Πηγή: News247
Νίκος Γιαννόπουλος
H ιστορία, όταν δεν επαναλαμβάνεται, παίζει υπέροχα παιχνίδια στη σχέση της με το παρόν. Άλλωστε αν μιλάμε για προβολές που έχουν απόσταση 150 ή 200 χρόνια (στην ιστορία το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα δεν θεωρείται πολύ μεγάλο) είναι σαφές ότι εντοπίζονται παραλληλισμοί και κοινά σημεία του παρελθόντος με το παρόν τα οποία αφήνουν άφωνους τους μελετητές.
Η σύγκριση της πανδημίας του κορονοϊού με την επιδημία της χολέρας στην Ελλάδα το 1854 αποτελεί ένα τέτοιο πεδίο. Σίγουρα δεν μπορεί κανείς να μιλήσει για επανάληψη της πραγματικότητας του 1854 το 2020 (σήμερα η πανδημία είναι κάτι που αφορά κυριολεκτικά όλον τον πλανήτη) ωστόσο οι ομοιότητες της κρατικής αντιμετώπισης, της καταγραφής των περιστατικών από τον Τύπο και της πολιτικής ίντριγκας συνδέουν με τρόπο καταπληκτικό τις δύο εποχές.
Όσα θα διαβάσετε στις παρακάτω γραμμές τεκμηριώνονται στο πρωτότυπο και εξόχως ενδιαφέρον βιβλίο του Διονύση Ελευθεράτου “Μία λοξή ματιά στην Ιστορία” (Εκδόσεις Τόπος) από όπου αντλούμε χαρακτηριστικά αποσπάσματα που αποδεικνύουν ότι παρά τη χρονική απόσταση των 166 χρόνων η πανδημία του κορονοϊού το 2020 (σε ό,τι αφορά το “ελληνικό” κομμάτι της) “κουμπώνει” με την επιδημία της χολέρας το 1854.
Μία ξενόφερτη επιδημία που αποδεκατίζει την Αθήνα
Στα μέσα του 19ου αιώνα, η πρωτεύουσα του εμβρυακού, εκείνη την εποχή, ελληνικού κράτους, η Αθήνα, έχει πληθυσμό περίπου 30.000 κατοίκους. Η χολέρα σκότωσε τους 3.000 από αυτούς, δηλαδή το 10% του πληθυσμού της, αριθμός τεράστιος, ακόμα και για τα δεδομένα του προπροηγούμενου αιώνα. Όπως αναφέρεται στο βιβλίο “το μίασμα της χολέρας είναι σχεδόν βέβαιο ότι το μετέφεραν-στον Πειραιά πρώτα-μέλη της γαλλικής κατοχικής στρατιωτικής δύναμης.
Ας μην ξενίζει τον αναγνώστη ο χαρακτηρισμός “κατοχική” για τη συμμαχική δύναμη. Αυτό πραγματικά ήταν. Τόσο η Αγγλία όσο και η Γαλλία είχαν “αιχμαλωτίσει” το κατά τα άλλα κυρίαρχο ελληνικό κράτος για τα απόνερα του Κριμαϊκού Πολέμου που τότε βρισκόταν σε εξέλιξη. Όταν αυτός ξέσπασε, ελληνικά αντάρτικα σώματα ξεχύθηκαν στις αλύτρωτες περιοχές (τότε εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας) για να τις καταλάβουν, απασχολώντας στρατιωτική δύναμη της Αυτοκρατορίας, η οποία τότε ήταν σύμμαχη των Αγγλογάλλων εναντίον των Ρώσων στον Κριμαϊκό. Για να σταματήσει το φαινόμενο, οι σύμμαχοι κατέλαβαν ουσιαστικά τον Πειραιά.
Η χολέρα λοιπόν παρατηρήθηκε πρώτα στις τάξεις του γαλλικού στρατιωτικού σώματος, ήταν, δηλαδή, καθαρά εισαγόμενη. Στην αρχή το φαινόμενο υποτιμήθηκε από την τότε κυβέρνηση (Πρωθυπουργός από τον Μάιο του 1854 ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος). Είναι χαρακτηριστικό το ενημερωτικό έγγραφο του Υπουργού Εσωτερικών Ρήγα Παλαμήδη το οποίο απεστάλη σε όλους τους νομάρχες.
Έγραφε, λοιπόν, ο Παλαμήδης: “Μετ’ ευχαριστήσεως αναγγέλλομεν εις υμάς, κύριε νομάρχα, ότι η επιδήμιος χολέρα ήρχισεν να κοπάζει σημαντικώς. Είθε να ευρεθώμεν εις θέσιν ως ελπίζομεν, εντός ολίγου να αναγγείλωμεν εις υμάς την παντελή παύσιν της δεινής αυτής μάστιγας”. Αυτά γράφτηκαν περίπου τον Οκτώβρη του 1854.
