Θαύμαζε τη Γερμανία. Αρνήθηκε τη συμμετοχή της Ελλάδας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο κατά των Γερμανών. Ήταν δικτάτορας όπως οι Hitler και Mussolini. Τελικά, ο Μεταξάς γιατί είπε το «όχι»;
Θοδωρής Χονδρόγιαννος
Πηγή: Vice
Το καλοκαίρι του 1940, η Γερμανία έχει καταλάβει σχεδόν τη μισή Ευρώπη. Στη Ρώμη, o Benito Mussolini βλέπει ότι ο Hitler, παλιός φανατικός θαυμαστής του, ηγείται πλέον μίας φασιστικής αυτοκρατορίας που εκείνος είχε ονειρευτεί πολύ νωρίτερα. Αυτό πονάει τον Ντούτσε, όμως το τελικό χτύπημα επέρχεται στον Ιταλό δικτάτορα, όταν μαθαίνει από τις εφημερίδες τη γερμανική εισβολή στη Ρουμανία. Η Ρώμη φοβάται ότι θα μείνει χωρίς «λάφυρα» πολέμου. Η μόνη εναλλακτική για τους Ιταλούς φασίστες είναι να προλάβουν να αρπάξουν μερικές χώρες των Βαλκανίων, για να συστήσουν την περιβόητη «νέα ρωμαϊκή αυτοκρατορία».
Μία από αυτές τις χώρες είναι η Ελλάδα. Η ιταλική επιθετικότητα προς την Αθήνα εκδηλώνεται για πρώτη φορά στις 15 Αυγούστου του 1940, όταν οι Ιταλοί τορπιλίζουν το καταδρομικό «Έλλη» στην Τήνο. Για την Ελλάδα, αυτή είναι είναι η πρώτη σκηνή ενός πολέμου που φαίνεται αναπόφευκτος. Τα αρχεία των ιταλικών μυστικών υπηρεσιών δείχνουν ότι ο πόλεμος δεν ξεκίνησε αμέσως, όχι επειδή δεν τον ήθελαν οι Ιταλοί, αλλά επειδή οι Γερμανοί τους διέταξαν να μην ανοίξουν ένα ακόμη πολεμικό μέτωπο στη νοτιοανατολική Ευρώπη. Όμως η κατάκτηση της Ρουμανίας από τους Γερμανούς, δεν άφησε περιθώρια στον Mussolini. Η Ελλάδα έπρεπε να πέσει στα χέρια του αμέσως.
Το «Alors, c’est la guerre!», που σήμαινε όχι
Έτσι φτάνουμε στα χαράματα της 28ης Οκτωβρίου του 1940 και το «ΟΧΙ» του Ιωάννη Μεταξά προς το ιταλικό τελεσίγραφo που διαβίβασε ο Ιταλός πρεσβευτής Grassi, φτάνοντας χαράματα στο σπίτι του Έλληνα δικτάτορα στην Κηφισιά. Ωστόσο, η παράνομη ανάληψη -μέσω του πραξικοπήματος της 4ης Αυγούστου- της εξουσίας από τον Μεταξά, κάνει πολλούς να ισχυρίζονται ότι το «ΟΧΙ» (για την ακρίβεια, η ακριβής έκφραση στη διπλωματική γλώσσα ήταν το «Alors, c’est la guerre!», δηλαδή «Λοιπόν, αυτό σημαίνει πόλεμος!») δεν ήταν η πραγματική θέληση του Έλληνα πρωθυπουργού, αλλά έπραξε έτσι, γιατί διαφορετικά θα τον έδιωχνε ο βασιλιάς Γεώργιος Β’, τον οποίο στήριζαν οι Βρετανοί.
