διαδίκτυο για την ενημέρωση του.

Και όμως αυτά τα εντυπωσιακά ποσοστά δεν σημαίνουν ότι το κοινό εμπιστεύεται τα νέα που λαμβάνει είτε διαδικτυακά είτε απο την τηλεόραση και τον τύπο. Σχεδόν οι μισοί από τους ερωτηθέντες στις 36 χώρες της έρευνας δήλωσαν ότι δεν εμπιστεύονται τα νέα που διαβάζουν.

Για την απαξίωση αυτή ευθύνονται πάνω απο όλα τα μέσα ενημέρωσης καθώς έχουν τα ίδια αποδομήσει το ρόλο τους. Αναδεικνύοντας θέματα χωρίς ουσία απλά με μόνο γνώμονα την αύξηση του κοινού, δημοσιεύοντας αστήρικτα ρεπορτάζ ή μονόπλευρα νέα, τα μήντια βάζουν την ταφόπλακα της δημοσιογραφίας.

Τα περίφημα fake news ήταν ένας ακόμα λόγος που ώθησε μεγάλο μέρος του κοινού να αμφισβητήσει την πληροφορία που του παρέχεται και να ψάξει εναλλακτικές πηγές ενημέρωσης. Ο πολίτης μέσα στην πλήθώρα των εικόνων και της πληροφορίας, προσπαθεί να πάρει στα χέρια του την ενημέρωση καταφέυγοντας συχνά σε θεωρίες συνομωσίας οι οποίες κάποιες φορές δεν διαφέρουν και πολύ απο αυτές που τα ίδια τα μέσα ενημέρωσης σερβίρουν. Υπήρχε μια γενική συναίνεση τις προηγούμενες δεκαετίες όταν οι πολίτες εμπιστεύονταν γενικά το πολιτικό και μηντιακό κατεστημένο. Με την πάροδο των ετών, τις οικονομικές κρίσεις που οδήγησαν σε συσσώρευση πλούτου στα χέρια μιας μικρής ελίτ, την επιθετική εξωτερική πολιτική υπερδυνάμεων με συνέπειες που τελικά βάρυναν τον απλό πολίτη αλλά και την τεράστια διείσδυση του διαδικτύου η συναίνεση αυτή χάθηκε.

Σήμερα το μηντιακό κατεστημένο εξεγείρεται κατά των fake news και των θεωριών συνομωσίας, οι New York Times και η Guardian δημοσιεύουν λίβελλους, ξεχνάνε όμως ότι, λίγα χρόνια πριν, οι ίδιοι προωθούσαν αστήρικτες ειδήσεις εξυπηρετώντας συγκεκριμένους πολιτικούς σκοπούς.

Ποιός θα ξεχάσει τα όπλα μαζικής καταστροφής που οδήγησαν στον δέυτερο πόλεμο κατά του Ιράκ, την ύπαρξη των οποίων ελάχιστοι δημοσιογράφοι και μεγάλες εφημερίδες αμφισβήτησαν, μέχρι που αποδείχτηκαν ανύπαρκτα;

Όταν τον Σεπτέμβριο του 2012 το αμερικανικό προξενείο και μια μυστική βάση της CIA στη Βεγγάζη της Λιβύης δέχτηκαν επίθεση από μια ντόπια ένοπλη ομάδα, κανένα δημοσιογραφικό μέσο δεν αναρωτήθηκε γιατί οι ΗΠΑ είχαν προξενείο σε μια περιοχή που λυμαίνονταν οι ντόπιες ένοπλες ομάδες και τι ακριβώς έκανε εκεί. Η έμφαση δόθηκε αποκλειστικά στο αν οι ΗΠΑ ήταν ικανές να προστατέψουν τους πολίτες τους και στο δράμα της δολοφονίας του αμερικανού προξένου, αποφέυγοντας κάθε άβολη ερώτηση. Όταν απόρρητα έγγραφα έδειξαν μυστικές συμφωνίες μεταξύ Ερντογάν, CIA και της MI6 για τη μεταφορά του οπλοστασίου του Καντάφι στους Σύριους αντάρτες, ελάχιστοι δημοσιογράφοι ασχολήθηκαν με τις αποκαλύψεις, οι οποίες γρήγορα θάφτηκαν κάτω από τα νέα για τις «φρικαλεότητες του Άσαντ» στη Συρία.

Όταν στις 4 Απριλίου του 2017 μια επίθεση με χημικά στη ΒΔ Συρία άφησε πίσω 70 νεκρούς, τα μεγαλύτερα δημοσιογραφικά σαιτ και εφημερίδες μας πληροφόρησαν πώς η Ιβάνκα Τραμπ, ως μητέρα και εκείνη, έκλαψε και παρακάλεσε τον πατέρα της να κάνει κάτι. Και εκείνος έστειλε πυραύλους να χτυπήσουν την Συρία.
Τα μήντια υπέδειξαν αμέσως τον κατηγορούμενο, τα χημικά σίγουρα τα έριξε ο Άσαντ και καλούσαν τη διεθνή κοινότητα να δράσει. Η Federica Mogherini, Ύπατη Εκπρόσωπος της Ευρωπαϊκής Ένωσης για θέματα Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφαλείας, δάκρυσε και δήλωσε ότι -ως μητέρα πάνω από όλα- ζητάει την τιμωρία του Ασαντ και όλες οι κάμερες έκαναν κοντινά πλάνα στα δακρυσμένα της μάτια.

Δέκα μέρες αργότερα, ένας βομβιστής αυτοκτονίας ανατινάσσεται έξω από το Αλέπο παρασέρνοντας στο θάνατο 126 ανθρώπους, ανάμεσά τους και 80 παιδιά. Τα μέσα ενημέρωσης κράτησαν μια περίεργη σιωπή, ο Τραμπ δεν έκανε καμία δήλωση στο τουίτερ, το μητρικό ένστικτο της Ιβάνκα και της Federica σώπασε και αυτό.

«Και προφανώς πνίγονται»

Και αν τα παραδείγματα από το εξωτερικό φαντάζουν λίγο μακρυνά, ας δούμε τι ισχύει στη μικρή μας Ελλάδα. Ας θυμηθούμε λίγες απο τις εκατοντάδες φορές που η ελληνική δημοσιογραφία υπήρξε «αμερόληπτη και αξιόπιστη»…

Διαβάστε τη συνέχεια στο ThePressProject