Πηγή: Ημεροδρόμος
Τις συνέπειες των κυρώσεων των ΗΠΑ κατά της Βενεζουέλας καταγράφει η έκθεση του Κέντρου Λατινοαμερικανικής Γεωπολιτικής Στρατηγικής (Celag) και της Μονάδας Οικονομικού Διαλόγου (UDE), όπως περιγράφεται σε ρεπορτάζ του ΑΠΕ – ΜΠΕ. Συγκεκριμένα:
Σύμφωνα με τα στοιχεία της μελέτης των δύο ιδρυμάτων «οι οικονομικές συνέπειες του μποϊκοτάζ κατά της Βενεζουέλας», ο οικονομικός αποκλεισμός είχε ως αποτέλεσμα η χώρα να χάσει 250-350 δισ. δολάρια σε παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών μεταξύ του 2013-17, που μεταφράζεται σε μία απώλεια 12.200-13.400 δολαρίων κάθε χρόνο ανά κάτοικο. Την ίδια περίοδο η χώρα έχασε από 1,6% έως 1,1% του ΑΕΠ της.
Σύμφωνα με το οικονομικό μοντέλο που χρησιμοποίησε για τον υπολογισμό των απωλειών της οικονομίας της Βενεζουέλας η ομάδα των ειδικών της Celag-UDE, εάν η κυβέρνηση του Νικολάς Μαδούρο είχε, αντί των παγκόσμιων οικονομικών κυρώσεων, τη δυνατότητα πρόσβασης σε διεθνή χρηματοδότηση —όπως συνέβη με τη δεξιά κυβέρνηση του Μαουρίσιο Μάκρι στην Αργεντινή, ήδη από την επαύριο της εκλογής του— η άνοδος του ΑΕΠ της Βενεζουέλας θα ήταν μεγαλύτερη αυτή της Αργεντινής. Όμως ο Μαδούρο δεν είναι ο Μάκρι και ήδη από την εκλογή του το 2013 έχει ξεκινήσει ένας σκληρός πόλεμος, όχι δια των όπλων, αλλά μέσα από τις συναλλαγματικές σχέσεις.
Ένας βασικός παράγοντας, που συνέβαλε στην οικονομική ασφυξίας που επεβλήθη στη Βενεζουέλα, ήταν η μεγάλη εξάρτησή της από τις χρηματοδοτούμενες από την παραγωγή πετρελαίου εισαγωγές της. Μόλις έκλεισε η στρόφιγγα των κερδών από το πετρέλαιο, η χώρα στάθηκε ανίκανη να θέσει σε κίνηση τους άλλους παραγωγικούς μηχανισμούς της. «Ο στραγγαλισμός της εξωτερικής χρηματοδότησης ισοδυναμούσε συμβολικά με έναν μαζικό βομβαρδισμό κατά της βιομηχανίας και της παραγωγής στη χώρα», υπογραμμίζουν οι συντάκτες της έκθεσης.
«Η κατευθυνόμενη διεθνής στρατηγική για την οικονομική της απομόνωση» κόστισε στη Βενεζουέλα την απώλεια 22 δισ. δολαρίων ετησίως. Αφ’ ενός γιατί από το 2013 ο δημόσιος τομέας της χώρας στερήθηκε ετήσιων εσόδων ύψους 19 δισ. δολαρίων, και αφ’ ετέρου γιατί η αποπληρωμή του εξωτερικού χρέους απαιτούσε 3,3 δισ. δολάρια, κυρίως από την κάθε φορά μεγαλύτερη αύξηση των επιτοκίων κινδύνου.
Παράλληλα, οι διεθνείς οίκοι αξιολόγησης συνηθίζουν να προωθούν και να ενθαρρύνουν πολιτικές που ενισχύουν την ελεύθερη αγορά και να τιμωρούν τις αντίθετες απόψεις. Συναφώς, οι οίκοι Standards&Poors και Moody’s καθόρισαν το επιτόκιο κινδύνου για τη Βενεζουέλα σε τιμή άνω των 2.000 μονάδων, φθάνοντας έως και σε εξωφρενικά ύψη μεταξύ 5.000 και 6.000 μονάδων, όπως επισημαίνεται στην έκθεση.
«Αυτό ισοδυναμούσε με το ότι το χρέος της Βενεζουέλας, αντί ως κανονικά εξυπηρετούμενο, χαρακτηριζόταν ως πλησίον της χρεοκοπίας και η οικονομία της χώρας βαθμολογείτο χειρότερα από εκείνη χωρών σε εμπόλεμη κατάσταση, όπως η Συρία», τονίζουν.
Οι συντάκτες της έκθεσης συμπεραίνουν πως η «ανθρωπιστική κρίση και η μετανάστευση εκατοντάδων χιλιάδων κατοίκων της Βενεζουέλας έχουν ως αιτία το οικονομικό μποϊκοτάζ» και προειδοποιούν πως «οι εξωτερικές επιθέσεις στην οικονομική και παραγωγική δυνατότητα ενός κράτους μπορούν να ισοπεδώσουν την δυνατότητα αυτή εντός ολίγων ετών και, όπως αποδεικνύεται τα τελευταία χρόνια, είναι δυνατόν να χρησιμεύσουν ως προοίμιο μίας στρατιωτικής επέμβασης».