Απεργούν γιατί με το νέο ασφαλιστικό καταργείται ο κύριος πόρος των ταμείων τους, διαλύοντάς τα. Τα ταμεία των δημοσιογράφων ποτέ δεν πήραν δημόσιο χρήμα καθώς ήταν και είναι αυτοχρηματοδοτούμενα. Τώρα ληστεύονται τα όποια αποθεματικά τούς απέμειναν μετά την καταστροφή του περίφημου PSI καθώς συγχωνεύονται στη χοάνη του Ενιαίου Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης για να καλύψουν αλλότριες τρύπες κακοδιαχείρισης και διαφθοράς.
Έτσι, σήμερα, το 20% του κοινωνικού πόρου που προβλεπόταν από τις διαφημίσεις και που οι περισσότεροι εκδότες – ιδιοκτήτες ΜΜΕ έχουν να πληρώσουν χρόνια, καταργείται. Και αντικαθίσταται από μια τριμερή χρηματοδότηση που από τη μια θα επιβαρύνει το δημόσιο και από την άλλη θα αυξήσει το κόστος του εργαζόμενου καθιστώντας τον ακριβό για τους εργοδότες. Σε περίοδο κρίσης είναι προφανές ότι αυτό οδηγεί σε ακόμη μεγαλύτερη εξαθλίωση όλον τον κλάδο, σε ακόμη πιο κακοπληρωμένες θέσεις εργασίας (αν μπορεί κανείς να ονομάσει θέσεις εργασίας αυτό που σήμερα καλούνται να κάνουν χιλιάδες δημοσιογράφοι για να επιβιώσουν υπεραπασχολούμενοι και υποαμειβόμενοι για να κάνουν «αναπαραγωγή ειδήσεων»).
Αν το ασφαλιστικό νομοσχέδιο εφαρμοστεί ως έχει, ακόμη και αν τυπικώς αυτό γίνει το 2017, το αγγελιόσημο καταργείται ΑΜΕΣΑ, δηλαδή «αφήνει στον τόπο» χωρίς περίθαλψη, χωρίς φάρμακο, χωρίς καμία στήριξη περί τους 18.500 ασφαλισμένους στον ΕΔΟΕΑΠ, εκ των οποίων πολλοί είναι άνεργοι. Δεν μειώνονται οι παροχές τους. Δεν πετσοκόβονται. Απλώς σταματούν να υπάρχουν. Αυτό αλήθεια πόσος κόσμος το γνωρίζει;
Σε περίοδο κρίσης, που η ιδιοκτησία των ΜΜΕ συγκεντρώνεται σε λίγα χέρια (τα οποία μπορεί και ν’ αλλάζουν με ορισμένα νέα «τζάκια» να ξεφυτρώνουν και τα παλιότερα να υποχωρούν), που η «μαύρη» εργασία έχει γίνει καρκίνωμα που απλώνεται διαρκώς χωρίς κανένα στοιχειώδη κανόνα έστω και στο πλαίσιο αυτού του συστήματος, η επιλογή αυτή πρακτικώς οδηγεί στο να «κλείσουν» ακόμη περισσότερο τα στόματα, να ελεγχθεί πολύ πιο αυστηρά η ενημέρωση, όπως έστω αυτή έχει απομείνει, καθώς στρατιές εξαθλιωμένων απλώς θα διαγκωνίζονται για ένα κομμάτι ψωμί έτοιμες να κάνουν τα πάντα για να επιβιώσουν.
