Κάποιοι παριστάνουν ότι δεν μπορούν να ξεχωρίσουν το γιαούρτωμα από το ναζιστικό μαχαίρωμα… Παριστάνουν ότι δεν μπορούν να βρουν διαφορές ανάμεσα στο γιουχάρισμα και στην αποδοκιμασία από το λιντζάρισμα, τον τραμπουκισμό και τον αγελαίο φασισμό των ταγμάτων εφόδου… Παριστάνουν ότι δεν μπορούν να δουν τι χωρίζει το πέταγμα της μπογιάς από την εκτόξευση της μπουνιάς και της κλωτσιάς του αλήτικου χουλιγκανισμού που παριστάνει την «πολιτική δράση»…
του Νίκου Μπογιόπουλου στον Ημεροδρόμο
Στην ουσία: Αναπαράγουν την αθλιότητα των «δυο άκρων». Τσουβαλιάζουν άλογα με πορτοκάλια για να βγάλουν… αλογοπορτόκαλα, όπως έλεγε ο γερο-Σκαρίμπας. Συκοφαντούν λαϊκούς αγώνες βαφτίζοντας «βία» την κοινωνική αντίσταση στην βαρβαρότητα. Αξιοποιούν φρικιαστικές προβοκάτσιες (π.χ Μαρφίν), αλείβουν σαν βούτυρο στο ψωμί της γκαιμπελικής τους προπαγάνδας «ακτιβισμούς» της πλάκας, για να τα συμψηφίσουν με την κτηνωδία.
Και έτσι, με αυτό τον τρόπο, όταν δεν τον υποδέχονται από την κύρια είσοδο, ανοίγουν στον φασισμό την πίσω πόρτα. Όμως, την ίδια ώρα που παριστάνουν τους επικριτές της βίας «από όπου κι αν προέρχεται», συλλαμβάνονται επ’ αυτοφόρω ως φορείς της πιο αποκρουστικής βίας , της ταξικής βίας.
Ας πάρουμε μια γεύση της θεωρητικής – ιδεολογικής τους σαθρότητας που δεν θα μπορούσε παρά να συνοδεύει την πολιτική υποκρισία τους:
«Κατεβαίνουνε, και ανάφτει του πολέμου αναλαμπή το τουφέκι ανάβει, αστράφτει, λάμπει, κόφτει το σπαθί./ Γιατί η μάχη εστάθει ολίγη; Λίγα τα αίματα γιατί; Τον εχθρό θωρώ να φύγει και στο κάστρο ν’ ανεβεί./ Ακούω κούφια τα τουφέκια, ακούω σμίξιμο σπαθιών, ακούω ξύλα, ακούω πελέκια, ακούω τρίξιμο δοντιών./ Με τα μάτια τους γυρεύουν όπου είν’ αίματα πηχτά, και μες στα αίματα χορεύουν με βρυχίσματα βραχνά/ Κοίτα χέρια απελπισμένα πώς θερίζουνε ζωές! Χάμου πέφτουνε κομμένα χέρια, πόδια, κεφαλές,/ και παλάσκες και σπαθία με ολοσκόρπιστα μυαλά, και με ολόσχιστα κρανία, σωθικά λαχταριστά./ Παντού φόβος και τρομάρα και φωνές και στεναγμοί παντού κλάψα, παντού αντάρα, και παντού ξεψυχισμοί./ Σαν ποτάμι το αίμα εγίνη και κυλάει στη λαγκαδιά, και το αθώο χόρτο πίνει αίμα αντίς για τη δροσιά./ Απ’ τα κόκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά, και σαν πρώτα ανδρειωμένη, χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!».
