Το τρίτο γεγονός είναι η
αποκάλυψη της “Εφημερίδας των Συντακτών” για τις
παρακολουθήσεις πολιτών και δημοσιογράφων από την
Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών.
Ο συνδετικός κρίκος των τριών γεγονότων δεν είναι μόνο ότι αφορούν δημοσιογράφους, αλλά ότι συνδέονται άμεσα ή έμμεσα με το πρωθυπουργικό γραφείο. Η σύνδεση με την Ολλανδή δημοσιογράφο είναι βέβαια προφανής: Ο πρωθυπουργός της επιτέθηκε δημόσια, με τρόπο που θύμιζε την εκτός ελέγχου αντιμετώπιση δημοσιογράφων από τον Ντόναλντ Τραμπ.
Η συνέχεια δόθηκε από φιλοκυβερνητικά ΜΜΕ αλλά και ανώνυμους λογαριασμούς των μέσων κοινωνικής δικτύωσης.
Η παρακολούθηση δημοσιογράφων από την ΕΥΠ επίσης συνδέεται με προφανή τρόπο με το πρωθυπουργικό γραφείο το οποίο έχει τεθεί επικεφαλής της υπηρεσίας πληροφοριών.
Ακόμη όμως και η αποσιώπηση της δίκης της Λέσβου παραπέμπει στο ίδιο γραφείο το όποιο έχει υπό τον έλεγχό του και το Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων. Όποιος έχει εργαστεί έστω και μια ώρα σε ελληνική αίθουσα σύνταξης γνωρίζει ότι το ΑΠΕ καθορίζει ουσιαστικά τη δημοσιογραφική ατζέντα της ημέρας με το βάρος που δίνει σε κάθε πληροφορία.
Το γεγονός ότι η είδηση, που βρίσκεται στις πρώτες θέσεις διεθνών ΜΜΕ, δεν έφτασε ούτε σε εκείνα τα ελληνικά ΜΜΕ που έχουν δείξει ιδιαίτερη ευαισθησία σε θέματα προσφύγων αλλά και ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αποδεικνύει την απόλυτη κυριαρχία του κρατικού πρακτορείου στη διαμόρφωση της ειδησεογραφίας.
Είναι προφανές ότι λόγω των τριών περιστατικών (και δεκάδων άλλων που στιγμάτισαν το 2021) η χώρα μας θα κατρακυλήσει αρκετές ακόμη θέσεις στην παγκόσμια κατάταξη της ελευθεροτυπίας, την οποία παρουσιάζει κάθε χρόνο η οργάνωση Δημοσιογράφοι Χωρίς Σύνορα.
Η συγκεκριμένη λίστα όμως δεν αρκεί από μόνη της για να δείξει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του προβλήματος στην Ελλάδα, τα οποία σχετίζονται με τον κεντρικό ρόλο που παίζει πλέον το πρωθυπουργικό γραφείο.
Ίδια προπαγάνδα, άλλα μέσα
Θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι ο μέσος αναγνώστης και τηλεθεατής σε μια χώρα όπως οι ΗΠΑ λαμβάνει εξίσου κακή ποιότητα ενημέρωσης, καθώς η δημοσιογραφική ατζέντα καθορίζεται από τα λόμπι μεγάλων επιχειρήσεων.
Σε αυτήν την περίπτωση έχουμε ως επί το πλείστο μορφές αυτολογοκρισίας, οι οποίες είναι πολύ πιο δύσκολο να καταγραφούν και συνεπώς να «λεκιάσουν» την εικόνα της χώρας στην κατάταξη της ελευθεροτυπίας.
Η Ελλάδα όμως παρουσιάζει το μοναδικό φαινόμενο να λειτουργούν παράλληλα οι πιο σύγχρονες μορφές επηρεασμού της κοινής γνώμης, με τις πιο απαρχαιωμένες μορφές κρατικής και κυβερνητικής παρέμβασης στο έργο των δημοσιογράφων.
Ας μην ξεχνάμε ότι μέσα σε περίπου έναν χρόνο γνωρίσαμε το πακέτο Πέτσα, την πληρωμή ενός εκατομμυρίου ευρώ στον γίγαντα των δημοσίων σχέσεων
Edelman με στόχο την ωραιοποίηση της εικόνας της κυβέρνησης στο εξωτερικό, αλλά και τις δολοφονίες χαρακτήρα και τις παρακολουθήσεις δημοσιογράφων.
Αυτός ο συνδυασμός εξαγοράς συνειδήσεων (που οδηγεί σε αυτολογοκρισία) μαζί με τις πρακτικές αυταρχικών καθεστώτων (που οδηγούν σε φίμωση) δημιουργεί μια εικονική πραγματικότητα από την οποία συχνά δεν μπορούν να διαφύγουν ούτε τα αντιπολιτευόμενα μέσα ενημέρωσης.
Η κυβέρνηση δηλαδή σε συνεργασία με ισχυρούς οικονομικούς παράγοντες που ελέγχουν τα μεγαλύτερα ΜΜΕ διαμορφώνουν και την ατζέντα της ειδησεογραφίας αλλά και το περιεχόμενο των ειδήσεων.
* Το Sputnik δεν υιοθετεί απαραίτητα τις απόψεις που εκφράζονται