Οι δημοσιογράφοι απεργούν. Αλλά δεν φαίνεται να υπάρχει καμία ιδιαίτερη αλληλεγγύη στον αγώνα τους. Αντίθετα δεν λείπουν τα αρνητικά ή και αρνητικά σχόλια για την απεργία τους. Γιατί;
Ο δημοσιογραφικός κλάδος έχει δεχτεί, τα τελευταία ιδιαίτερα χρόνια, τεράστιο πλήγμα στην αξιοπιστία του. Δικαίως πολλές φορές, καθώς οι υπόλοιποι εργαζόμενοι τον ταυτίζουν με τις επιλογές της εκάστοτε εξουσίας, καθώς αυτό ήταν το «μήνυμα» που εξέπεμπαν όλα τα μεγάλα ΜΜΕ. Με προμετωπίδα τους λεγόμενους «μεγαλοδημοσιογράφους», τα πιο γνωστά πρόσωπα μέσα από τις μικρές οθόνες, άλλοι κλάδοι εργαζομένων λοιδορήθηκαν, αγωνιστικές κινητοποιήσεις αμαυρώθηκαν ή υποσκάφθηκαν, τρομοκρατικό κλίμα καλλιεργήθηκε, παραπληροφόρηση κυριάρχησε, καμία αλληλεγγύη δεν φάνηκε να επιδεικνύεται προς τους άλλους εργαζόμενους.
Παρόλα αυτά, όπως δεν είναι όλοι οι γιατροί «ματσωμένοι φοροφυδάγες», όπως δεν είναι όλοι οι δημόσιοι υπάλληλοι επίορκοι τεμπέληδες, ούτε όλοι οι δικηγόροι ή οι μηχανικοί λαμόγια, έτσι δεν είναι ούτε οι όλοι οι δημοσιογράφοι ξεπουλημένοι στο σύστημα και στην εκάστοτε εξουσία. Η ενοχική ισοπέδωση των πάντων είναι τραγικό λάθος που διαπράττεται ακόμη και από τους ίδιους τους δημοσιογράφους.
Χιλιάδες δημοσιογράφους ο μέσος πολίτης δεν τους γνώρισε και δεν τους γνωρίζει.
Είναι όλοι αυτοί που το πρόσωπό τους δεν έγινε γνωστό μέσα από τις κάμερες αλλά έβγαζαν ή βγάζουν τον κύριο όγκο της δουλειάς, σε εφημερίδες, σε ραδιοφωνικά στούντιο, σε τηλεοπτικά πλατό, σε αίθουσες σύνταξης ηλεκτρονικών σελίδων. Είναι αυτοί που στις χρυσές εποχές του επαγγέλματος, στην καλύτερη δεν πήραν ποτέ τίποτε πάνω από τη σύμβαση, ενώ πολλοί ακόμη και τότε δούλευαν με «μπλοκάκια» χωρίς να έχουν καν κανονική ασφάλιση. Είναι αυτοί που πετάχτηκαν κατευθείαν στο δρόμο όταν άρχισαν οι περικοπές στα «μαγαζιά» και έσκασε η «φούσκα» των ΜΜΕ και σήμερα φυτοζωούν κάνοντας πέντε διαφορετικές δουλειές, με μισθό – χαρτζιλίκι, χωρίς σύμβαση, χωρίς ασφάλιση, χωρίς στον ήλιο μοίρα. Είναι αυτοί που αρνήθηκαν να παπαγαλίσουν και επέλεξαν «πλευρά» μα δεν ήταν η πλευρά των αφεντικών αυτής της χώρας. Γι αυτούς τους δημοσιογράφους, η πλειοψηφία του κόσμου δεν γνωρίζει τίποτε και ούτε θα μάθει.
Είναι άλλο να κατανοεί κανείς γιατί η πλειοψηφία των υπολοίπων εργαζομένων διάκειται αρνητικά απέναντι στα ΜΜΕ και άλλο να ενστερνίζεσαι την λογική ότι οι δημοσιογράφοι, με ελάχιστες εξαιρέσεις, υπήρξαν τα παπαγαλάκια της εξουσίας, των ισχυρών, και της τάξης των αφεντικών τους. Πρόκειται για μια …περίεργη «αυτοκριτική» που «τσουβαλιάζει» όλο τον κλάδο και εκτός από άδικη και μακριά από την πραγματικότητα (εκτός και αν όσοι την κάνουν νιώθουν να έχουν οι ίδιοι ταυτιστεί κάποια στιγμή με τα συμφέροντα των αφεντικών τους) είναι και παντελώς επιζήμια στην ύστατη έστω αυτή στιγμή. ΌΧΙ, δεν είναι όλοι οι δημοσιογράφοι ίδιοι.
