Πηγή: 2020
Τις Κυριακές ξεκινάει τα μαγείρεμα από τα χαράματα γιατί θα «έρθουν τα παιδιά για φαγητό», και μαζί και η μόνιμη διαμάχη για το τι ακριβώς θα φάμε. Η κρεβατομουρμούρα έχει ξεκινήσει από το Σάββατο, αλλά γενικά αυτές τις μάχες τις κερδίζω εύκολα γιατί ποιος θα επιμείνει σε γερμανικά φαγητά όταν έχει επιλογή τα ελληνικά; Σχολιάζουμε τη νύφη μας και τη βρίσκουμε «κακομαθημένη», ζηλεύουμε που οι άλλοι παππούδες, τους βλέπουν πιο συχνά από εμάς (κρατάμε τεφτέρι) και η υπερήλικη μητέρα μου έτρεχε μέσα στην πανδημία στην Αθήνα να βρει δώρο για το νεογένητο.
Όπως σας είπα, κλασσικοί παππούδες.
Με τη διαφορά πως είμαστε και οι δυο παππούδες. Όχι παππούς και γιαγιά. Παππούς και παππούς.
Ναι, και οι γκέυ μεγαλώνουμε (δυστυχώς) και για ψώνια πάμε και κρεβατομουρμούρα υποφέρουμε και για το ψητό της Κυριακής τσακωνόμαστε και παιδιά μεγαλώνουμε.
Όταν γνώρισα τον σύντροφό μου στο Βερολίνο ήταν ήδη χωρισμένος με εντεκάχρονο γιο. Θυμάμαι την αγωνία μου την πρώτη φορά που με γνώρισε στο παιδί και πήγαμε οι τρεις μας εκδρομή σε ένα αγρόκτημα έξω από την πόλη. Και θυμάμαι την ανακούφισή μου όταν ο σύντροφός μου, στο αυτοκίνητο, στην επιστροφή, γύρισε και μου είπε διακριτικά σε κάποια στιγμή: «σε συμπάθησε».
Ο ρόλος του κακού πατριού ποτέ δεν μου πήγαινε. Σύντομα πάρθηκε η απόφαση να έρθει να μείνει μαζί μας κι όχι με τη μητέρα του, περισσότερο για πρακτικούς λόγους. Έχουμε μεγαλύτερο σπίτι και είμασταν πιο κοντά στο σχολείο. Άλλωστε η μητέρα του ήταν τακτικά στο σπίτι μας, τα καλοκαίρια πηγαίναμε να βοηθήσουμε τους δικούς της γονείς στον κήπο.
Βρέθηκα λοιπόν όχι μόνον να μεγαλώνω το παιδί του συντρόφου μου, κάτι που έζησα ως αναπάντεχο δώρο στη ζωή μου, αλλά και με μια καινούργια οικογένεια.
Η εφηβεία του γιου μας ήταν ήσυχη γενικά, ήταν και είναι συνεσταλμένος. Διακοπές κάναμε οι τρεις μας, συνήθως στην Ελλάδα, στην οικογένεια μου και σε φίλους, αλλά γυρίσαμε τότε και την Ευρώπη.
Φαντάζομαι πως σε όλους τους ξενώνες ή στα σπίτια που μείναμε υπήρχε η ίδια απορία – ποια είναι η μεταξύ μας σχέση – αλλά ποτέ δεν μας ενόχλησε κανείς.
Εκεί μετά το σχολείο, όταν άρχισε το πανεπιστήμιο αρχίσαν και τα προβλήματα. Η χειρότερη επιρροή που είχαμε στο παιδί τελικά ήταν πως το εθίσαμε στον υπολογιστή. Καθώς και οι δύο μας περνάγαμε και περνάμε άπειρες ώρες γράφοντας λόγω δουλειάς, βρεθήκαμε τρεις άνθρωποι σε ένα σπίτι κολλημένοι σε οθόνες. Ο «μικρός» πρέπει να μπήκε στο διαδίκτυο στα 19 του και να ξαναβγήκε στα 21 του. Θυμάμαι να μη αφήνει το δωμάτιό του για μέρες ολόκληρες, και να τον ακούμε μέσα στη νύχτα να παίζει διαδικτυακά παιχνίδια που μας σηκωνότανε η τρίχα. Μιλώντας με άλλους γονείς συνειδητοποιήσαμε πως ήταν πρόβλημα μιας ολόκληρης γενιάς, όχι μόνο δικό μας. Αλλά φαντάζεστε την ανησυχία μας: «Τι κάναμε λάθος;» Αυτός βέβαια μια χαρά τα κατάφερε να ξαναβγεί έπειτα από λίγα χρόνια. Εμείς εκεί κολλημένοι στις οθόνες είμαστε ακόμη και κολλημένοι θα γεράσουμε νομίζω.
Επίσης -μάλλον από μένα θα το πήρε αυτό, κλασσικά ελληνικά πράγματα αν και Γερμανός- έμενε μαζί μας μέχρι τα 27 του και δεν έμοιαζε να θέλει να ξεκουμπιστεί.
