Νίκος Μπογιόπουλος
Πηγή: Ημεροδρόμος
13 Οκτώβρη 1944. Το πανηγύρι που έχει στηθεί από την προηγούμενη μέρα στους δρόμους της Αθήνας, για την αποχώρηση των Γερμανών από την πρωτεύουσα, συνεχίζεται. Όμως, την ίδια ώρα στον Πειραιά ο ΕΛΑΣ δίνει μία από τις σημαντικότερες μάχες εναντίον του κατακτητή. Στόχος των μαχητών του ΕΛΑΣ ήταν η σωτηρία των λιμενικών εγκαταστάσεων, της Ηλεκτρικής Εταιρείας (ΠΑΟΥΕΡ) και όλων των εργοστασίων. Αν καταστρεφόταν το εργοστάσιο της Ηλεκτρικής, το μόνο που παρήγε ηλεκτρική ενέργεια, η Αθήνα και ο Πειραιάς για πολλούς μήνες θα βυθίζονταν στο σκοτάδι. Για μεγάλο διάστημα δεν θα δούλευαν τα εργοστάσια και θα υπολειτουργούσε το λιμάνι, ενώ δεν θα λειτουργούσαν ούτε ο ηλεκτρικός σιδηρόδρομος ούτε και τα τραμ που εκτελούσαν τη γραμμή Αθήνας-Πειραιά.
Κατά τη διάρκεια της Κατοχής οι Γερμανοί είχαν εγκαταστήσει φρουρές στις παραπάνω στρατηγικές περιοχές, είχαν παγιδεύσει τα επίκαιρα σημεία, καθώς και τα κυριότερα κτίρια του Πειραιά με εκρηκτικές ύλες, ώστε με το πάτημα ενός κουμπιού να ανατινάζονταν όλα, με ανυπολόγιστες ζημιές και θύματα. Τα καλώδια ξεκινούσαν από ένα οχυρό των κατακτητών στην οδό Οδυσσέως. Αρχικά οι ειδικές δυνάμεις του ΕΛΑΣ κατάφεραν να αποκόψουν τα καλώδια στην οδό 2ας Μεραρχίας και σε άλλα σημεία. Την υπεράσπιση του εργοστασίου της Ηλεκτρικής ανέλαβε το πρώτο από τα τέσσερα τάγματα του ΕΛΑΣ στον Πειραιά. Μια μέρα πριν, στις 12 Οκτώβρη του 1944, ολόκληρο το τάγμα τέθηκε σε επιφυλακή. Οι λόχοι πήραν θέσεις μάχης γύρω και μέσα στο εργοστάσιο της Ηλεκτρικής. Τα χαράματα στις 13 του Οκτώβρη οι Γερμανοί ανατίναξαν τις εγκαταστάσεις της Shell και πήραν τον δρόμο για το ηλεκτρικό εργοστάσιο. Μόλις έφτασαν κοντά, κατέβηκαν από τα φορτηγά και πλησίασαν τον μαντρότοιχο και την είσοδο του εργοστασίου. Εκείνη τη στιγμή δέχτηκαν πυρά μέσα από το εργοστάσιο και στη συνέχεια από τα γύρω σημεία. Η μάχη ήταν σκληρή και κράτησε περίπου δυόμισι ώρες. Η έκβασή της ήταν νικηφόρα για τα τμήματα του ΕΛΑΣ. Η Ηλεκτρική είχε σωθεί! Ανάμεσα στους ΕΛΑΣίτες που έδωσαν τη μάχη της Ηλεκτρικής ήταν και ο σπουδαίος ποδοσφαιριστής, επιθετικός του Ολυμπιακού, ο λοχαγός του επίλεκτου 5ου λόχου του ΕΛΑΣ της Κοκκινιάς, ο Νίκος Γόδας (1).
Ο Γόδας γεννήθηκε το 1921. Ήταν παιδί ξεριζωμένων προσφύγων από το Αϊβαλί και ρίζωσε με την οικογένειά του στην Κοκκινιά. Εκεί έπαιξε για πρώτη φορά μπάλα. Η μεγάλη αγάπη του Νίκου ήταν ο Ολυμπιακός. Μέσα στην Κατοχή το όνειρο του Γόδα γίνεται πραγματικότητα. Ντύνεται στα ερυθρόλευκα και δίνει αγώνες με τη φανέλα του Ολυμπιακού. Όμως, δεν είναι οι μόνοι αγώνες που δίνει ο Νίκος. Ο Γόδας δίνει το «παρών» και στους αγώνες για τη λευτεριά και την κοινωνική αλλαγή. Εντάσσεται στον ΕΛΑΣ.