Φαινομενικά τουλάχιστον, ο Ιωάννης Μεταξάς είχε αρκετούς λόγους για να μην πει το «ΟΧΙ» στον Άξονα. Πρώτον, είχε διδαχθεί τη στρατιωτική τέχνη στη Γερμανία, την οποία θαύμαζε. Δεύτερον, ως αντιβενιζελικός είχε αντιταχθεί στη συμμετοχή της Ελλάδας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ και κατά της Γερμανίας. Τρίτον, ο ίδιος ήταν δικτάτορας, όπως ο Hitler και ο Mussolini. Μήπως τελικά ο Μεταξάς ήθελε να πει «ΝΑΙ»;
Γιατί δεν παραιτήθηκε ο Μεταξάς
Η παραπάνω άποψη φαίνεται να μην ευσταθεί. Όπως αναφέρει ο καθηγητής ιστορίας Γιώργος Μαυρογορδάτος, στο βιβλίο του «Μετά το 1922 – Η Παράταση του Διχασμού», «πρόκειται για έναν ακόμη ανόητο, αλλά ανθεκτικό μύθο. Αν ήθελε πράγματι ο Μεταξάς να παραδώσει αμαχητί τη χώρα στον Άξονα, δεν χρειαζόταν καν να αποδεχθεί το τελεσίγραφο, βάζοντας σε κίνδυνο τη θέση του και την ίδια τη ζωή του. Μπορούσε κάλλιστα να παραιτηθεί, προκαλώντας χάος και εμποδίζοντας έτσι την αποτελεσματική απόκρουση της ιταλικής εισβολής».
Παρόλα αυτά, ο Μεταξάς κατέληξε στο «ΟΧΙ», αφενός εκφράζοντας τη θέληση του ελληνικού λαού να μην πέσει αμαχητί, αφετέρου εφαρμόζοντας συνειδητά την πολιτική που είχε προ πολλού αποφασίσει, που ήταν και η μόνη που υπηρετούσε μακροπρόθεσμα τα εθνικά συμφέροντα της Ελλάδας. Κατ’ ουσίαν, ακολουθούσε πιστά το βασικό δόγμα της εξωτερικής πολιτικής του Ελευθερίου Βενιζέλου, που ήθελε την Ελλάδα σε συμμαχία με την Αγγλία ως μεγάλη θαλασσοκράτειρα δύναμη της εποχής. Παρότι πολέμιος του Βενιζέλου, ο Ιωάννης Μεταξάς εφάρμοσε την στρατηγική του πολιτικού αντιπάλου του.
Ο Μεταξάς πίστευε ότι η Γερμανία θα χάσει
Το ότι ο Μεταξάς ήταν «έτοιμος από καιρό» να πει το «ΟΧΙ» αποδεικνύεται από μία μυστική-εμπιστευτική ομιλία του στους ιδιοκτήτες και αρχισυντάκτες του αθηναϊκού Τύπου της εποχής. Στις 30 Οκτωβρίου 1940, στο ξενοδοχείο Μεγάλη Βρετανία, ο Έλληνας εξήγησε γιατί είπε το «ΟΧΙ». Είπε ότι η χώρα θα μπορούσε να αποφύγει τον πόλεμο μόνο αν δεχόταν εδαφικές απώλειες σε βάρος της Ιταλίας και της Βουλγαρίας:
«Ομολογώ ότι εμπρός εις την φοβεράν ευθύνην της αναμίξεως της Ελλάδος εις τέτοιον μάλιστα πόλεμον, έκρινα πως καθήκον μου ήτο να δω εάν θα ήτο δυνατόν να προφυλάξω τον τόπον από αυτόν έστω και διά παντός τρόπου […] Όμως μου εδόθη να εννοήσω ότι η ένταξις εις την Νέαν Τάξιν προϋποθέτει […] θυσίας τινάς διά την Ελλάδα […] Μας εδόθη να καταλάβωμεν ότι τούτο συνίστατο εις μερικάς ικανοποιήσεις προς την Ιταλίαν δυτικώς μέχρι Πρεβέζης, ίσως και προς την Βουλγαρίαν ανατολικώς μέχρι Δεδεαγάτς».
