Τα κλισέ της αυτοβοήθειας έχουν διπλή φύση: είναι ανόητα ως προς το περιεχόμενο, αλλά σοφά ως προς την απεύθυνση. Αν είναι σαφές το πρώτο, να εξηγήσω το δεύτερο: τα κλισέ δεν θα κατάφερναν να γίνουν κοινοί τόποι, αν δεν άγγιζαν ευαίσθητες χορδές μας. Ξεκινώ από το πιο δοξασμένο παράδειγμα, το κλισέ των κλισέ, τον Παρθενώνα και τη Μόνα Λίζα των κλισέ αυτοβοήθειας:
του Κωνσταντίνου Πουλή στο ThePressProject
Απόφθεγμα πρώτο: «Όταν θέλεις πάρα πολύ κάτι, όλο το σύμπαν συνωμοτεί για να τα καταφέρεις»
Η λειτουργία αυτού του αποφθέγματος είναι να ευθυγραμμίσει τους πόθους μας με τη ζωή μας. Να μας παρηγορήσει δηλαδή για το ότι η ζωή μας απέχει τόσο συντριπτικά από τη ζωή που θα ποθούσαμε. Γιατί αυτό ανάγεται σε ύψιστο απόφθεγμα της σημερινής εποχής; Μα γιατί ποτέ πριν οι κοινωνίες δεν καλλιεργούσαν φιλοδοξίες! Το όραμα της αέναης κοινωνικής κινητικότητας, του κλητήρα που γίνεται President of the United States, είναι τέκνο της νεωτερικής εποχής. Κάθε άνθρωπος διδάσκεται ότι ο καπιταλισμός είναι η γη της ευκαιρίας, κι επειδή ο ίδιος σφουγγίζει κώλους και σκουπίζει πατώματα στη γη της ευκαιρίας, καλείται μετά ο Πάουλο Κοέλιο να συμφιλιώσει αυτό το αγεφύρωτο κενό: να μας εξηγήσει πώς γίνεται να υποφέρουμε μέσα στην απόλυτη αδιαφορία της ζωής απέναντι στους πόθους μας.
Το πρώτο πρόβλημα με αυτή τη φράση είναι ότι ποτέ δεν ξέρουμε τι πραγματικά θέλουμε. Υπάρχει στον Στάλκερ του Ταρκόφσκι ένα δωμάτιο που πραγματοποιεί τις επιθυμίες. Η μόνη παγίδα με αυτό το δωμάτιο είναι πως πραγματοποιεί την αληθινή μας επιθυμία, όχι τη δηλωμένη. Έτσι, μπορεί κανείς να εύχεται υγεία και ειρήνη για τον πλανήτη, αλλά μπαίνοντας στο δωμάτιο των επιθυμιών να βλέπει να πεθαίνει ο αδερφός του, γιατί το δωμάτιο των επιθυμιών ξέρει αυτό που δεν ομολογείται. Η ζωή, λοιπόν, είναι λίγο σαν το δωμάτιο των επιθυμιών. Άλλοτε απλώς σπας τα μούτρα σου σε τοίχο, ό,τι κι αν θέλεις ή ποθείς, κι άλλοτε ικανοποιείται η επιθυμία, απλώς που ικανοποιείται η αληθινή επιθυμία μας: αν κανείς αδιαφορεί στην πράξη για τους συνανθρώπους του, η βαθύτερη επιθυμία του είναι η απομόνωση.
