«Ένας Ιταλός περιηγητής από την Ανκόνα, ο Κυριακός, αφιερώνει τη ζωή του στην επίσκεψη λειψάνων. Τα κείμενά του μοιάζουν με δοκιμές στο φανταστικό λογοτεχνικό είδος της “ερειπιογραφίας”. Τον ρωτούν τι επιδιώκει μέσα στα ερείπια, και αυτός απαντά “να ξυπνήσω τους νεκρούς”».

erei

του Κωνσταντίνου Πουλή στο ThePressProject

Διάβαζα στον Αλλόκοτο Ελληνισμό αυτή την ιστορία, ενός ανθρώπου που πηγαίνει και σκαλίζει ερείπια. Εντόπιζε, λέει ο συγγραφέας, και περιέγραφε λησμονημένες πόλεις, μισοθαμμένα τείχη και ιερά, αρχαία μεταλλεία, κτίσματα, τεχνουργήματα, αγάλματα, επιγραφές, νομίσματα, προσπαθώντας να του μιλήσουν οι νεκροί. Κοιτάζοντας λοιπόν πώς πηγαίνει κανείς πάνω από τους νεκρούς και πασχίζει να τους καταφέρει να του μιλήσουν, θυμήθηκα δύο ιστορίες.

Η πρώτη είναι αυτή που αφηγείται ο Νίκος Καζαντζάκης στην Αναφορά στον Γκρέκο, για τον φίλο του τον ποιητή που είχε σκαρφαλώσει πάνω από το κορμί ενός νεκρού και τον φιλούσε στο στόμα όλη νύχτα προσπαθώντας να του εμφυσήσει ζωή. Η δεύτερη ιστορία είναι κάπως πιο πρόσφατη και πιο γνώριμη, είναι η ιστορία της Αριστεράς τον καιρό της κρίσης. Παρατηρώ αυτόν τον καιρό ότι όσο και αν έχουν αποδομηθεί τα βασικά επιχειρήματα των πρώτων ετών των μνημονίων, αυτό δεν έχει καμία απολύτως σημασία. Γιατί εκτός από τα επιχειρήματα, χρειάζονται και άνθρωποι που να ρέει αίμα στις φλέβες τους. Πάει να πει, που να μην αρκούνται στο δίκιο τους, αλλά να θέλουν να το βρουν. Να είναι διατεθειμένοι να αγωνιστούν. Αυτό προϋποθέτει μία αποτίμηση όχι των απόψεων, αλλά της ίδιας της πραγματικότητας. Αυτή η αναζήτηση λοιπόν είναι που μου θυμίζει περιήγηση σε ερείπια. Σήμερα, ενώ περισσεύουν οι απόψεις, και ο κόσμος είναι γεμάτος από ανθρώπους απολύτως πεπεισμένους ότι έχουν δίκιο, στην πραγματικότητα συνομιλούμε με πτώματα.

Διαβάζω στον Μπαλζάκ για το αίτημα «να γίνει το κάθε μελανοδοχείο Βεζούβιος» ή την ιδέα ότι «σήμερα που τα πάντα είναι ένας διανοητικός αγώνας, πρέπει να μπορούμε να παραμένουμε σαράντα οκτώ ώρες συνεχώς στην καρέκλα και μπροστά στο γραφείο, όπως ένας στρατηγός παρέμενε δύο μερόνυχτα πάνω στο άλογό του». Όμως όλα αυτά προσκρούουν στο ότι δεν υπάρχει ούτε ο στρατηγός αλλά ούτε και ο γραφιάς που θα έμενε ξάγρυπνος σαράντα οκτώ ώρες. Και οι δύο κοιτάζουν μελαγχολικά τον τοίχο τους μέχρι να νυστάξουν. Μετά, πιτζαμάκι και νάνι. Δεν μπορεί κανείς να ξυπνήσει τους νεκρούς, πολύ περισσότερο δεν μπορεί να το κάνει αυτό κάποιος που είναι και ο ίδιος νεκρός.

Στις ραδιοφωνικές συζητήσεις με καλεσμένους, που κάνουμε στο ThePressProject, έχω την ευκαιρία να συνομιλώ μερικές φορές με πολιτικούς. Καταλαβαίνω ότι είναι αδύνατο να επιβιώσουν στην πολιτική χωρίς να υποκρίνονται ότι αισιοδοξούν. Είναι προφανώς αδιανόητο να πει κανείς «έχω ένα πολιτικό κόμμα και ζητώ την ψήφο σας, αλλά πιστεύω πως η μοίρα μας είναι να πάμε κατά διαόλου». Αυτή τη στιγμή όμως δεν υπάρχει κανένα κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας που να πάλλεται ή έστω να γρηγορεί.