Εκτός από την αποφυγή της εδαφικής συρρίκνωσης, ο Μεταξάς πίστευε ότι η Ελλάδα έπρεπε να συμμαχήσει με τους Συμμάχους, γιατί εκείνοι θα κέρδιζαν τον πόλεμο:
«[Από] αυτόν τον πόλεμον είναι δυνατόν και δουλωμένη ακόμη να βγη προσωρινώς η Ελλάς. Λέγω προσωρινώς, διότι πιστεύω ακράδαντα ότι τελικώς η νίκη θα είναι με το μέρος μας. Γιατί οι Γερμανοί δεν θα νικήσουν. Δεν μπορεί να νικήσουν […] O καιρός όμως δεν δουλεύει για τον Άξονα. Δουλεύει για τους αντιπάλους του. Τέλος, διά την Γερμανίαν η νίκη θα ήτο εν πάση περιπτώσει δυνατή μόνο με κοσμοκρατορίαν […] Αλλά η κοσμοκρατορία διά την Γερμανίαν κατέστη οριστικά αδύνατος στη Δουνκέρκη. O πόλεμος διά τον Άξονα έχει χαθή, από την στιγμήν που η Αγγλία διεκήρυξε: Θα πολεμήσωμεν έστω και μόνον εις το νησί μας και πέραν των θαλασσών, θα πολεμήσωμεν μέχρι της νίκης».
«Φταίμε όλοι»
Ο κίνδυνος να διχαστεί η Ελλάδα σε δύο εμφυλιοπολεμικά στρατόπεδα -όσους θα υποστήριζαν και όσους θα αντιμάχονταν τη συμμαχία της Αθήνας με τον Hitler- και η πεποίθησή του ότι τελικά οι Σύμμαχοι θα κέρδιζαν τους Γερμανούς έκανε τον Ιωάννη Μεταξά να εγκαταλείψει την πάγια αντιβενιζελική του στάση, που έβλεπε στο Γερμανικό Ράιχ και όχι στη Βρετανική Αυτοκρατορία έναν σύμμαχο της Ελλάδας. Η ιστορική στροφή του Μεταξά αποτυπώθηκε στην ομιλία του με τους δημοσιογράφους στη Μεγάλη Βρεταννία, όταν αναρωτήθηκε: «Δεν ξέρω αν κανείς αντιβενιζελικός από σας είναι πάντοτε και αδιάλλακτος». «Είμαι εγώ, κύριε Πρόεδρε», απάντησε ο αντιβενιζελικός Νικ. Κρανιωτάκης. Τότε ο Μεταξάς είπε:
«Λοιπόν, ακούστε για να συνεννοηθούμε. Εγώ, κύριοι, όπως επαρκώς σας εξήγησα, ετήρησα μέχρι σήμερον την πολιτικήν του αειμνήστου Βασιλέως Κωνσταντίνου, δηλαδή την πολιτικήν της αυστηράς ουδετερότητος. Έκανα το παν διά να κρατήσω την Ελλάδα μακράν της συγκρούσεως των μεγάλων κολοσσών. Ήδη, μετά την άδικον επίθεσιν της Ιταλίας, η πολιτική την οποίαν ακολουθώ είναι η πολιτική του αειμνήστου Βενιζέλου. Διότι είναι η πολιτική του συνταυτισμού της Ελλάδος με την τύχην της Δυνάμεως, διά την οποίαν η θάλασσα είναι ανέκαθεν, όπως είναι και διά την Ελλάδα, όχι το εμπόδιον που χωρίζει αλλά η υγρά λεωφόρος που συνδέει… Διά την Ελλάδα, η Αγγλία είναι η φυσική φίλη και επανειλημμένως εδείχθη προστάτρια, ενίοτε δε η μόνη προστάτρια».
