Η δημόσια συζήτηση για τη θέση του ισλάμ και των μουσουλμανικών πληθυσμών στις ευρωπαϊκές κοινωνίες παίρνει μια όλο και πιο υστερική τροπή. Ελλείψει πληροφοριών και συγκεκριμένων ερευνών, χρησιμοποιούμε γεγονότα που είναι δραματικά, μεν, αλλά δεν αφορούν παρά ένα ελάχιστο ποσοστό των πληθυσμών αυτών, επιθέσεις στο Παρίσι, σεξουαλικές παρενοχλήσεις στην Κολωνία), για να βγάζουμε γενικότερα συμπεράσματα για τη δυνατότητα δεκάδων εκατομμυρίων ανθρώπων να ζήσουν μαζί.
Στην πραγματικότητα, μόλις το 5% του πληθυσμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης (25 εκατομμύρια άνθρωποι σε σύνολο 510 εκατομμυρίων) ανήκει στη μουσουλμανική θρησκεία ή κουλτούρα. Τα αντίστοιχα ποσοστά στη Γερμανία και τη Γαλλία είναι 6% και 7%. Πρόκειται για μια σημαντική μειονότητα, μικρότερη από εκείνη στην Ινδία (15% του πληθυσμού), αλλά μεγαλύτερη από εκείνη στις Ηνωμένες Πολιτείες (1%, όπως και στην ανατολική Ευρώπη).
Υπάρχουν, ευτυχώς, μερικές έρευνες που επιτρέπουν την επανατοποθέτηση της συζήτησης σε άλλη βάση. Μία έρευνα δείχνει ότι τα παιδιά των μεταναστών μπορεί να σπουδάζουν και να αποκτούν διπλώματα, είναι όμως θύματα της ανεργίας για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από τα παιδιά των Γάλλων και δεν έχουν την ίδια πρόσβαση μ’ εκείνα σε διάφορες θέσεις απασχόλησης. Η ασυμμετρία αυτή είναι ιδιαίτερα έντονη όταν τα παιδιά κατάγονται από το Μαγκρέμπ ή την Αφρική.
Μια άλλη έρευνα δείχνει την έκταση των διακρίσεων που υφίστανται οι νέες γενιές μουσουλμανικής θρησκείας ή καταγωγής. Οι ερευνητές έστειλαν ψεύτικα βιογραφικά σημειώματα σε εργοδότες που αναζητούσαν υπαλλήλους. Και διαπίστωσαν πως όταν το όνομα έμοιαζε μουσουλμανικό, και επιπλέον ανήκε σε άνδρα, το ποσοστό θετικών απαντήσεων ήταν κάτω από 5%, έναντι 20% που ήταν στις περιπτώσεις γαλλικών ονομάτων. Οι σπουδές και τα προσόντα του ενδιαφερομένου δεν έπαιζαν απολύτως κανένα ρόλο στην περίπτωση που φαινόταν να είναι μουσουλμανικής καταγωγής.
Η Μαρί-Αν Βαλφόρ, που έκανε την έρευνα, διαπίστωσε ότι και μόνο το όνομα «Μοχάμεντ» οδηγούσε στην απόρριψη, ενώ οι «Μισέλ» τα πήγαιναν καλά. Επιπλέον, η συμμετοχή σε μουσουλμάνους προσκόπους οδηγούσε σε κάθετη πτώση των θετικών απαντήσεων, ενώ η συμμετοχή σε καθολικούς ή προτεστάντες προσκόπους αύξανε τις θετικές απαντήσεις. Αρνητικές διακρίσεις παρατηρήθηκαν και στα εβραϊκά ονόματα, λιγότερο μαζικές όμως απ’ ό,τι με τα μουσουλμανικά.
Οι εργοδότες δεν θεωρούν βέβαια ότι εκατομμύρια νέοι άνθρωποι είναι βιαστές ή δυνάμει τζιχαντιστές. Τα αρνητικά στερεότυπα όμως είναι υπαρκτά και τα τελευταία γεγονότα τα ενίσχυσαν. Η κ. Βαλφόρ προτείνει λοιπόν μια πολιτική θετικών διακρίσεων, όπως συμβαίνει στην Ινδία και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Δυστυχώς, στο σημερινό ευρωπαϊκό περιβάλλον κάτι τέτοιο μπορεί να κάνει μεγαλύτερο κακό από καλό. Ας εφαρμοστούν τουλάχιστον με μεγαλύτερη αυστηρότητα οι νόμοι κατά των διακρίσεων.
Πρέπει, επίσης, να υπενθυμίσουμε κάτι: Η σημερινή υστερία οφείλεται στον συνδυασμό της προσφυγικής κρίσης και του καταστροφικού τρόπου με τον οποίο χειρίστηκε η Ευρώπη τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008. Την περίοδο 2000- 2010, η Ευρώπη ενσωμάτωνε ένα εκατομμύριο μετανάστες τον χρόνο, η ανεργία έπεφτε και η ακροδεξιά υποχωρούσε. Τα ποσοστά ενσωμάτωσης έπεσαν ξαφνικά στο ένα τρίτο από το 2010 ως το 2015, ενώ οι ανάγκες αυξάνονταν. Είναι καιρός λοιπόν η Γαλλία και η Γερμανία να δώσουν νέα ώθηση στην ανάκαμψη της Ευρώπης και στην ενίσχυση του μοντέλου ενσωμάτωσης που έχει υιοθετήσει. Για τον σκοπό αυτό, πρέπει να υπάρξει μορατόριουμ στο χρέος και μαζικές επενδύσεις στις υποδομές και την εκπαίδευση. Σε αντίθετη περίπτωση, οι ξενοφοβικές τάσεις θα σαρώσουν τα πάντα.
*Ο Τομά Πικετί είναι οικονομολόγος και καθηγητής από το 2000, στην L’ Ecole des Hautes Etudes en Sciences Sociales (EHESS) καθώς και από το 2007 στην Ecole d’ Economie de Paris. Στα ελληνικά, κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Πόλις, τα βιβλία του «Η οικονομία των ανισοτήτων» (2007) και «Το Κεφάλαιο τον 21ο αιώνα» (2014).