Άρα, κατά την κυβερνητική οπτική, δεν υπήρχε κανένα ιδιαίτερο πρόβλημα. Η χολέρα, που είχε πρωτοεκδηλωθεί τον Ιούνιο, αντιμετωπιζόταν επαρκώς, ελεγχόταν απόλυτα και δεν δικαιολογούσε καμία ανησυχία.
Ο φιλοαγγλικός τύπος ασπάστηκε αυτήν την άποψη και την προπαγάνδιζε συνεχώς. Μέσα από τα φύλλα της εφημερίδας “Αθηνά”, ο κόσμος επληροφορείτο ότι η επιδημία βρίσκεται κάτω από τον πλήρη έλεγχο των κρατικών αρχών και ότι ο Πειραιάς δεν αντιμετώπιζε το παραμικρό πρόβλημα.
Τον Ιούλιο, μάλιστα, η συγκεκριμένη εφημερίδα, κατηγόρησε την κυβέρνηση ότι το μέτρο της αποκοπής της συγκοινωνίας μεταξύ Αθήνας και Πειραιώς ήταν εντελώς αχρείαστο και ότι προκαλούσε σοβαρές οικονομικές δυσχέρειες.
Όπως σημειώνει ο Διονύσης Ελευθεράτος “κάλεσε η “Αθηνά” την κυβέρνηση να σκεφθεί ωρίμως περί των ανυπολόγιστων ζημιών καταστραφέντων τοσούτων εμπορικών και βιομηχανικών συμφερόντων”. Με άλλα λόγια το εμπόριο και η οικονομική ζωή είχαν μεγαλύτερη αξία από την προστασία της ανθρώπινης ζωής, ακόμη και εκείνη την εποχή.
Όντως, στον Πειραιά η νόσος αντιμετωπίστηκε. Πώς, όμως; Η “λύση” ήταν απλή. Το μεγαλύτερο λιμάνι της χώρας ερημώθηκε. Στον Πειραιά, σύμφωνα με το βιβλίο, παρέμειναν μερικές δεκάδες πάμφτωχων οικογενειών. Οι περισσότεροι μετακινήθηκαν σε νησιά όπως η Σύρος, οι Σπέτσες αλλά και η κοντινή Αίγινα. Στην Αίγινα μάλιστα, μόνιμοι κάτοικοι λιθοβουλούσαν τους Πειραιώτες “πρόσφυγες” έτσι ώστε να μην πλησιάσουν την πόλη.
Η χολέρα “εισβάλλει” στην Αθήνα και την διαλύει
Η νόσος λοιπόν φαίνεται ότι αντιμετωπίστηκε στον Πειραιά. Ωστόσο, κρίσιμες λεπτομέρειες δεν είδαν το φως της δημοσιότητας. Ο τότε βασιλιάς Οθωνας σημείωνε στο προσωπικό του ημερολόγιο: “η χολέρα μάστιζε τον γαλλικόν στρατόν εν Πειραιεί και οι αρχηγοί των είχαν την ανοησίαν να το κρύπτουν επιμελώς σκάπτοντες δια νυκτός μέγαν λάκκον, όπου ερρίπτοντο οι νεκροί, αφανώς”.
Επίσης οι γιατροί των Αθηνών σχολίαζαν αρνητικά το γεγονός ότι δεν είχε δημιουργηθεί “ειδική ζώνη” με την οποία θα εμποδιζόταν η επικοινωνία μεταξύ της Αθήνας και του Πειραιά για προφανείς υγειονομικούς λόγους. Και επιπρόσθετα, ιατρικοί κύκλοι χαρακτήριζαν άκρως επικίνδυνες δύο εξελίξεις: την καθυστέρηση στην εφαρμογή της Πειραϊκής καραντίνας, αλλά και τις παρατηρημένες, συχνές παραβιάσεις της (αν σας θυμίζουν κάτι όλα αυτά…).
Η επιδημία “έσκασε” στην Αθήνα τον Σεπτέμβριο του 1854 με το πρώτο κρούσμα να καταγράφεται από τις αρχές στην οδό Λυσιστράτους.
Ακόμα και τότε το φαινόμενο υποτιμήθηκε. Όπως είδαμε παραπάνω ο Υπουργός Εσωτερικών έσπευσε να καθησυχάσει τους νομάρχες της χώρας ισχυριζόμενος ότι η επιδημία ελεγχόταν απόλυτα. Έπειτα, ο φιλοσυμμαχικός Τύπος ανέλαβε να “ενημερώσει” ότι όλα έβαιναν καλώς. Την Τετάρτη 27 Οκτωβρίου η ”Αθηνά” έγραφε: “Τα καθημερινά κρούσματα είναι ασήμαντα, ώστε ουδείς λόγος καν περί αυτών πρέπει να γένηται. Ουχ’ ήττον όμως οφείλουσιν οι κάτοικοι να εξακολουθώσι τηρούντες αυστηρώς τα διαιτητικά παραγγέλματα”. Κοντολογίς, δεν υπάρχει ιδιαίτερο πρόβλημα (και αυτό, μάλλον, κάτι πρέπει να σας θυμίζει).