Αυτό προφανώς και δεν είναι ο «ύμνος στη βία». Είναι αποσπάσματα και στίχοι από τον «Ύμνο εις την Ελευθερίαν». Και προέρχεται δια χειρός Διονυσίου Σολωμού. Οι κύριοι του «καταδικάζετε τη βία απ΄ όπου κι αν προέρχεται;» τι έχουν να πουν; Τον… καταδικάζουν τον Σολωμό; Τον… καταδικάζουν τον ελληνικό εθνικό ύμνο; Το «σε γνωρίζω από την κόψη του σπαθιού την τρομερή» το καταδικάζουν;
«Όταν η διοίκησις βιάζη, αθετή, καταφρονή τα δίκαια του λαού και δεν εισακούη τα παράπονα του, το να κάμη τότε ο λαός, ή κάθε μέρος του λαού, επανάστασιν, ν’ αρπάξη τα άρματα και να τιμωρηση του τυράννους του, είναι το πλέον ιερόν απ’ όλα τα δίκαια του και το πλέον απαραίτητον απ’ όλα τα χρέη του. Αν ευρίσκωνται όμως εις τόπον οπού είναι περισσότεροι τύραννοι, οι πλέον ανδρείοι πατριώτες και φιλελεύθεροι πρέπει να πιάσουν τα περάσματα των δρόμων και τα ύψη τωνβουνών, εν όσω ν’ ανταμωθούν πολλοί, να πληθύνη ο αριθμός των, και τότε ν’ αρχίσουν την επιδρομήν κατά των τυράννων (…)»
Αυτό δεν είναι συνταγή κάποιου «κουκουλοφόρου». Είναι απόσπασμα , από το «Νέα Πολιτική Διοίκησις», το επαναστατικό κείμενο του Ρήγα Φεραίου. Οι κύριοι του «καταδικάζετε τη βία απ΄ όπου κι αν προέρχεται;», πώς και δεν τον έχουν… καταδικάσει ακόμα τον Ρήγα;
«Σηκωθείτε παιδιά της Πατρίδας/ Η μέρα της δόξας έφθασε/ Ενάντια της τυραννίας μας/ Το ματωμένο λάβαρο υψώθηκε/ Ακούστε τον ήχο στα λιβάδια/ Το ουρλιαχτό αυτών των φοβερών στρατιωτών/ Έρχονται ανάμεσά μας/ Να κόψουν τους λαιμούς των γιων και των συζύγων σας./ Στα όπλα πολίτες/ Σχηματίστε τα τάγματά σας/ Προελάστε, προελάστε/ Αφήστε το μολυσμένο αίμα/ Να ποτίσει τα αυλάκια στα χωράφια μας./ Ιερή αγάπη για την Πατρίδα/ Οδήγησε και στήριξε τα εκδικητικά μας όπλα/ Ελευθερία, λατρευτή Ελευθερία/ Μπες στον αγώνα με τους υπερασπιστές σου/ Κάτω από τις σημαίες μας, άσε τη νίκη/ να σπεύσει σε σένα, ρωμαλέα δύναμη/ Έτσι ώστε στο θάνατο οι εχθροί σου/Να δουν το θρίαμβό σου και τη δόξα μας».
Αυτά τα «αιμοβόρα» λόγια είναι στίχοι από την «Μασσαλιώτιδα», τον εθνικό ύμνο της Γαλλίας. Σε αυτόν τον ύμνο στεκόταν προσοχή ο Ζισκάρ Ντε Στεν όταν παραχωρούσε το αεροπλάνο του για να γυρίσει από το Παρίσι ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, το 1974. Οι κύριοι του «καταδικάζετε τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται;» ανάμεσα στον Ζισκάρ και στην Αντουανέτα, διαλέγουν την Αντουανέτα;
Αλλά ας θυμηθούμε και κείνο το τραγούδι της Αντίστασης:
«Δε φοβάμαι την κρεμάλα, δε φοβάμαι το σκοινί/Και στο διάβα μου όλοι τρέμουν ράλληδες και γερμανοί/ Ράλληδες, ταγματαλήτες, μπουραντάδες, γερμανοί/ Τα κεφάλια σας θα πέσουν, απ’ τ’ αντάρτικο σπαθί»
Ή και το άλλο «Το τραγούδι του Άρη» που τραγουδιόταν σε όλη την Ελλάδα μετά τη μάχη στο Μικρό Χωριό, το 1942:
«Βαριά στενάζουν τα βουνά/ Κι ο ήλιος σκοτεινιάζει/ Το δόλιο το Μικρό Χωρίο/ Και πάλι ανταριάζει/ Λαμποκοπούν χρυσά σπαθιά/ πέφτουν ντουφέκια ανάρια/ ο Άρης κάνει πόλεμο/ μ’ αντάρτες παλικάρια».
