Θανάσης Σκαμνάκης
Πηγή: Kommon.gr
Το μουντιάλ τελειώνει. Δεν ξέρω σε ποιο βαθμό μπόρεσε να σπάσει την ανία και την επανάληψη της καθημερινότητας στους ανθρώπους που το παρακολούθησαν, αν και η εντύπωσή μου είναι πως πρόκειται, με εξαίρεση τον πανηγυρικό αποκλεισμό της Γερμανίας στον πρώτο κιόλας γύρο, για μια κολοσιαία αναπαραγωγή αυτής της ανίας.
Όχι μόνο γιατί τα παιχνίδια που παρακολουθήσαμε, με δυό, το πολύ τρεις εξαιρέσεις, δεν είχαν ποδοσφαιρικά κάτι να επιδείξουν, καθώς κουρασμένοι ποδοσφαιριστές που κοστολογούνται με εκατοντάδες εκατομμύρια δοκίμαζαν τις αντοχές τους αλλά όχι την αξία τους, αλλά και γιατί σαν να επιβεβαίωσε αυτό που εμπεδώνουμε σταδιακά τα τελευταία χρόνια, πως το ποδόσφαιρο, σε αυτά τα επίπεδα, δεν είναι πλέον το άθλημα των φτωχών.
Όπου, δηλαδή, οι φτωχοί και οι διωγμένοι είχαν την ευκαιρία να νοιώσουν, έστω πρόσκαιρα, έστω απατηλά, επί τέλους μια δικαίωση μέσω της νίκης της ομάδας που υποστήριζαν.
Κι αυτό το απατηλά μπορεί να εκληφθεί ως ψευδαίσθηση, και έτσι να πει κανείς πως επιτέλους μπαίνει τέρμα στις ψευδαισθήσεις, αλλά μπορεί να έχει και το χαρακτήρα της απόκτησης μιας συνείδησης του που ανήκεις. Όχι εθνικά, αλλά κυρίως κοινωνικά.
Έτσι, ας πούμε, σε μεγάλο βαθμό λειτουργεί η ταύτιση Ελλήνων, Ισπανών, Ρώσων κ.λπ., φιλάθλων με την ομάδα της Αργεντινής, από την εποχή του Μαραντόνα ακόμα, με την οποία ασφαλώς δεν έχουν καμία εθνική συγγένεια.
Αυτό το μουντιάλ, έγινε το μουντιάλ χωρίς εκπλήξεις, χωρίς Αργεντινή, Μεξικό κλπ., και χωρίς φαντασία, μέχρι και η Βραζιλία έπαιζε προσχεδιασμένα. Μια Κροατία που δεν ανήκει στην κατηγορία των πιο πάνω, με το ανιαρό παιχνίδι σκοπιμότητας, σαν την Ελλάδα του Euro 2004, ήταν εκείνη που «τρύπωσε». Κατά τ’ άλλα οι προβλέψιμοι,.
Φυσικά, η διαδικασία κατά την οποία το παιχνίδι δεν είναι πλέον των φτωχών, έχει ήδη γίνει πραγματικότητα από αρκετά χρόνια τώρα στις διοργανώσεις των ποδοσφαιρικών ομάδων, οι οποίες ως μεγάλες ανώνυμες εταιρείες έχουν τζίρους δισεκατομμυρίων.
Η Ρεάλ, η Γιουβέντους, οι Μάντσεστερ, η Μπάγιερν, η Παρί Σαιν Ζερμαίν, ακόμα και η Μπαρτσελόνα, είναι οι επιχειρήσεις που (σε αυτή την περίπτωση προσφέροντας και θέαμα) εντάσσουν εκατομμύρια οπαδούς, και τους συντάσσουν εν πολλοίς γύρω από το μεγάλο σχέδιο της μεγάλης επιχείρησης και της νοοτροπίας: είμαστε με την ομάδα και γι’ αυτό με τον επιχειρηματία που θα δώσει τα πιο πολλά εκατομμύρια για επενδύσεις σε παίχτες, προπονητές, διαιτητές, παράγοντες κλπ.
Το ιδιαίτερο με το ποδόσφαιρο των επιχειρήσεων είναι πως είναι θέαμα και άθλημα το οποίο για να υπάρξει χρειάζεται τη συμμετοχή των θεατών. Άρα, και η ένταξη των θεατών σε αυτό το σχέδιο είναι συστατικό στοιχείο. Με ό,τι συνεπάγεται.
Εκατομμύρια άνθρωποι πλέον, κυρίως οι πιο φανατικοί των γηπέδων, συσπειρώνονται υπό τον δικό τους επιχειρηματία εναντίον του άλλου. Οργανώνονται οπαδικοί στρατοί, χρηματοδοτούμενοι συχνά από τους ιδιοκτήτες.
Οι ομάδες γίνονται πλέον τρόπος οργάνωσης και πίεσης προς κυβερνήσεις και λαό. Το ποδόσφαιρο είναι μια πολιτική επιχείρηση μεγάλης κλίμακας.
Στο παιχνίδι των φτωχών, οι φτωχοί κάνουν το μπούγιο, και πλάτες, στους πολύ πλούσιους.
Ουσιαστικά το ποδόσφαιρο εκχωρείται στις ποδοσφαιρικές ανώνυμες εταιρείες, και στις εθνικές ομάδες ανατίθεται να παίξουν το ρόλο της εθνικής (μέχρι εθνικιστικής) συσπείρωσης (αν και τα φαινόμενα εθνικισμού ήσαν στο φετινό μουντιάλ πολύ λιγότερα από άλλες διοργανώσεις), κατά την αναλογία που η παγκοσμιοποίηση και ο νεοφιλελευθερισμός καταργούν τα σύνορα υπέρ των εταιρειών, και ταυτόχρονα εξάπτουν τους εθνικισμούς προκειμένου να υπάρχει για τους φτωχούς μια «στέρεη» σανίδα να πατάνε και να υπερασπίζονται.
Κι ωστόσο, επειδή το ποδόσφαιρο δεν παύει να είναι παιχνίδι, επειδή δεν παύει να είναι το πιο λαϊκό άθλημα, κι επειδή η κοινωνία δεν παύει να παράγει αντιθέσεις, ας μη βιαστούμε να κλείσουμε τη σελίδα. Επειδή ανάμεσα στα κανονισμένα προκύπτει το απρόοπτο, ένας παίχτης, μια ομάδα, μια χώρα, που αλλάζει το ρυθμό, έστω και για μια αποκοτιά!..