Οι δημοσιογράφοι απεργούν. Κάποιοι παίζουν κορώνα γράμματα την πενιχρή αμοιβή τους και κάποιοι ωρύονται καταγγέλλοντας την «έλλειψη ενημέρωσης του ελληνικού λαού αυτές τις κρίσιμες ώρες» διαρηγνύοντας τα ιμάτιά τους στο βωμό του δικαιώματός της ενημέρωσης. Γιατί;
Γιατί υπάρχουν τα υψηλόβαθμα και καλοπληρωμένα, ακόμη και μέχρι σήμερα, στελέχη των ΜΜΕ που ταυτίζουν τα συμφέροντά τους με τα αφεντικά του χώρου. Δημοσιογραφία χωρίς να διαλέγεις πλευρά δεν υφίσταται. Το πόσο πολύ «ελεύθερη ενημέρωση» υπάρχει με τα κυρίαρχα ΜΜΕ καταγράφηκε πλέον στην ιστορία και το περασμένο καλοκαίρι όταν η πλειοψηφία του 62% του ΟΧΙ δεν είχε σχεδόν καμία εκπροσώπηση στα κατά τα άλλα «μεγάλα ΜΜΕ» που τώρα κόπτονται για την έλλειψη ενημέρωσης. Αυτή είναι η ελευθεροτυπία για την οποία σήμερα ορισμένοι νοιάζονται τόσο πολύ.
Δυστυχώς, υπάρχει, και πολύ περισσότερο υπήρχε, και ένας αριθμός δημοσιογράφων που ουδεμία σχέση είχαν σε επίπεδο αμοιβών και συμφερόντων με τα αφεντικά, αλλά «κατάπιαν αμάσητη» την αυταπάτη περί δήθεν «ιδιαιτερότητας» του κλάδου επειδή συγχρωτίζεται λόγω αντικειμένου με εκπροσώπους της εξουσίας. Το γεγονός ότι το προϊόν της δουλειάς τους δεν «ζυγίζεται» με κιλά, δεν «μετριέται» με μέτρα, δεν «καταγράφεται» χτυπώντας κάρτα, δημιούργησε τη στρεβλή αίσθηση ότι αποτελούν κάτι ξεχωριστό σε σχέση με τους υπόλοιπους εργαζομένους, σαν να μην είναι το προϊόν πνευματικής εργασίας επίσης υλική εργασία, και σαν να μην αποτελεί η υπεραξία τους επίσης πηγή πλουτισμού για τους εργοδότες τους. Το ότι αποτελούν επίσης μέρος όλων των άλλων εργαζομένων, όλης της υπόλοιπης εργατικής τάξης, το ότι το προϊόν της εργασίας τους αν και τυπικώς άυλο, παραμένει προϊόν υλικό, δεν αλλάζει από την αντίληψη που οι ίδιοι για καιρό είχαν για τον εαυτό τους, ούτε τους καθιστά κατάπτυστους συλλήβδην.