Εδώ οι κύριοι του «καταδικάζετε τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται;» διαπιστώνουν πολύ σοβαρό πρόβλημα; Μάλλον θα ήταν καλύτερα να μην υπήρχε αντάρτικο σπαθί, τότε, ή κι αν υπήρχε, να ήταν πιο «φιλικό» με τους ναζί και τους γερμανοτσολιάδες;
Ακούστε αγαπητοί σημαιοφόροι της προπαγανδιστικής πυροβολαρχίας του «καταδικάζω τη βία απ όπου κι αν προέρχεται»: Έχουν περάσει πολλές χιλιάδες χρόνια που ο άνθρωπος ήταν σκλάβος, μετά έγινε δουλοπάροικος και τους τελευταίους αιώνες προλετάριος, δηλαδή μισθωτός σκλάβος, για να μπορούμε πια να αντιληφθούμε τι κρύβεται πίσω από τον δήθεν «πασιφισμό» σας:
Η δική σας «καταδίκη της βίας απ’ όπου κι αν προέρχεται», αποτελεί έναν «κομψό», κατ’ επίφαση «δημοκρατικό», τάχα μου «φιλελεύθερο» και πάντα ραφιναρισμένο τρόπο για να υπονομεύετε το δίκιο του αγώνα των καταπιεσμένων. Πώς; Μα παίρνοντας «ίσες» αποστάσεις τόσο ανάμεσα στο «δίκιο», στις «ελευθερίες» και στο «δικαίωμα» του καταπιεστή να καταπιέζει, όσο και στο δίκιο, στις ελευθερίες και στο δικαίωμα του καταπιεσμένου να αντιδρά. Να αντιστέκεται. Να μην συνθηκολογεί με την καταπίεση και με τον καταπιεστή του.
Το θέμα σας – ας είμαστε ειλικρινείς – δεν είναι η αποκήρυξη της βίας και της κάθε βίας, όπως λέτε. Εκτός αν αποκηρύσσεται και τον κ.Βορίδη και την γνωστή δήλωσή του περί της «νόμιμης κρατικής βίας». Εσείς που «καταδικάζετε τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται» την «νόμιμη – κατ’ εσάς – κρατική βία» την αποκηρύσσετε;
Πίσω από τον δήθεν «πασιφισμό» σας και από τα διαγγέλματα «κοινωνικής ειρήνης» προς μια κοινωνία που της έχετε βάλει μπουρλότο, στόχος σας είναι να σπιλώσετε τον αγώνα του καταπιεσμένου ενάντια στον τύραννο και τον εκμεταλλευτή του, βαφτίζοντας «βία» την αντίσταση και τη διαμαρτυρία του. Κι αφού τη σπιλώσετε και τη συκοφαντήσετε, μετά σπεύδετε να την αντιπαραβάλλεται με τη βία του εκμεταλλευτή, με τη βία των μνημονίων, με τη βία της φτωχοποίησης, με τη βία των ΜΑΤ, με τη βία των νόμων σας. Αυτή τη βία, βέβαια, δεν την λέτε βία. Την βαφτίζετε «νομιμότητα» και «δημοκρατία».
Φυσικά οι πάντα ευπρεπείς εστέτ του δήθεν ανθρωπισμού, θα συνεχίσουν το ίδιο τροπάρι: «Καταδικάζετε τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται;»… Νομίζουν ότι έτσι θα φέρουν πιο κοντά όχι μόνο το «Τέλος της Ιστορίας», αλλά και το τέλος της φιλοσοφίας. Μεγαλεπήβολος στόχος, αλλά κατά κακή τύχη των διακόνων της ιστορικής αφασίας και της πολιτικής υποκρισίας υπάρχει η πραγματικότητα. Και προς δόξαν της πραγματικότητας, τη βία – ως συστατικό στοιχείο της ύπαρξης των κοινωνιών όπου αντιπαρατίθενται αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα – είτε την καταδικάζεις, είτε δεν την καταδικάζεις, αυτή υπάρχει. Ερήμην των ηθικοπλαστικών κηρυγμάτων και τρις ερήμην της πολιτικής κατεργαριάς.