Όταν εξέφρασα αυτή την επιφύλαξη στον Παναγιώτη Λαφαζάνη, μου είπε πως δεν μπορεί ο άνθρωπος να αγωνίζεται αν δεν ελπίζει. Σύμφωνοι. Ούτε όμως μπορεί να παριστάνουμε ότι ελπίζουμε, όταν η ελπίδα δεν φαίνεται πουθενά. Δεν έχουμε λόγο να κοροϊδεύομαστε. Έτσι κι αλλιώς, ποιον να πείσεις ότι βλέπει αυτό που δεν βλέπει; Το «Η ελπίδα έρχεται» είναι ένα προεκλογικό σλόγκαν που αντιμετωπίζουμε τώρα με πικρό χαμόγελο. Όμως η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ έγινε εφικτή ακριβώς και μόνο διότι εξέφρασε την ελπίδα.

Όσα λέγονται σήμερα από τους εναπομείναντες πολιτικούς της αμντιμνημονιακής Αριστεράς θυμίζουν αυτά που αναλογίζεται κανείς ότι θα μπορούσε ή θα ήθελε να έχει πει σε έναν καυγά όπου τον εξευτέλισαν, κι εκείνος δεν είπε τίποτα. Κάθισε και τα άκουσε ντροπιασμένος και κατακόκκινος, και μετά περπατάει πάνω κάτω στο σπίτι του λέγοντας αυτά που θα ήθελε να έχει την ετοιμότητα να πει την κρίσιμη ώρα. Αλλά δεν θα τα πει, γιατί είναι πια αργά. Οι κορώνες λέγονται στον καθρέφτη, γιατί ο εχθρός έχει αποχωρήσει και κάνει σκι, ορειβασία, καπνίζει πούρα ή συσκέπτεται με τον Χουλιαράκη. Την ηρωική περίοδο του ΣΥΡΙΖΑ είχαμε ηρωική δημόσια ρητορική μεν, αλλά πλήρη συμπόρευση με το υποχωρητικό μοντέλο διαπραγμάτευσης που ήθελε να μην ανησυχούμε ποτέ τον κόσμο ότι κάτι μπορεί να πάει στραβά. Τα αποτελέσματα είναι γνωστά.

Δεν με ενδιαφέρουν οι ιδέες και το αφηρημένο δίκιο, όσο με ενδιαφέρουν οι δρόμοι όπου θα έπρεπε να βρίσκονται όλοι αυτοί που έχουν δίκιο. Όσο αυτοί οι δρόμοι είναι άδειοι, το δίκιο μας είναι ασκήσεις επί χάρτου.

Ποιος ο λόγος για να τα πει κανείς αυτά; Για να μην πιέζουμε τον εαυτό μας να παριστάνει πως είναι κάτι άλλο από αυτό που είναι. Δεν ξέρω αν αυτή είναι συνταγή επιτυχίας, αλλά είναι σίγουρα προϋπόθεση μιας κάποιας ηρεμίας. Γελούσα πάντοτε με την μοντιπαϊθονέσκ κατάσταση των φοιτητικών συναντήσεων που όλοι ζητούσαν «να μην τα λέμε αυτά μεταξύ μας, να βγούμε στον κόσμο», ζητούσαν «να μαζικοποιηθεί το κίνημα» και άλλα ηχηρά παρόμοια, που ήταν πιο χαριτωμένα τότε, διότι δεν χτυπούσε την πόρτα η καταστροφή. Σήμερα αυτά ακούγονται αρκετά πιο πικρά, διότι οι νεκροί που ξυπνούν νεκρούς έχουν να αντιμετωπίσουν μια καταστροφή, προσπαθούν να ξεκλειδώσουν μια πόρτα την ώρα που το σπίτι καίγεται. Να πούμε ότι πρέπει πρώτα να γιάνουμε και μετά να περπατήσουμε δεν είναι ούτε παραίτηση ούτε φυγομαχία. Είναι μια αποτύπωση της πραγματικότητας.

Είχαν ρωτήσει τον Αγκάμπεν αν η σκέψη του είναι απαισιόδοξη. Απάντησε:
«Η Σιμόν βέιλ έχει πει “δεν μου αρέσουν οι άνθρωποι που ζεσταίνουν τις καρδιές τους με κούφιες ελπίδες”. Η σκέψη για μένα είναι ακριβώς αυτό: το σθένος του απελπισμένου. Και μήπως αυτό δεν είναι το αποκορύφωμα της αισιοδοξίας;»