Από τα τέλη του ’42 είναι ο βασικός μεσοεπιθετικός του Ολυμπιακού. Σκοράρει στο 4-0 κατά του Εθνικού και κατά του Απόλλωνα. Είναι στην ενδεκάδα του Ολυμπιακού όταν κερδίζει τον Παναθηναϊκό στον τελικό του κυπέλλου που διοργανώνει ο δήμος Πειραιά τον Μάη του 1943 και στον τελικό του Κυπέλλου Χριστουγέννων, τον Δεκέμβρη του 1943, όταν ο Θρύλος επικράτησε με 5-2 απέναντι πάλι στον Παναθηναϊκό.
Αλλά ο Γόδας είναι «βασικός» και στους αγώνες για τη λευτεριά. Εκτός από τη μάχη της Ηλεκτρικής, τον συναντάμε να ηγείται του λόχου του στη μάχη που έγινε στις 7 του Μάρτη του ’44. Τον Δεκέμβρη του ’44 ο λόχος του Νίκου Γόδα πολεμά τους Άγγλους στον Πειραιά, στο νεκροταφείο της Ανάστασης. Ο Σταμάτης Σκούρτης, σύντροφος του Γόδα και ανθυπολοχαγός στον ίδιο λόχο, διηγείται: «Οι μάχες με τα τανκ του Σκόμπι και τα αεροπλάνα, μέρες τώρα, γίνονταν σώμα με σώμα. Το νεκροταφείο, όσες δυνάμεις και να ρίχνει ο εχθρός, δεν μπορεί να το πάρει. Θυμάμαι τότε τον λοχαγό μου Νίκο Γόδα, που θα πει μισοαστεία – μισοσοβαρά: “Σύντροφε ανθυπολοχαγέ, εμείς απ’ όλους τους άλλους ΕΛΑΣίτες είμαστε οι πιο προνομιούχοι. Όσοι από μας σκοτωθούμε είμαστε τυχεροί, γιατί θα θαφτούμε σε κανονικό και μάλιστα προνομιούχο μνήμα”!» (2)
Αρχές του 1945, αμέσως μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας, ο Γόδας, άρρωστος με πνευμονία, επιστρέφει για πρώτη φορά μετά τα Δεκεμβριανά στην Αθήνα. Τον καρφώνουν. Συλλαμβάνεται. Αρχίζει η «περιήγηση» στους τόπους εξορίας. Ένας από τους σταθμούς, οι φυλακές της Αίγινας. Εκεί ο Νίκος παίζει μπάλα στην ποδοσφαιρική ομάδα που είχαν συγκροτήσει οι φυλακισμένοι. Κατόπιν στις φυλακές της Κέρκυρας. Στην απομόνωση. Με μοίρα προδιαγεγραμμένη: εκτέλεση. Ο Γόδας μαζί με τα άλλα Πειραιωτάκια, τους συγκρατούμενούς του, τον Λούβαρη και τον Κουφαδάκη, ακόμα και λίγο πριν από το απόσπασμα σχεδιάζουν πώς θα στήσουν την ομάδα όταν θα ’βγαιναν από τη φυλακή. Οι σύντροφοί τους τους θυμούνται, όποτε το ραδιόφωνο της φυλακής μετέδιδε κάποιον αγώνα, αυτοί να ξεχωρίζουνε από τους υπόλοιπους, να ακούνε τον αγώνα, πότε να γελάνε, πότε να βρίζουνε, πότε να μουντζώνουνε.