Γιατί να φύγει άλλωστε; κρεβάτι, φαγητό, φροντίδα και άπειρη, απλόχερη αγάπη. Και σιγά που θα τον αφήναμε να φύγει τόσο εύκολα. Ξέρετε το στυλ, «ζακέτα να πάρεις».
Καμιά φορά τρομάζω ο ίδιος από το πόσο μικροαστός προέκυψα. Στα 29 του έγινε ο ίδιος μπαμπάς, συζεί με ένα υπέροχο κορίτσι (ό,τι και να λέει ο κακός πεθερός, δηλαδή εγώ), είναι ευτυχισμένος από τη ζωή του, κι εμείς ευτυχισμένοι από την ευτυχία του.
Όταν λοιπόν βγήκε ο Έλληνας υπουργός δικαιοσύνης, κ. Κώστας Τσιάρας, στην τηλεόραση να μας μιλήσει για τις επιστημονικές έρευνες που δείχνουν πως μεγαλώνουν καλύτερα τα παιδιά που έχουν πατέρα και μητέρα, αναρωτήθηκα αν αναφερόταν σε επιστημονικές έρευνες του γέροντα Παΐσιου, τον οποίο διακρίνουμε πίσω του σε εικόνισμα. Γιατί κατά τ’ άλλα υπάρχει μια ευρύτερη συμφωνία πλέον στην επιστημονική κοινότητα, πως άλλοι είναι οι παράγοντες που επηρεάζουν την ανάπτυξη των παιδιών, η σχέση των γονιών με τα παιδιά, η αγάπη που δέχονται από τον γονιό ή τους γονιούς, η σχέση των γονιών μεταξύ τους και άλλα πολλά – αλλά ο σεξουαλικός προσανατολισμός και η ταυτότητα/έκφραση φύλου των γονιών δεν είναι ένα από αυτά.
Αντίθετα, μοιάζει τα παιδιά από ομόφυλες οικογένειες να αναπτύσσουν άλλες δεξιότητες, όπως την ενσυναίσθηση και την ανοχή στη διαφορετικότητα. (Ενδεικτικά μόνον να αναφέρω την αποφαση της American Psychological Association από τον Φεβρουάριο του 2020 που περιλαμβάνει και εκτενέστατη βιβλιογραφία).
Δεν υπάρχει φυσικά μόνο ένα μοντέλο οικογένειας. Υπάρχουν παιδιά που μεγαλώνουν με δυο ζευγάρια (λόγω π.χ. διαζυγίου), παιδιά που μεγαλώνουν με ένα γονιό, παιδιά που μεγαλώνουν με τρεις γονιούς (καλή μας ώρα), παιδιά που μεγαλώνουν με γονιούς ίδιου φύλου. Και είμαι σίγουρος πως όλοι ξέρουμε γύρω μας οικογένειες έξω από το γνωστό σχήμα μπαμπάς-μαμά-παιδί. Γι’ αυτό και η δήλωση του υπουργού είναι διπλά προσβλητική. Όχι μόνον γιατί θεωρεί άλλες μορφές οικογένειας υποδεέστερες, αλλά γιατί ουσιαστικά θέλει να αγνοήσει και την ύπαρξη τους, να τις κάνει αόρατες.
Φυσικά δεν είμαστε και τυφλοί. Βλέπουμε την ομοφοβία γύρω μας, ξέρουμε πως ένα παιδί δικό μας θα χρειαστεί να το υποστηρίξουμε περισσότερο σε κάποιες φάσεις της ζωής του, αλλά πώς ακριβώς θα το ζήσει αυτό το ίδιο το παιδί, θα εξαρτηθεί από το συγκεκριμένο περιβάλλον στο οποίο μεγαλώνει.
Η λογική του «δεν επιτρέπω σε γονιούς ίδιου φύλου να μεγαλώνουν παιδί γιατί είμαι ομοφοβικός και άνθρωποι σαν κι εμένα θα του κάνουν τη ζωή πατίνι», γιατί αυτό μας λέει περίπου ο υπουργός, έχει κάποια προφανή προβληματάκια. Ή μάλλον μπάζει από παντού.
Η υγιής ανάπτυξη των παιδιών εξαρτάται από πολλά πράγματα. Η ταυτότητα φύλου και ο σεξουαλικός προσανατολισμός των γονιών είναι δευτερεύοντα. Αντίθετα η ομοφοβία της κοινωνίας δεν είναι αδιάφορη.
Με άλλα λόγια όσο περισσότερους Τσιάρες έχει μια κοινωνία τόσο πιο δύσκολο θα είναι για γονείς ίδιου φύλου να μεγαλώνουν παιδί.
Γι’ αυτό και χρειάζεται θεσμική ρύθμιση που να δίνει ορατότητα και να προστατεύει και τα παιδιά και τους γονείς τους από τόσο σκοταδισμό.