Οι δημοσιογράφοι απεργούν και νιώθουν ότι βρίσκεται ο καθένας μόνος του απέναντι στο θεριό ενώ τα συνδικαλιστικά τους όργανα μοιάζουν να είναι περισσότερο απαξιωμένα από ποτέ πριν, ακόμη και στα μάτια των ίδιων των απεργών. Γιατί;
Είναι το λογικό αποτέλεσμα της στάσης που τήρησαν και της νοοτροπίας που καλλιέργησαν επί χρόνια οι πλειοψηφίες των ηγεσιών των συνδικαλιστικών οργάνων των δημοσιογράφων. Μια νοοτροπία διαβουλεύσεων με υπουργούς και εκπροσώπους της εξουσίας πίσω από κλειστές πόρτες, διαφοροποίησης από τους υπόλοιπους εργαζομένους, βεβαιότητας ότι με «πάρε δώσε» στο επίπεδο της διαχείρισης της είδησης ή ακόμη και της στυγνής προπαγάνδας, εγκαταλείποντας το ρόλο ακριβώς του ελέγχου της εξουσίας, θα διασωθούν, ως αντάλλαγμα, οι ασφαλιστικές και μισθολογικές κατακτήσεις του κλάδου ενώ όλη η υπόλοιπη κοινωνία θα βυθίζεται. Μια νοοτροπία που κατέληγε στις εκλογές για τα συνδικαλιστικά όργανα να επιλέγονται και να εκλέγονται εκείνοι που είχαν «διασυνδέσεις» και «τηλεοπτικό πρόσωπο», σε ένα σημαντικό βαθμό, προκειμένου να συνεχίσουν την ίδια λογική των λεγόμενων κομπρεμί και να κυλήσει έτσι ο καιρός.
Γι αυτό σημαίνοντα στελέχη της συνδικαλιστικής ηγεσίας, το περασμένο καλοκαίρι, την ώρα που η πλειοψηφία του ελληνικού λαού έλεγε ένα βροντερό ΟΧΙ στα μνημόνια και στη συγκεκριμένη πολιτική, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, υιοθετούσαν ή το σαφές ΝΑΙ εξαρχής ή το ΝΑΙ «παραλλαγής» που ακολούθησε πετώντας στον κάλαθο των αχρήστων τη λαϊκή θέληση. Στο πλαίσιο των μνημονίων, όμως, τα υγιή αυτοχρηματοδοτούμενα παραδείγματα, όπως πχ ήταν επί χρόνια ο Ενιαίος Δημοσιογραφικός Οργανισμός Επικουρικής Ασφάλισης και Περίθαλψης, δεν έχουν χώρο. Αυτό θα έπρεπε να το γνωρίζουν όσοι σήμερα εξανίστανται αλλά μέχρι πρότινος σφύριζαν αδιάφορα πουλώντας τηλεοπτικό συνδικαλισμό.
Σήμερα, οι πλειοψηφίες των δημοσιογραφικών συνδικαλιστικών ηγεσιών καλούν σε «απεργιακό πυρετό» και σε «αγωνιστική εγρήγορση» και δεν έχουν κάνει καν τον κόπο να μπουν στους χώρους εργασίας για να ενημερώσουν τους άμεσα ενδιαφερόμενους, καταρχήν, τους ίδιους τους δημοσιογράφους τους οποίους καλούν σε απεργία. Να τους ενημερώσουν όχι με sms και emails. Είναι οι ίδιες πλειοψηφίες που έχασαν μήνες, χρόνια από γραφείο σε γραφείο αρνούμενες να μπουν σε λογική πραγματικής κινητοποίησης και συντονισμού και που σήμερα μιλούν ακόμη και για απεργία διαρκείας χωρίς να έχουν καν κατά νου έναν σχεδιασμό για το πώς θα διασφαλιστεί κάτι τέτοιο, πώς θα περιφρουρηθεί.
Είναι οι ίδιες πλειοψηφίες που αρνούνται πεισματικά με διάφορα προσχήματα να ανοίξουν τα δημοσιογραφικά σωματεία για να ενταχθούν στους κόλπους τους όλοι οι σύγχρονοι σκλάβοι των διαδικτυακών μέσων που βρίσκονται πρακτικά – και όχι τυπικά- έρμαιο του κάθε αφεντικού. Είναι οι ίδιες πλειοψηφίες που δεν καταδέχτηκαν καν να κάνουν μια βόλτα από αυτά τα διαδικτυακά μέσα όλον αυτόν τον καιρό, ακόμη και αυτές τις μέρες του «απεργιακού πυρετού» για να καταγράψουν ιδίοις όμμασι τις άθλιες συνθήκες που επικρατούν εκεί «κάνοντας πλάτες» με τον τρόπο αυτό στην απεργοσπασία.
