Αλιεύσαμε το κείμενο από τον Γιώργο Τσιάκαλο

Χθες το απόγευμα στο ΚΤΕΛ Κηφισού είδα παρκαρισμένα δύο αυτοκίνητα της αστυνομίας δίπλα στην αποβάθρα των λεωφορείων που αναχωρούν για τη Θεσσαλονίκη. Με το που σταμάτησε το λεωφορείο, στο οποίο είχαμε επιβιβασθεί προηγουμένως στο Πεδίο Άρεως, μπήκε ένας αστυνομικός, κοίταξε τα πρόσωπα των επιβατών, σταμάτησε μπροστά σε δύο πολύ νεαρούς άνδρες που έμοιαζαν να είναι μετανάστες και ζήτησε την ταυτότητά τους. Αιτητές ασύλου ήταν, το γνώριζα, επειδή είχα δει ότι, για να κόψουν εισιτήριο στο πρακτορείο του Πεδίου Άρεως, έδειξαν προηγουμένως τα χαρτιά τους αποδεικνύοντας έτσι ότι νόμιμα μπορούσαν να ταξιδέψουν. Το ίδιο έκαναν και στον αστυνομικό, ο οποίος, αφού τα έλεγξε, τους κάλεσε να πάρουν τα πράγματά τους και να κατέβουν από το λεωφορείο.

Δεν θα διηγηθώ όλη την ιστορία με λεπτομέρειες. Κάπου 20 λεπτά κράτησε η συζήτησή μου –διένεξη θα την ονόμαζαν άλλοι, βλέποντας τις φωτογραφίες- με τους αστυνομικούς έξω από το λεωφορείο, όπου επέμενα να εξηγώ ότι δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή μια πράξη που καταστρατηγεί αυτονόητα δικαιώματα κάθε ανθρώπου.
Χρειάστηκε επίσης να μιλήσω για τα δικαιώματα των αιτούντων άσυλο, που προβλέπονται από τους νόμους μας, και για τους περιορισμούς, στους οποίους σε καμιά περίπτωση δεν συγκαταλέγεται η απαγόρευση μετακίνησής τους μέσα στη χώρα και φυσικά προς τη Θεσσαλονίκη.
Κι επειδή στη ερώτηση «τι είστε εσείς και παρεμβαίνετε» η απάντησή μου ήταν πάντα η ίδια ότι «είμαι Έλληνας πολίτης, και συνεπώς ενδιαφέρομαι να τηρούνται το σύνταγμα και οι νόμοι», γύρισα στο λεωφορείο για να πάρω την ταυτότητά μου και την επαγγελματική μου κάρτα με τη διεύθυνση και τα τηλέφωνα μου.

Στο λεωφορείο το σύνολο των επιβατών, άνδρες και γυναίκες, ήταν στο πλευρό των δύο προσφύγων, απλά, συζητώντας με τη Ζίγκριντ, αναρωτιούνταν με έντονη την αμφιβολία, εάν υπήρχε πιθανότητα να «ενδώσει» η αστυνομία. Η Ζίγκριντ είχε μαζέψει τα πράγματά μας, για την περίπτωση που θα χρειαζόταν κατεβούμε από το λεωφορείο σε συμπαράσταση με τους πρόσφυγες, και φωτογράφιζε τη σκηνή.

Όταν κατέβηκα πάλι από το λεωφορείο διαπίστωσα ότι ο επικεφαλής της αστυνομίας είχε απομακρυνθεί, μάλλον για να επικοινωνήσει με τους ανωτέρους του, οπότε εγώ βρήκα την ευκαιρία να πω στους δύο πρόσφυγες ότι, εάν πηγαίνουν προς τη Θεσσαλονίκη με την πεποίθηση, ή έστω την ελπίδα, ότι τα βόρεια σύνορα είναι ανοιχτά, να ξέρουν ότι αυτό δεν ισχύει, συνεπώς έχουν ακόμη τη δυνατότητα να πάρουν τα χρήματά τους πίσω και να μείνουν στην Αθήνα, σε κάθε περίπτωση πάντως, μόνον δική τους θα ήταν η απόφαση εάν θα ταξιδέψουν, και όχι της αστυνομίας ή οποιουδήποτε άλλου.