Έχει μπει ο χειμώνας του ’48. Βρέχει ασταμάτητα. Να πώς περιγράφει ο Σκούρτης τον Γόδα στη φυλακή, όταν του είπε ο Λούβαρης: «“Σκέψου να μας πάρουνε, Νίκο, με τέτοια βροχή”. – “Δεν θα το ήθελα”. –“Γιατί;” –“H τσιριμονιά τελειώνει βιαστικά και δεν έχεις την άνεση να δεις τους μακελάρηδες κατάματα. Σαν βρέχει δεν μπορείς να ανοίξεις τα μάτια, είναι και το νερό που τρέχει και δεν βλέπεις όπως πρέπει, είναι σα να σου κλείνουν τα μάτια με το έτσι θέλω. Εγώ θέλω να είναι καλοκαιρία, να τον κοιτάω κατάματα για να δω πόσο σίγουρος νιώθει αυτός που με σκοτώνει”». (3)
Είναι 19 του Νοέμβρη. Ημέρα Κυριακή. Ξημέρωμα. Ο Γόδας οδηγείται στο απόσπασμα. Ο Σκούρτης θυμάται: «Ο Νίκος ζήτησε να τον εκτελέσουν με την ερυθρόλευκη φανέλα κατάσαρκα και το λευκό σορτ. Κι αυτό γιατί ήταν αυθεντικός Ολυμπιακός, όπως και κομμουνιστής. “Νενικήκαμεν. Ζήτω οι ολυμπιονίκες του σοσιαλισμού. Γεια σας, συναθλητές μου”, ήταν τα τελευταία λόγια του Νίκου φεύγοντας από τη φυλακή, όταν τον οδηγούσαν στο νησί Λαζαρέτο, στο λιμάνι της Κέρκυρας, για να τον εκτελέσουν. Ο Νίκος έφυγε σαν ήρωας. (…) Ο Νίκος Γόδας υπήρξε ένας πραγματικός ήρωας, ένας άνθρωπος που ξεπέρασε τον μέσο όρο, για να βρεθεί στο πάνθεον της κόκκινης ιστορίας, τιμώντας μέχρι την τελευταία του πνοή τις ιδέες που τον συνεπήραν στη σύντομη ζωή του… (4)
Χαράματα 19 του Νοέμβρη του ’48. Ο Γόδας εκτελέστηκε κοιτώντας τους δολοφόνους του στα μάτια και φορώντας τη φανέλα του Ολυμπιακού. Στο βιβλίο του «Ώσπου να ξημερώσει», ο Σταμάτης Σκούρτης γράφει για την εκτέλεση: «…Ο ήλιος σκάει πίσω απ’ τα βουνά και δεν ξέρεις τι είναι πιο κόκκινο, η φανέλα που φοράει κατάσαρκα ο Νίκος, που οι λευκές λωρίδες της κοκκίνισαν απ’ το αίμα, ή ο ήλιος;» (5).
Για την απάντηση του Γόδα, όταν ρωτήθηκε ποια ήταν η τελευταία του επιθυμία, ο Σκούρτης διηγείται: «Να μου ρίξετε και να με δολοφονήσετε με τη φανέλα του Ολυμπιακού και να μη μου δέσετε τα μάτια, για να βλέπω τα χρώματα της ομάδας μου πριν από τη χαριστική βολή» (6).
Λίγο πριν από την εκτέλεσή του, σε ένα από τα γράμματά του, ο Νίκος Γόδας, αρνούμενος να υπογράψει δήλωση μετανοίας, έγραφε στην οικογένειά του: «Θέλω να ζήσετε καλά. Πεθαίνω για την πατρίδα και τα ιδανικά μου» (7).
(*) Από το βιβλίο των Νίκου Μπογιόπουλου – Δημήτρη Μηλάκα με τίτλο «ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟ – Μια θρησκεία χωρίς απίστους», εκδόσεις ΚΨΜ)
1 Αλέξανδρος Ασωνίτης, «Στον τοίχο με κόκκινη φανέλα», Ελευθεροτυπία, 19/5/2002
2. www.redwiredfans.gate7.gr
3. www.redwiredfans.gate7.gr
4. www.redwiredfans.gate7.gr
5. Σταμάτης Σκούρτης, Ώσπου να ξημερώσει, εκδόσεις Κιβωτός.
6. Πάνος Γεραμάνης «Εξω αριστερά και έξω δεξιά» – Στα δίχτυα της πολιτικής», Κράμα τεύχος 17 και Ριζοσπάστης 23/2/2002
7. Aλέξανδρος Ασωνίτης, ό.π.