Είναι οι ίδιες πλειοψηφίες που διαρκώς «πετάνε την μπάλα στην εξέδρα» όταν τίθεται το μείζον και εύλογο θέμα ότι δεν μπορούν σε ένα επαγγελματικό συνδικαλιστικό σωματείο να βρίσκονται μαζί αφεντικά (δημοσιογράφοι που είναι ιδιοκτήτες κάποιου ΜΜΕ) και εργαζόμενοι, αλλά ούτε και συνταξιούχοι και εργαζόμενοι. Είναι οι ίδιες πλειοψηφίες που σήμερα κάνουν ότι δεν καταλαβαίνουν ότι δεν υπάρχει πραγματικά απεργία δημοσιογράφων χωρίς να «κατέβουν» και τα διαδικτυακά ΜΜΕ, χωρίς να συντονιστούν όλοι οι συναφείς κλάδοι σε έναν κοινό αγώνα, χωρίς αυτός ο αγώνας να εναρμονιστεί και με την υπόλοιπη κοινωνία, γιατί πολύ απλά οι δημοσιογράφοι είναι εργαζόμενοι όπως όλοι οι άλλοι και τώρα που η χρυσόσκονη κατακάθισε οι αυταπάτες τέλειωσαν.
Ακόμη και αν βρεθεί κάποια φόρμουλα «να χρυσωθεί το χάπι» της διάλυσης της ασφαλιστικής και ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης των εργαζομένων στα ΜΜΕ με κάποιο ημίμετρο, τίποτε δεν θα έχει λήξει. Εκτός από τον συνδικαλισμό των «δημοσίων σχέσεων», των «επαφών» και των «ιδιαίτερων προνομίων» που πλέον βρίσκεται στον επιθανάτιο ρόγχο του. Το στοίχημα να γίνουν αυτά τα δημοσιογραφικά σωματεία πραγματικά εργατικά σωματεία αφορά καταρχήν τους ίδιους τους δημοσιογράφους, όλους εκείνους τους αγνώστους στο ευρύ κοινό, χωρίς την παρουσία, την πίεση, τη συμμετοχή και την οργή των οποίων δεν θα κουνηθεί τίποτε. Και είναι στοίχημα ζωής και θανάτου πλέον, κυριολεκτικώς.
Αφορά όμως και το ίδιο το λεγόμενο…ευρύ κοινό. Γιατί χωρίς δημοσιογράφους, όχι μεγαλοδημοσιογράφους, όχι τηλεοπτικά πρόσωπα, όχι μεγάλα ονόματα, όχι μεγαλοστελέχη ιδιωτικών επιχειρήσεων ΜΜΕ, αλλά δημοσιογράφους που να μπορούν να στέκονται όρθιοι με στοιχειώδη αξιοπρέπεια, δεν υπάρχει καμία ενημέρωση, καμία είδηση, κανένας έλεγχος της όποιας εξουσίας, καμία καταγραφή της καταστολής, της αυθαιρεσίας. Δεν θα υπάρχουν δηλαδή πουθενά οι ίδιοι οι εργαζόμενοι, ο ίδιος ο λαός, η πραγματικότητα της πλειοψηφίας. Μια πρώτη γεύση του τι σημαίνει αυτό πήραμε όλοι εκείνες τις λίγες μέρες πριν το δημοψήφισμα του Ιουλίου.
Ελένη Μαυρούλη
Πηγή: toperiodiko.gr