Καταδικάστε τη βία όσο θέλετε, 24 ώρες το 24ωρο. Όμως:
Για όσο στον κόσμο θα επικρατεί ο νόμος του ισχυρού, γα όσο θα θεωρείται «δημοκρατία» να υπάρχουν οι «από πάνω» και οι «από κάτω», για όσο το δίκιο θα καθορίζεται με βάση την δύναμη και θα υποτάσσεται σε αυτήν, για όσο οι κοινωνίες θα χωρίζονται σε τάξεις όπου οι πεντακοσιομέδιμνοι θα κάνουν κουμάντο πάνω στους ζευγίτες και όλοι μαζί πάνω στους δούλους, το να καταδικάζεις τη βία (ακόμα κι όταν αυτή η καταδίκη είναι ειλικρινής) είναι τόσο μάταιο όσο το να καταδικάζεις το γήρας. Η’ το θάνατο.Όσο κι αν τον καταδικάσεις, αυτός υπάρχει. Και θα υπάρχει μέχρι τη δευτέρα παρουσία (τουλάχιστον…).
Πριν σπεύσουν κάποιοι να πουν ότι όποιος αναγνωρίζει το αναπόφευκτο της ύπαρξης της βίας ταυτόχρονα την «δικαιώνει», απαντάμε: Η αναγνώριση ότι ο θάνατος υπάρχει, μόνο κάποιος παράλογος θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι συνιστά εκδήλωση «αγάπης» προς το θάνατο ή δήλωση «δικαίωσης» της ύπαρξής του ή ότι αναιρεί την απέχθεια απέναντί του.
Το ίδιο συμβαίνει και με τη βία. Επομένως το ζητούμενο δεν είναι η ρητορική καταδίκη της βίας – «μαμής» της Ιστορίας κατά Μαρξ. Το ζητούμενο είναι η δίκη, η καταδίκη και ο εξοβελισμός της «μάνας» και του «πατέρα» της βίας και όλων όσοι την γεννούν. Ας πάρουμε για παράδειγμα, το θέμα του πολέμου. Τι πιο βίαιο! Αλλά αν θέλεις να είσαι σοβαρός, το πώς τοποθετείσαι απέναντι στον πόλεμο δεν μπορεί να τελειώνει (ούτε καν να αρχίζει) με την έκφραση της καταδίκης του πολέμου. Γιατί έχει και «παρακάτω». Η μήπως δεν έχει «παρακάτω»; Δεν απαιτείται, δηλαδή, να προσδιοριστεί ο χαρακτήρας του πολέμου; Το «καταδικάζω τον πόλεμο» σε βγάζει, τάχα, από την υποχρέωση να τοποθετηθείς, να πάρεις θέση αν είναι δίκαιος ή άδικος ο πόλεμος, από πλευράς εκείνων που είτε ως αμυνόμενοι, είτε ως επιτιθέμενοι, συμμετέχουν σε αυτόν;
Εκτός αν καταλήξουμε ότι κάθε πόλεμος είναι άδικος και ότι με ένα «καταδικάζω τον πόλεμο» ξεμπερδεύουμε. Αλλά τότε εξίσου «άδικο» με τους Τούρκους το ’21 είχαν και οι επαναστατημένοι Έλληνες. Όμως, αν κάθε πόλεμος είναι «άδικος», και αν η αδικία επιμερίζεται εξίσου σε όλους όσοι συμμετέχουν ή εξαναγκάζονται να συμμετάσχουν σε αυτόν, τότε καλύτερη δικαίωση του «αδικητή» δεν μπορεί να υπάρξει.
Όταν επομένως μιλάμε για βία, το χρέος μας δεν είναι να αραδιάζουμε επίθετα και προσδιορισμούς για να αποδείξουμε πόσο απεχθής μας είναι, μη και δεν πάρουμε μέρος στο γενικό μεθύσι κάποιας αταξικής, απολίτικης και αντι-ιστορικής «συναδέλφωσης». Υποχρέωση του καθενός – εφόσον σέβεται τον εαυτό του – είναι να προσδιορίζει το χαρακτήρα της βίας.
Και στο σημείο αυτό, αφήνουμε τη «βαριά φιλοσοφία» και ερχόμαστε στην τρέχουσα επικαιρότητα: Υποχρέωση του καθενός, αν μάλιστα είναι αξιοπρεπής (ούτε κομμουνιστής ούτε μη κομμουνιστής, ούτε αριστερός ούτε δεξιός, ούτε προοδευτικός ούτε συντηρητικός, αλλά «απλώς» αξιοπρεπής), είναι να μην επιτρέπει να συκοφαντούνται οι κοινωνικοί αγώνες μέσα από τη χυδαία επιχείρηση να διασυνδεθούν, να παραλληλιστούν ή πολύ περισσότερο να ταυτιστούν με το ναζιστικό έγκλημα. Με το φασιστικό λιντσάρισμα. Με την ατομική τρομοκρατία. Με την παρα-κρατική δράση. Με την προβοκατόρικη, δολοφονική δράση τύπου «Μαρφίν» κοκ.