Το δεύτερο στοιχείο είναι η σύγκρουση με την πραγματικότητα, ότι ακόμη κι αν πραγματικά επιθυμείς κάτι, συνήθως γαμιέται ο Δίας και δεν καταφέρνεις τίποτα. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της ειρωνείας είναι ο ίδιος ο πρώτος εκδότης αυτού του βιβλίου, του Αλχημιστή, στα ελληνικά. Το εξέδωσαν αρχικά οι εκδόσεις Γνώση, εκδόσεις-στολίδι για τα εκδοτικά μας πράγματα, με την αξεπέραστη σειρά της Κοινωνικής και Πολιτικής βιβλιοθήκης, που διηύθυνε ο Παναγιώτης Κονδύλης. Θα μπορούσε ο Αλχημιστής να ξελασπώσει τον εκδοτικό οίκο για να μας προσφέρει απερίσπαστος Χομπς, Λοκ, Μακιαβέλι, Μοντεσκιέ κοκ. Αλλά όχι… Χρειάστηκε να εκδοθεί από τις εκδόσεις Λιβάνη για να γίνει η αδιανόητη εκδοτική επιτυχία που γνωρίζουμε, που δεν δικαιολογείται με κανένα μέτρο και καμία λογική. Ξέρετε γιατί; Γιατί το σύμπαν γαμιέται.
Απόφθεγμα δεύτερο: Το πιο σημαντικό είναι να είσαι αληθινός, να είσαι ο εαυτός σου.
Υπάρχει ένα διάχυτο αίτημα αυτοέκφρασης, που αποτυπώνεται στον αριθμό των ποιητικών συλλογών που εκδίδουμε και επεκτείνεται στα κλισέ και την ευγενή ερασιτεχνική καλλιτεχνία. Το πρώτο πρόβλημα με αυτή την άποψη είναι πως θεωρεί ότι μπορούμε να γνωρίζουμε τον εαυτό μας (ενώ ξέρουμε από τον Στάλκερ ότι στην πραγματικότητα έχουμε όλοι μαύρα μεσάνυχτα, κανείς δεν ξέρει ποιος είναι) και επίσης πως θεωρεί πως ο εαυτός είναι καλός.
Ξέρουμε αυτή την κατηγορία ανθρώπων που στη διάρκεια κάποιας ψυχικής θεραπείας αποφασίζουν ότι κανείς δεν πρέπει να στέκεται εμπόδιο «στα θέλω τους». Είναι κακή περίοδος για να βρίσκεται κανείς κοντά τους, διότι γενικά τα «εμπόδια στα θέλω» είναι πηγή δυσφορίας, που θα έλεγε και ο Φρουντ, αλλά μερικές φορές είναι και αυτό που ονομάζουμε συνύπαρξη.
Η βαθύτερη ειρωνεία αυτού του αποφθέγματος είναι πως η εποχή μας αποθεώνει τη μοναδικότητα του βιώματος, τον υπέροχο ατομικό εαυτό, την ώρα που επιβάλλει την πιο σαδιστική ομοιομορφία. Μοιάζει λίγο με τη σκηνή από τους Μόντι Πάιθονς, όπου αναφωνούν όλοι εν χορώ πως είναι διαφορετικοί. Η επίκληση του εαυτού ως τεκμηρίου αλήθειας είναι τέκνο του ατομικισμού, όμως συνοδεύεται ειρωνικά από τη μαζική κατανάλωση, ανθρώπους που ομνύουν στη μοναδικότητα την ώρα που τα μούτρα τους, τα παπούτσια τους και τα κουταλομαχαιροπίρουνά τους βγαίνουν όλα από μηχανές μαζικής παραγωγής και μοιράζονται σε όλον τον πλανήτη.
Απόφθεγμα τρίτο: Ό,τι δεν σε σκοτώνει σε κάνει πιο δυνατό
Έχουμε, τέλος, τα αποφθέγματα που σχετίζονται με την αποτυχία, τα λεγόμενα αποφθέγματα της παρηγοριάς, όπως είναι το «Ό,τι δεν σε σκοτώνει σε κάνει πιο δυνατό», των Νίτσε-Πορτοκάλογλου, ή παραδοσιακότερα το «κάθε εμπόδιο για καλό». Το χαρακτηριστικό σε αυτά τα αποφθέγματά είναι ότι προσπαθούν να πείσουν τον τσακισμένο άνθρωπο ότι είναι τιμή του και καμάρι του να είναι τσακισμένος. Έτσι συμβαίνει και στην κουλτούρα των startups, που μιλούν με πολύ μεγάλη υπερηφάνεια για την αποτυχία, καλλιεργούν κλίμα αφοβίας απέναντι στην αποτυχία ώστε να ενθαρρύνεται το ρίσκο, και αν τυχαίνει να είναι λίγο κουλτουριάρηδες αναφέρουν και το «fail again, fail better» του Beckett.
