Αλιεύσαμε από Info-war
Εκτός από τον τουρισμό, η πανδημία είχε αποτέλεσμα να παγώσει και η «βιομηχανία» ορισμένων διαμορφωτών κοινής γνώμης των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, οι οποίοι πληρώνονταν για να προωθούν συγκεκριμένους ταξιδιωτικούς προορισμούς. Μαζί τους μπήκε προσωρινά στον πάγο και η προσπάθεια αρκετών κυβερνήσεων να συγκαλύψουν τα εγκλήματά τους μέσω αυτών των τεχνικών. Όχι όμως για πολύ.
Πριν από μερικές ημέρες, ο συντάκτης του ηλεκτρονικού περιοδικού Slate, Άντριου Σίλβερσταϊν, έκανε μια περίεργη παρατήρηση χαζεύοντας στο Instagram. Αρκετοί από τους χρήστες που ανεβάζουν ταξιδιωτικές φωτογραφίες δεν είχαν σταματήσει ούτε για μια ημέρα να ποστάρουν νέο υλικό, παρά το γεγονός ότι εδώ και μήνες δεν μπορούσαν να επισκεφθούν τις περιοχές που παρουσίαζαν.
Όπως εξηγούσε ο ίδιος, με αυτό τον τρόπο «ταΐζουν» τους αλγόριθμους του Instagram για να διατηρήσουν τη θέση και την αναγνωρισιμότητά τους έως τη στιγμή που θα ανοίξουν και πάλι οι τουριστικοί προορισμοί. Πρόκειται για μια «βιομηχανία» εκατομμυρίων ευρώ, καθώς αρκετοί από αυτούς τους χρήστες προωθούν ανοιχτά ή συγκαλυμμένα συγκεκριμένους τουριστικούς προορισμούς και πληρώνονται με ποσοστά από ταξιδιωτικά γραφεία, μουσεία κ.ο.κ.
Η επιτυχία αυτών των λογαριασμών άνοιξε την όρεξη και αρκετών κυβερνήσεων, που θέλησαν να χρησιμοποιήσουν τους σύγχρονους διαμορφωτές της κοινής γνώμης όχι μόνο για να προσελκύσουν τουρίστες αλλά και για να συγκαλύψουν τα εγκλήματά τους. Πριν από την πανδημία, δεκάδες influencers από όλο τον κόσμο δέχθηκαν σκληρή κριτική γιατί αποδέχθηκαν πρόσκληση της Σαουδικής Αραβίας να επισκεφθούν ορισμένες από τις πιο πολυτελείς υποδομές της χώρας με όλα τα έξοδα πληρωμένα.
Προφανώς από τις φωτογραφίες και τα σύντομα «ρεπορτάζ» που έστελναν απουσίαζαν οι ομαδικοί αποκεφαλισμοί αντιφρονούντων, η γενοκτονία που συντελείται εναντίων εκατομμυρίων παιδιών στην Υεμένη, αλλά ακόμη και πιο καθημερινά ζητήματα, όπως η συμπεριφορά απέναντι στις γυναίκες, τους ομοφυλόφιλους, τους ξένους εργάτες κ.ο.κ. Παρόμοιες πρακτικές προώθησης και συγκάλυψης ακολουθούσε το Πακιστάν και αρκετές ακόμη χώρες, για να προσελκύσουν επισκέπτες σε περιοχές που μέχρι πρότινος θεωρούνταν απροσπέλαστες για τους τουρίστες.
Η παρουσίαση ορισμένων χωρών από influencers δεν ήταν απλώς ανήθικη αλλά σε αρκετές περιπτώσεις και επικίνδυνη για άλλους ταξιδιώτες που θα επιχειρούσαν να ακολουθήσουν τα βήματά τους. Οι bloggers και οι vloggers (video bloggers) έβρισκαν όλες τις πόρτες ανοιχτές, δεν παρενοχλούνταν από διεφθαρμένους αστυνομικούς ενώ συχνά περνούσαν με συνοδεία από περιοχές υψηλής εγκληματικότητας, τις οποίες ένας τουρίστας δεν θα μπορούσε ή δεν θα έπρεπε να επισκεφθεί.
Αυτοί οι influencers θυμίζουν μια σύγχρονη εκδοχή της Μεγάλης Αικατερίνης, που επισκεπτόταν τα «χωριά Ποτέμκιν» χωρίς να γνωρίζει ότι οι αρχές της Κριμαίας τα έστηναν εν μια νυκτί για να καλλωπίζουν τις περιοχές από όπου θα περνούσε.