Η απόφαση του Μεταξά να συμμαχήσει με τους Συμμάχους κατά του Άξονα είχε να κάνει και με το γεγονός ότι ο Έλληνας δικτάτορας είχε πια πλήρη επίγνωση των ευθυνών του για τον Εθνικό Διχασμό του 1915, που κυριολεκτηκά χώρισε την Ελλάδα στα δύο και ήταν ένας από τους παράγοντες που οδήγησαν στην πολιτική αστάθεια και τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922. Λίγο πριν πεθάνει, ο Μεταξάς έγραψε στο προσωπικό του ημερολόγιο με ημερομηνία 5 Ιανουαρίου 1941: «Θα μας συγχωρήση ο Θεός το [δύο λέξεις σβησμένες] 1915; Φταίμε όλοι! Και ο Βενιζέλος ακόμα! Τώρα αισθάνομαι πόσο έφταιξα!».
Η «σιωπηρή επιστράτευση»
Στις 70 ημέρες που μεσολάβησαν μεταξύ του τορπιλισμού της «Έλλης» και της 28ης Οκτωβρίου, ο Μεταξάς εφάρμοσε ένα σύστημα «σιωπηρής επιστράτευσης» με ατομικές προσκλήσεις, ώστε να μην να δώσει την αφορμή για πόλεμο στους Ιταλούς, που δεν είχαν ιδέα για τον βαθμό πολεμικής ετοιμότητας της Ελλάδας.
Πέρα από την καθαρά στρατιωτική προετοιμασία, μετά το «ΟΧΙ» η Ελλάδα κατάφερε να αποκτήσει εθνική ομοψυχία, παράγοντας εξαιρετικά σημαντικός για την αποτελεσματική είσοδο της χώρας στον πόλεμο και τις νίκες στο Αλβανικό Μέτωπο. Ήταν τόσο σημαντική που από τη φυλακή, ο γραμματέας του ΚΚΕ, Νίκος Ζαχαριάδης, με μια ιστορική επιστολή του, χάραξε από την πρώτη στιγμή τη στάση της «πατριωτικής αριστεράς».
«Η Ελλάς θα υποφέρη»
Μέσα σε έξι μήνες από το «ΟΧΙ» του Ιωάννη Μεταξά, οι Γερμανοί θα είχαν εισβάλει στην Ελλάδα. Η Κατοχή έφερε ένα πολιτικό κενό που θα όξυνε τις αντιθέσεις μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς και θα οδηγούσε στον καταστροφικό Εμφύλιο της περιόδου 1946-1949. Τόσο ο Βρετανός πρωθυπουργός Churchill από το βήμα της Βρετανικής Βουλής, όσο και ο Hitler από το βήμα του Ράιχσταγκ, θα χαιρέτιζαν αργότερα τον ηρωισμό του ελληνικού λαού. Μετά την Απελευθέρωση, ήρθε η ένωση των Δωδεκανήσων με την Ελλάδα, ως ανταμοιβή για τις θυσίες του πολέμου. Ο Ιωάννης Μεταξάς είχε προβλέψει τι θα συμβεί σε διπλωματικό επίπεδο:
«Ξέρω με βεβαιότητα, ότι από την φοβεράν αυτήν δοκιμασίαν η Ελλάς θα υποφέρη. Ξέρω όμως επίσης με βεβαιότητα, ότι τελικώς θα εξέλθη όχι μόνον ένδοξος, αλλά και μεγαλύτερη. Θα προσέξατε το τηλεγράφημα του κ. Churchill το οποίον εδημοσιεύθη σήμερον στας εφημερίδας, ανακοινωθέν από το Υπουργείον Εξωτερικών. Λοιπόν επιθυμώ να σας τονίσω τούτο: Εκείνοι οι οποίοι εις το τηλεγράφημα αυτό δεν βλέπουν γραπτήν την επιβεβαίωσιν αγράφου συμφωνίας διά τα Δωδεκάνησα, δεν ξέρουν να διαβάζουν μέσα από τις γραμμές…».