Την περασμένη Δευτέρα, το βίντεο οπαδού της Αγγλίας που χαιρετάει ναζιστικά και τραγουδάει αντισημιτικά συνθήματα σε μπαρ τη Ρωσίας έγινε viral. Μέσα σε μόλις πέντε ημέρες, η αστυνομία διεξήγαγε έρευνα και προσήγαγε τον ναζί, η Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία καταδίκασε το περιστατικό και ο Βρετανός πήγε σε δίκη. Το Σάββατο κιόλας, η βρετανική δικαιοσύνη τού επέβαλε πενταετή αποκλεισμό από κάθε ποδοσφαιρικό γήπεδο. Διαβάζει, άραγε, η ηγεσία της ελληνικής Δικαιοσύνης και της Αστυνομίας βρετανικό Τύπο; Ή βλέπει μόνο μπάλα;

 anastasiou

του Μηνά Κωνσταντίνου στο ThePressProject

Από όπου κι αν πιάσει κανείς τη συγκεκριμένη είδηση, πυροδοτεί συγκρίσεις με τα ελληνικά τεκταινόμενα που μπορούν να προκαλέσουν μόνο θλίψη. Από τα αντανακλαστικά της αστυνομίας που εξέτασε το βίντεο και αναζήτησε τον πρωταγωνιστή; Από την Ομοσπονδία της Αγγλίας που δε δίστασε να τον καταδικάσει χωρίς να αναζητήσει την οπαδική του ταυτότητα και -προφανώς- χωρίς την παρέμβαση του… προέδρου; Από τη βρετανική δικαιοσύνη που με συνοπτικές διαδικασίες εξέτασε την υπόθεση και επέβαλε την ποινή; Από την ποινή που απαγορεύει την παρουσία του καταδικασθέντα από τα γήπεδα για πέντε ολόκληρα χρόνια; Από το ότι η όλη ιστορία χρειάστηκε μόλις πέντε ημέρες για να διευθετηθεί;
 
Την ίδια ώρα στην Ελλάδα, με τη δίκη της Χρυσής Αυγής ακόμα σε εξέλιξη και τα στοιχεία να συνθέτουν για τα καλά το προφίλ μίας ξεκάθαρα ναζιστικής και εγκληματικής οργάνωσης, με τις φασιστικές επιθέσεις σε μετανάστες και κοινωνικούς χώρους να πυκνώνουν αλλά να μένουν ατιμώρητες, και τον δημόσιο λόγο να εκφασίζεται ημέρα με την ημέρα με την κάλυψη δημοκρατικών -κατά τ’ άλλα- πολιτικών, η ημέρα είναι ακόμα… Κυριακή.
 
Δεν πάει πολύς καιρός από την απόφαση της ελληνικής δικαιοσύνης για την καταδίκη του ευρωβουλευτή του ΚΚΕ, Σωτήρη Ζαριανόπουλου, με την κατηγορία πως συκοφάντησε τους χρυσαυγίτες κατονομάζοντάς τους φασίστες και ναζιστές. Ούτε και από την καταδίκη του δημοσιογράφου Ανδρέα Παπαδόπουλου επειδή τους ονομάτισε «ανθρώπους του κοινού ποινικού δικαίου» έχει περάσει πολύς καιρός. Ακόμα πιο πρόσφατα, η επίθεση και το κάψιμο της κατάληψης της Libertatia στη Θεσσαλονίκη, την ώρα που χιλιάδες κόσμου διαδήλωναν για το Μακεδονικό απ’ έξω, ακόμα δεν έχει ένοχο. Παράλληλα, η επίθεση που δέχθηκαν μέλη της ΟΡΜΑ στο Πέραμα από ένοπλους χρυσαυγίτες παραμένει στον αέρα για τη δικαιοσύνη, με καθήμενους στο εδώλιο άτομα που δέχθηκαν την επίθεση.
 
Μόλις την Κυριακή στα Πετράλωνα, περίπου 30 άτομα επιτέθηκαν με μολότοφ στην κατάληψη του πρώην ΠΙΚΠΑ, που λειτουργεί ως κοινωνικός χώρος για την υγεία, με την αστυνομία να συλλαμβάνει και πάλι άτομα από την πλευρά των θυμάτων ενώ ήδη ανέλαβε την ευθύνη η Κρυπτεία, η φασιστική οργάνωση που ήταν και πίσω από την επίθεση στον μικρό Αμίρ. Μία ημέρα νωρίτερα, τρεις άλλοι «άγνωστοι» πέταξαν στη θάλασσα δύο ανθρώπους επειδή κρατούσαν την πολύχρωμη σημαία και πήγαιναν στο Pride της Θεσσαλονίκης.
 
Όλα αυτά, την ώρα που ο χρυσαυγίτης Μπαρμπαρούσης που κατηγορείται για εσχάτη προδοσία, αφέθηκε ελεύθερος μετά από καταδίωξη δύο ημερών, όπως ελεύθερα είναι και αρκετά μέλη της ναζιστικής οργάνωσης Combat 18 που «εξαρθρώθηκε» τον περασμένο Μάρτιο. Ακόμα και με την πρόσφατη επίθεση στον δήμαρχο Θεσσαλονίκης, Γιάννη Μπουτάρη, για να κινητοποιηθούν οι Αρχές χρειάστηκε η… πανστρατιά του πολιτικού κόσμου, η οποία -ειρήσθω εν παρόδω- κατέληξε σε συμφωνία των δημοκρατικών δυνάμεων (sic) για την υποψηφιότητα του δημάρχου στις επόμενες εκλογές. Εκκωφαντική απάντηση στον φασισμό…
 
Θα πει κανείς, η νομοθεσία της Βρετανίας ορίζει από το 1989 τη μηδενική ανοχή στο ναζισμό. Θα πει, επίσης, ότι αυτή αφορά κυρίως τα ποδοσφαιρικά.
 
Ανάλογη σύγκριση με την ελληνική αθλητική δικαιοσύνη δε θα άντεχε ούτε σε συζήτηση καφενειακού επιπέδου, αφού η στάση της αθλητικής δικαιοσύνης απέναντι σε πρωτοφανή περιστατικά βίας στα ελληνικά γήπεδα έχει υπάρξει παροιμιώδης και μνημείο ανοχής στους οπαδικούς στρατούς και τα επιχειρηματικά συμφέροντα που νέμονται (και) το ποδόσφαιρο. Και φυσικά, οι συγκρίσεις μεταξύ της αντίδρασης της βρετανικής δικαιοσύνης σε ένα περιστατικό που έχει να κάνει με το πολύπαθο αγγλικό ποδόσφαιρο και τα αντανακλαστικά της ελληνικής δικαιοσύνης απέναντι σε ποινικά αδικήματα παραμένουν παρωχημένες. 
 
Τα κύρια χαρακτηριστικά όμως, της είδησης από τη Βρετανία, εντοπίζονται στην αποφασιστικότητα και τη δραστικότητα που επιδεικνύουν οι Αρχές, επιβεβαιώνοντας το δόγμα της «μηδενικής ανοχής».
 
Και καθώς η ελληνική νομοθεσία βρίθει από νόμους και επιβαρυντικές διατάξεις για τα εγκλήματα μίσους, εύλογα αναρωτιέται κανείς: Τι ακριβώς θα πρέπει να συμβεί για να σταματήσουν οι θεσμοί στη χώρα να χαϊδεύουν, ακόμα και να προστατεύουν, συμπεριφορές που ήδη έχουν κοστίσει ανθρώπινες ζωές και έχουν στιγματίσει πολλαπλάσιες;