Ενώ όμως αρκετά διεθνή μέσα ενημέρωσης και απλοί χρήστες του διαδικτύου καταδίκαζαν τη συγκεκριμένη πρακτική, όταν αφορούσε αυταρχικά καθεστώτα στη Μέση Ανατολή και την Ασία, πολύ λιγότερα γράφτηκαν για το γεγονός ότι τις ίδιες ακριβώς μεθόδους χρησιμοποιούν και δυτικές κυβερνήσεις.
Πριν από μερικά χρόνια η πρεσβεία των ΗΠΑ στο Λονδίνο άρχισε να πληρώνει τα έξοδα δεκάδων influencers, οι οποίοι μπορούσαν να επισκεφθούν την Αμερική για δυο εβδομάδες με στόχο να «γνωρίσουν τις αρχές και τις αξίες των Ηνωμένων Πολιτειών» (παραδόξως το πρόγραμμα περιελάμβανε ξενάγηση και στα σημεία που γυρίστηκε η τηλεσειρά «Breaking Bad», με ήρωα έναν καθηγητή Χημείας που μετατρέπεται σε έμπορο ναρκωτικών παρασκευάζοντας crystal meth). Καθώς η χώρα, επί προεδρίας Τραμπ, έπεφτε με τρομακτικούς ρυθμούς στην υπόληψη ακόμη και των πιο εύπιστων οπαδών του αμερικανικού ονείρου, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ έκρινε ότι η ξενάγηση ορισμένων influencers σε μια «άλλη Αμερική» θα βοηθούσε τη διεθνή εικόνα της.
Ένας από του εμπνευστές αυτής της προσπάθειας, ο Αμερικανός διπλωμάτης Άντριου Βεβέιρος, με θητεία σε χώρες όπως η Νικαράγουα, η Ουρουγουάη και η Ινδονησία, απέφυγε τις χοντροκομμένες εκστρατείες των (άλλων) αυταρχικών καθεστώτων και εισήγαγε τεχνικές επικοινωνίας που χρησιμοποιούν αρκετές εταιρείες: αντί να προσκαλεί influencers με εκατοντάδες χιλιάδες «ακόλουθους», επέλεξε προσεκτικά το δείγμα του με χρήστες που απευθύνονται σε μικρότερο αλλά πιο στοχευμένο κοινό.
Προφανώς αυτές οι δραστηριότητες δεν μείωσαν ούτε κατ’ ελάχιστο τις παραδοσιακές εκστρατείες προπαγάνδας ξένων πρεσβειών, που εδώ και δεκαετίες απευθύνονταν σε δημοσιογράφους και άλλους διαμορφωτές της κοινής γνώμης, για να εξωραΐσουν την εικόνα της χώρας τους και να συγκαλύψουν φρικτά εγκλήματα.
Στην Ελλάδα είχαμε πάρει μια μικρή γεύση σχετικών επιχειρήσεων όταν τα Wikileaks αποκάλυψαν τις επαφές της αμερικανικής πρεσβείας με δημοσιογράφους και συγκεκριμένα ΜΜΕ αλλά και την προσπάθειά τους να επηρεάσουν το πρόγραμμα σχολών δημοσιογραφίας. Από το 2017 γράφαμε σε αυτή τη στήλη για τα «γραφεία δημοσίων σχέσεων που δημιουργούσε η Σαουδική Αραβία στο Λονδίνο, το Παρίσι, το Βερολίνο και τη Μόσχα», μέσω των οποίων δαπανούσε δισεκατομμύρια δολάρια για να εξωραΐσει την εικόνα της με τη βοήθεια δημοσιογράφων και διαφημιστικών εταιρειών.
Πολύ πρόσφατα, μάλιστα, είδαμε και στην Ελλάδα δημοσιεύματα και δηλώσεις αξιωματούχων που «ξέπλεναν» τα εγκλήματα του διαδόχου του θρόνου Μοχάμεντ Μπιν Σαλμάν – και μάλιστα μόλις λίγα 24ωρα από τη στιγμή που οι αμερικανικές υπηρεσίες πληροφοριών αποκάλυψαν ότι βρισκόταν πίσω από τη δολοφονία και τον τεμαχισμό του δημοσιογράφου Τζαμάλ Κασόγκι.
Χωρίς λοιπόν να εγκαταλείπουν τις παραδοσιακές μεθόδους προπαγάνδας, οι πρεσβείες διευρύνουν τις «μισθολογικές τους λίστες» απευθυνόμενες και σε influencers. Πρακτική η οποία πάγωσε προσωρινά στα χρόνια της πανδημίας, αλλά ενδέχεται να τη βρούμε σύντομα μπροστά μας.
Άρης Χατζηστεφάνου | Η Εφημερίδα των Συντακτών 10/04/2021