Την εβδομάδα που πέρασε εξαρθρώθηκε ένα κύκλωμα παράνομης διακίνησης φαρμάκων. Η κατηγορία είναι πως μείωναν τις δόσεις καρκινοπαθών και μεταπωλούσαν παράνομα το υπόλοιπο. Ήθελα με αυτή την αφορμή να πω μια καλή κουβέντα γι’ αυτούς τους ανθρώπους.

 heal

του Κωνσταντίνου Πουλή
(δημοσιεύτηκε 14ο «ένθετο» περιοδικό του ThePressProject, ΖΗΝ)

Η τρέχουσα ηθικολογία γυρεύει να μας πείσει ότι αυτοί που διέπραξαν αυτό το έγκλημα είναι τέρατα που δεν σεβάστηκαν την ιερότητα της ζωής του ασθενούς. Εγώ λοιπόν, που πιστεύω στην κοινοτοπία του κακού, ισχυρίζομαι ότι υπάρχει μία κλίμακα με λεπτές μικρές διαβαθμίσεις, η οποία ξεκινάει από τα κτήνη που μείωναν την δόση των καρκινοπαθών, περιλαμβάνει τους ανθρώπους που αποφασίζουν πολιτικές υγείας σε καιρό κρίσης φορώντας γυαλιστερά παπούτσια και μανικετόκουμπα, και συνεχίζεται αβίαστα, ομαλά, γλυκά γλυκά και φτάνει μέχρι τα φιλόδοξα γιατρουδάκια που παίρνουν φακελάκι για το καινούργιο τους αυτοκίνητο και γκρινιάζουν γιατί δεν πληρώνονταν αρκετά στο αγροτικό τους.

Αυτό που δεν καταλαβαίνω είναι τι αντίρρηση μπορεί να έχει κανείς στην αχαλίνωτη επιδίωξη του κέρδους. Κάθεται ο άλλος και ηθικολογεί, προσπαθεί να μας πείσει ότι η επιδίωξη του κέρδους πρέπει να έχει όρια και ένα όριο είναι η ιερότητα της ανθρώπινης ζωής. Μα το κέρδος είναι το κατεξοχήν σύγχρονο ιερό, και η σχέση του με οποιαδήποτε άλλη ιερότητα είναι απολύτως και μόνο ανταγωνιστική. Γιατί δεν πρέπει δηλαδή ένας διασώστης να χρεώνει 1.000 ευρώ το φορείο αμέσως μετά την έκρηξη βόμβας; Μας φαίνεται ανήθικο αλήθεια να γλιτώνει κανείς τον θάνατο μόνο αν έχει τα χρήματα για να αντεπεξέλθει; Και αν αυτό είναι φυσιολογικό, και το αποδεχόμαστε όταν χαράζουμε πολιτική υγείας, τι αλλάζει στη συγκεκριμένη περίπτωση;

Ποιος είναι αυτός που του φαίνεται ανήθικο να γλιτώνει ο πλούσιος και να πεθαίνει ο φτωχός;

Τα στατιστικά στοιχεία από την κατάσταση που ακολουθεί στο σύστημα υγείας μετά την επέλαση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου ή/και του νεοφιλελευθερισμού στην υγεία είναι συντριπτικά. Στο Βιετνάμ, στην Αργεντινή (διαβάστε εδώ για το Βιετνάμ και εδώ για την Αργεντινή τις λεπτομέρειες) έχουμε τη δεκαετία του ’80 σταδιακή διάλυση των δομών υγείας. Η εφαρμογή μέτρων λιτότητας στην υγεία έχει ως αποτέλεσμα να πεθαίνουν οι φτωχοί και να γλιτώνουν οι πλούσιοι, προγραμματισμένα, οργανωμένα και ψυχρά. Αυτό προϋποθέτει την εξαθλίωση και των γιατρών, προκειμένου να διαβρωθεί αποτελεσματικότερα ο ιστός που συγκρατεί αυτές τις συμπεριφορές. Δεν νομίζω ότι χρειάζεται να αναφερθεί ότι αυτό δεν το κάνουν όλοι. Αλλά γίνεται με αγαστή συνεργασία της βιομηχανίας του φαρμάκου με διεφθαρμένους πολιτικούς και άπληστους γιατρούς. Οι συνέπειες για την υγεία είναι συνταρακτικές, αλλά οι ειδήσεις δεν ενδιαφέρονται για τη δομική αδικία, γιατί δεν έχει δράκο και γιατί ενθαρρύνει την πολιτική σκέψη.