Δεν υπάρχει πιο ευδιάκριτο σινιάλο επερχόμενης πολιτικής «ανωμαλίας» από τη χυδαιότητα που ισχυρίζεται, άμεσα ή έμμεσα, ότι η λαϊκή αντίσταση αποτελεί τάχα τη «δικαίωση», τη «νομιμοποίηση», τον «τροφοδότη», το «συγκοινωνούν δοχείο» ή ακόμα και τον «γεννήτορα» (!) της τραμπούκικης, της υποκοσμιακής, της ναζιστικής και κάθε μορφής φασιστικής βίας.
Εκείνο που ισχύει είναι το ακριβώς αντίθετο:
Οι μαζικοί, λαϊκοί, κοινωνικοί και πολιτικοί αγώνες, εφόσον είναι τέτοιοι, όχι μόνο δεν αποτελούν την «κατάφαση», αλλά την πιο κατηγορηματική, την πιο εκκωφαντική άρνηση – μέχρι του σημείου της κατάργησή της – της βίας που ασκείται πάνω στον καταπιεσμένο. Η κατάργηση αυτής της βίας, που γεννά όχι μόνο το δικαίωμα αλλά και το καθήκον της αντίστασης απέναντί της, είναι και ο μόνος δρόμος για την αντιμετώπιση της βίας, γενικά, και της διάχυσής της.
Υποχρέωση, τελικά, του καθενός – εφόσον σέβεται τον εαυτό του – δεν είναι να εξαντλείται στην «καταδίκη της βίας απ’ όπου κι αν προέρχεται». Είναι η καταδίκη και η αντίσταση στη βία,αλλά από εκεί που πραγματικά προέρχεται. Είναι η καταδίκη, η αντίσταση και η αποκάλυψη της βίας – και όσων κρύβονται πίσω της – που αναπαράγει, ενισχύει, διευκολύνει και «νομιμοποιεί» την καθεστωτική βιαιότητα.
Τα όσα σημειώνουμε παραπάνω μόνο από κάποιον συκοφάντη ή εντελώς ευήθη θα ερμηνεύονταν ως στάση που προσεγγίζει τη βία ως κάτι, τάχα, το επιθυμητό. Εκείνο που λέμε είναι ότι η βία αντιμετωπίζεται υπό το πρίσμα της μόνης ελεύθερης προσέγγισης που μπορεί να υπάρξει. Και η μόνη ελεύθερη προσέγγιση είναι εκείνη που διαθέτει επίγνωση της αναγκαιότητας.
Αν πάλι όλα αυτά δεν ισχύουν, τότε όχι μόνο θα πρέπει να «καταδικάσουμε τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται», αλλά θα πρέπει να ζητήσουμε και «συγγνώμη»:
Να ζητήσουμε «συγγνώμη», για παράδειγμα, για λογαριασμό του Άρη και του αντάρτη του ΕΛΑΣ που άσκησαν βία κατά της χιτλερικής χολέρας. «Συγγνώμη» για λογαριασμό του Καραϊσκάκη και του Κολοκοτρώνη. «Συγγνώμη» για λογαριασμό του στρατιώτη του Κόκκινου Στρατού που τσάκισε το κτήνος του ναζισμού στο Ράιχσταγκ. «Συγγνώμη» για λογαριασμό των κολίγων στο Κιλελέρ. Συγγνώμη για λογαριασμό εκείνων που γκρέμισαν τη Βαστίλη και των άλλων που πολέμησαν για την κατάργηση της δουλείας στην Αμερική. «Συγγνώμη» για λογαριασμό και του πιτσιρικά της «Ιντιφάντα» που πετούσε τόσο βίαια τις πέτρες του στα τανκς των Ισραηλινών. «Συγγνώμη» και για την άποψή μας ότι ο λαός μας, οργανωμένα, αποφασιστικά και μαζικά – δηλαδή δημοκρατικά – έχει κάθε δικαίωμα να πάρει την «όψη που με βιά μετράει τη γη» και να αποτινάξει από το σβέρκο του τα μνημόνια και ό,τι γεννάει τα μνημόνια.
«Συγγνώμη»; Δεν θα μπορέσουμε…