Η συνέχεια όμως διέλυσε τους κυβερνητικούς μύθους τους οποίους προπαγάνδιζε ο φιλοσυμμαχικός Τύπος (για λίστα…Πέτσα δεν υπάρχουν πληροφορίες από τις πηγές). Μέσα σε 15-20 ημέρες η επιδημία “χτύπησε” αλύπητα την πρωτεύουσα. Η “Αθηνά” δεν μπορούσε να κρύβει άλλο την αλήθεια και στις 11 Νοεμβρίου έγραφε: “Χθες και σήμερον η φθοροποιά νόσος της χολέρας ανεπτύχθη λίαν ορμητικώς και κατεφόβισεν ουκ ολίγον τους κατοίκους”. Η εφημερίδα ενοχοποίησε μάλιστα γι’ αυτό το ότι στην αγορά εξακολουθούσαν να πωλούνται είδη, όπως τα λαχανικά και το κρασί.
ΜΕΘ, φυσικά, εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν. Η κατάσταση στα νοσοκομεία ήταν απελπιστική (αυτό, ελπίζουμε, να μην σας θυμίζει κάτι μετά από μερικές ημέρες στο σήμερα). Ο συγγραφέας-ερευνητής της αθηναϊκής ιστορίας Γιάννης Καιροφύλας γράφει σχετικά: “Στο στρατιωτικό νοσοκομείο, που βρισκόταν στη σημερινή περιοχή του Μακρυγιάννη, χαλούσε ο κόσμος. Τα κρεβάτια ήταν κολλημένα το ένα δίπλα στο άλλο για να χωρούν περισσότερα μέσα στις μεγάλες αίθουσες. Μερικούς (σσ από τους ασθενείς, συνήθως στρατιώτες) τους είχαν ξαπλωμένους κάτω στο δάπεδο και γύρω υπήρχαν πολλά σκουπίδια”.
Οι Αθηναίοι άρχισαν πανικόβλητοι να παίρνουν το δρόμο για τα προάστια της πόλης, κυρίως προς βορρά (προάστιο, εξοχικό μάλιστα, ήταν εκείνη την εποχή ακόμα και τα Πατήσια). Στην Αθήνα έμεινε το 1/3 του πληθυσμού της. Ο δήμαρχος Ιωάννης Κόνιαρης απολύθηκε από την κυβέρνηση, ενώ πολλές επιχειρήσεις καταστράφηκαν. Πολλοί από τους Αθηναίους “μετανάστευαν” ακόμα και στον Πειραιά από τον οποίο η χολέρα είχε έρθει στην Αθήνα. Αδιανόητες καταστάσεις με τις αρχές να παρακολουθούν αμήχανες.
Οι λάκκοι που άνοιγαν για τους χολερικούς νεκρούς ήταν, σύμφωνα με καταγγελίες, αβαθείς και αυτό συνιστούσε μεγάλο πρόβλημα για τη δημόσια υγεία. Και εν συνεχεία άρχισαν οι συγκρίσεις με το εξωτερικό. Η “Αθηνά” αναρωτιόταν γιατί στην Ελλάδα θεραπεύονται μόλις το 10% των κρουσμάτων ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για την Ευρώπη έφτανε ακόμα και το 48%; Προφανώς η απάντηση είχε να κάνει με το γεγονός ότι το ελληνικό κράτος, καταχρεωμένο από τις πρώτες ημέρες της ύπαρξής του, δεν είχε τη δυνατότητα να προσφέρει στοιχειωδώς αποτελεσματική υγειονομική προστασία στους κατοίκους του (200 χρόνια η ίδια ιστορία θα έλεγε κανείς).
Τελικά η χολέρα καταλάγιασε, όπως ενημερώνει το βιβλίο, κατά τον Δεκέμβρη του 1854 αφού βέβαια είχε αποδεκατίσει την Αθήνα και είχε προξενήσει τεράστιες πληγές στο κοινωνικό και οικονομικό “σώμα” της χώρας. Ολόκληρες οικογένειες ξεκληρίστηκαν, άνθρωποι πέθαναν αβοήθητοι. Αλλά οι κατοχικές δυνάμεις των συμμάχων, που έφεραν την επιδημία στον Πειραιά και την Αθήνα, έμειναν …ακλόνητες επί ελληνικού εδάφους άλλα τρία χρόνια, για να αποχωρήσουν το Φεβρουάριο 1857 (όταν η δουλειά στον Κριμαϊκό Πόλεμο είχε τελειώσει επιτυχώς για τις ίδιες).