Αυτό σημαίνει ότι όποτε κάποιος μπορεί να κερδίσει χρήματα από την αγωνία, τον πόνο και το φόβο του θανάτου ενός ασθενούς, κανείς δεν τον εμποδίζει, διότι στην πραγματικότητα όλοι θεωρούμε φυσιολογικό να υπάρχει μία κατηγορία ανθρώπων που ζουν πλουσιοπάροχα επειδή εμπορεύονται με πολύ μεγάλη επιτυχία τη νοσηλεία και τη φροντίδα. Το κάνουν βεβαίως νόμιμα, αλλά αυτό ακριβώς θέλω να πω: ότι το ερώτημα που θα πρέπει να μας απασχολήσει είναι το ηθικό και όχι το νόμιμο, γιατί ο νόμος έχει πολύ ελαστικά κριτήρια για τα δικά μου γούστα. Εξάλλου υπάρχει η γνωστή γκρίζα ζώνη που την εκπροσωπεί συμβολικά το περίφημο φακελάκι. Το φακελάκι ανήκει στην γκρίζα ζώνη διότι ενώ είναι παράνομο και υποτίθεται ότι είναι καταδικαστέο, στην πραγματικότητα είναι απολύτως ενσωματωμένο στην κανονική κοινωνική ζωή μας.

Είχα ξαναγράψει παλιότερα για μία ιστορία που μου έλεγε ο πατέρας μου από το χωριό του. Ένας γιατρός ζήτησε από μία γριά να του γράψει ένα χωράφι στο χωριό πριν να χειρουργηθεί. Όταν πήγε να ξαναπατήσει στο χωριό ο γιατρός, του πέταξαν αυγά και εκείνος δεν ξαναγύρισε ποτέ. Αυτό θα πει ότι υπήρχαν αντανακλαστικά σε εκείνη την κοινότητα, που θεωρούσαν τη χειρονομία του γιατρού ηθικώς αδιανόητη και τον άνθρωπο αυτό απόβλητο εξαιτίας της συμπεριφοράς του. Αντιθέτως, σήμερα ο γιατρός αυτός με τα χρήματα από το χωράφι παίρνει αμάξι, με τα χρήματα από το χειρουργείο παίρνει ποσοστά στο νοσοκομείο και με τα ποσοστά στο νοσοκομείο γίνεται πια ζάπλουτος και συνεπώς αξιοσέβαστο μέλος της κοινωνίας, όπως είναι γενικώς όλοι οι ζάπλουτοι σε αυτό τον κωλόκοσμο που μας έλαχε να κατοικούμε.

Το να κερδοσκοπεί κανείς πάνω στην υγεία ενός αδύναμου, φοβισμένου, ταλαιπωρημένου ανθρώπου είναι σοκαριστικό. Αλλά σοκαριστική να μου επιτρέψετε να πω ότι είναι όλη η βιομηχανία της υγείας, με αυτό το κριτήριο.

Γιατί τα λέω όλα αυτά; Η τρέχουσα δημοσιολογία λατρεύει τις ιστορίες με τέρατα. Θέλει να ανακαλύπτει παραμύθια με δράκους, στα οποία μια ενωμένη αθώα κοινότητα παρακολουθεί άφωνη τις πομπές τους. Η δική μου σκέψη, λοιπόν, δεν έχει ενωμένες κοινότητες που σοκάρονται από δράκους, θέλει να ξέρει ποιος και πόσο είναι δράκος ο καθένας σε κάθε παραμύθι. Να ανακαλύπτει, πάει να πει, τη συστημική αδικία, εκεί που η τρέχουσα συζήτηση εστιάζει στην περιπτωσιολογία και τα ηθικά κηρύγματα.

Θάνατος ο γραφειοκράτης με τα μανικετόκουμπα που αποφασίζει μείωση των δαπανών για την υγεία.

Θάνατος ο ομοιοπαθητικός που πουλάει το χάπι της ζάχαρης και ισχυρίζεται ότι θεραπεύει.

Θάνατος ο γιατρός που ζητάει φακελάκι από το φτωχό ναυτικό για να χειρουργήσει το μάτι του.

Θάνατος ο γιατρός που αγοράζει ρολόι των τριών χιλιάδων ευρώ και μετά μιλάει στον ασθενή του για το Θεό.

Θάνατος ο μπάρμπας που στο οικογενειακό τραπέζι προσφωνεί με δουλικότητα τον παραπάνω γιατρό «γιατρέ μου».