Εδώ έχουμε να κάνουμε με την κορωνίδα της υποκρισίας, διότι η εποχή μας για πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας δεν γνωρίζει καμία αξία εκτός της επιτυχίας. Δεν υπάρχει καμία πόρτα κλειστή στον άνθρωπο με τη χρυσή Mastercard. Το ότι ξαφνικά δεν υπάρχουν τίτλοι ευγενείας, αλλά ο αστός ζυγίζεται με το πορτοφόλι του, σημαίνει ότι δεν υπάρχει περιεχόμενο που να ζυγίζει περισσότερο από το πουγκί.
Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο θαυμασμός που τρέφουν οι συμπολίτες μας για τους εφοπλιστές: κανείς, ποτέ, δεν δικαιούται να αναρωτηθεί με ποιες ηθικές παραχωρήσεις ή ακριβέστερα με ποια εγκλήματα δημιουργήθηκαν οι ατομικές περιουσίες. Τα καταγωγικά εγκλήματα των αστικών περιουσιών παραγράφονται. Ενδιαφέρει μόνο η «εντιμότητα» στο εξής. Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει και πάλι ότι μαθαίνουμε περισσότερα για την κοινωνία μας αν δούμε τι κάνει και όχι τι λέει. Για την ακρίβεια, πολύ συχνά λέει ακριβώς αυτό που δεν κάνει, οπότε οι δηλώσεις της είναι πολύ αποκαλυπτικές, για τα καρβέλια που ονειρεύεται. Παρηγορεί λοιπόν τον λούζερ, ακριβώς γιατί ξέρει ότι η ζωή είναι καταπέλτης. Το βλέμμα της θείας πάνω στον άνεργο ανιψιό τα λέει όλα.
Η Όπρα είναι η ιδεοτυπική προσωπικότητα της νεοφιλελεύθερης αυτοβοήθειας, η ενσαρκωμένη υπόσχεση της σύνδεσης θετικής ενέργειας και επιτεύγματος. «Έχασες τη δουλειά σου; Ακολούθησε τον Τόρου Οκάντα, που παρότι άνεργος ξεκίνησε ένα συγκλονιστικό ταξίδι αυτογνωσίας, που άλλαξε για πάντα τον τρόπο που σκεφτόταν!»
Οφείλουμε στην Άρεντ την παρατήρηση ότι πρώτη φορά οι άνθρωποι ασχολούνται τόσο πολύ με την ευτυχία και ποτέ άλλοτε δεν ήταν τόσο πολύ δυστυχισμένοι, λόγω της διαταραγμένης σχέσης μόχθου και κατανάλωσης. Μια που έχουμε πάρει φόρα ανακυκλώνοντας αποφθέγματα άλλων, να μεταφέρω κι εγώ την παρατήρηση που είχε κάνει ένας μελετητής του Όσκαρ Ουάιλντ, που έλεγε ότι είναι εύκολο να φτιάξεις ένα ουαϊλδικό ευφυολόγημα, αρκεί να πάρεις μία κοινοτοπία και να την αναποδογυρίσεις.
Το αποτέλεσμα θα είναι περίπου αυτό:
- Ό,τι και να θες, όσο και να το θες, το σύμπαν χέστηκε.
- Μην είσαι ο εαυτός σου: ο εαυτός σου είναι κωλοχαρακτήρας.
- Ό,τι δεν σε σκοτώνει σε κάνει χάλια / Κάθε εμπόδιο εμποδίζει.
Πηγή: ThePressProject