Λίγο αργότερα γύρισε ο επικεφαλής, του έδειξα την ταυτότητά μου, του έδωσα την κάρτα μου για την περίπτωση που θα χρειαζόταν να καταλογιστούν κάποιες ευθύνες, και μετά από λίγο επέστρεψε στους πρόσφυγες τα έγγραφά τους και επιβιβαστήκαμε πάλι στο λεωφορείο.

Τα 20 λεπτά καθυστέρηση καλύφθηκαν εύκολα στη διαδρομή. Και η Θεσσαλονίκη υποδέχθηκε, όπως τόσα εκατομμύρια φορές στην Ιστορία της, δύο πρόσφυγες κι αυτό το βράδυ. Το βράδυ της ημέρας, κατά την οποία η αρμόδια υπουργός δήλωνε με απίστευτο αυταρχισμό ότι κανένας μετανάστης δεν θα ταξίδευε προς τη Βόρεια Ελλάδα. Όμως ταξίδεψαν.

ΚΙ εγώ συνειρμικά ταξίδεψα στο χρόνο. Στις εκλογές το Νοέμβριο του 1952, ο πατέρας μου, που μόλις είχε απολυθεί από τη Μακρόνησο, ξεκίνησε από την Αλεξανδρούπολη για πάει να ψηφίσει στο Σουφλί. Δύσκολο ταξίδι εκείνη την εποχή, για πολλούς λόγους.
Με πήρε κι εμένα μαζί του, έξι χρονών τότε, για να με δουν ο παππούς και η γιαγιά. Στις Φέρρες μπήκαν χωροφύλακες να ελέγξουν τις ταυτότητες και, στους άνδρες, τα απολυτήρια του στρατού. Βλέποντας το απολυτήριο της Μακρονήσου, μας κατέβασαν από το λεωφορείο και ζήτησαν από τον πατέρα μου να γυρίσει πίσω. «Με κατεβάσατε αλλά πίσω δε γυρνώ» τους είπε, και ας κινδύνευε να τον συλλάβουν πάλι και να τον στείλουν στην εξορία. Με τα πόδια προχωρήσαμε και φτάσαμε. Και ψήφισε για την έλευση της Ανθρώπινης Κοινωνίας.
Ήταν η πρώτη μου προεκλογική εμπειρία.

Γι’ αυτό λέω: Όχι, κυρία Γεροβασίλη, έκτακτα μέτρα τα βιώσαμε και τα αντιπαλέψαμε ως κομμουνιστές, δεν θα επιτρέψουμε να επιβληθούν τώρα σε βάρος ανθρώπων άλλου χρώματος, άλλης θρησκείας, άλλης εθνικότητας.

Υ.Γ. Στις φωτογραφίες, εκτός από τους αστυνομικούς, τους πρόσφυγες κι εμένα, βλέπετε και μια νεαρή κοπέλα, η οποία αυθόρμητα και ανεξάρτητα από εμένα διαμαρτυρήθηκε φωνάζοντας «γιατί τους κατεβάζετε;» και στάθηκε σε όλη τη διένεξη δίπλα στα παιδιά και σ’ εμένα. Πολύ τη χάρηκα! Η δική της, μαζί με τη συμπεριφορά όλων ανεξαιρέτως των επιβατών, επιβεβαίωσαν για άλλη μια φορά την άποψή μου: η ανθρωπιά είναι αυτή που χαρακτηρίζει την αυθόρμητη αντίδραση των ανθρώπων της χώρας μας στην αδικία, και όχι η βαρβαρότητα των ακροδεξιών αγυρτών και των ακολούθων τους.