Αλιεύσαμε τα δύο σχόλια από το facebook του Θανάση Καμπαγιάννη*
Είναι κατανοητή η χτεσινή ανακούφιση από πολλούς καλούς ανθρώπους για την εισαγγελική αγόρευση στη δίκη Τοπαλούδη. Έχουμε τέτοια πικρή εμπειρία από τις διωκτικές και τις δικαστικές αρχές που χτες δεν θα μας παραξένευε αν ακούγαμε την εισαγγελέα να κάνει ερωτήματα του τύπου: “και γιατί πήγε το θύμα για φαγητό με τους κατηγορούμενους;”, “και γιατί φλέρταρε;”, “και μήπως τους κουνήθηκε και τους προκάλεσε;” και λοιπά πολλά. Τα έχουμε δει και τα έχουμε ζήσει όλα αυτά, δεν τα βγάζουμε δυστυχώς από το μυαλό μας…
Τουναντίον η εισαγγελική πρόταση ήταν χτες κρυστάλλινη όσον αφορά αυτό: το θύμα είπε “όχι”. Η νεαρή γυναίκα είπε “όχι”. Και οι κατηγορούμενοι την εκδικήθηκαν: τη βίασαν μετά από τεράστια αντίσταση του θύματος, τη σκότωσαν, την πέταξαν γυμνή σαν σακί στη θάλασσα για να τη φάνε τα ψάρια και να παρασυρθεί το σώμα της στα ανοιχτά της θάλασσας, καθάρισαν μεθοδικά τον τόπο του εγκλήματος και εξαφάνισαν τα πειστήρια. Πρόκειται για ένα από τα φριχτότερα εγκλήματα στα πρόσφατα ποινικά χρονικά. Και η εισαγγελέας αποκωδικοποίησε και κάποιες κρίσιμες κοινωνικές πτυχές του εγκλήματος: ο πλούτος του ενός κατηγορούμενου, ελληνικής καταγωγής από τη Ρόδο, που “δεν είχε ακούσει ποτέ ένα όχι”, ο συμπληρωματικός ρόλος του δεύτερου, αλβανικής καταγωγής, ως “δολώματος”, η συνάντηση μιας νεαρής φοιτήτριας από την Ορεστιάδα με τα ήθη της ροδίτικης κοινωνίας που ζει εδώ και δεκαετίες στους ρυθμούς του χρήματος και του τουρισμού, η υποτίμηση του γυναικείου φύλου. Όλα αυτά τα στοιχεία ήταν που δημιούργησαν χτες έναν στεναγμό ανακούφισης.
Όμως. Υπάρχει όμως. Για να τα υποστηρίξουμε όλα αυτά, δεν χρειάζεται να κάνουμε τα στραβά μάτια σε όσα ήταν καταφανώς λαθεμένα. Το θύμα του βιασμού δεν χρειάζεται να είναι “αφίλητη παρθένα” για να στοιχειοθετήσει την υπόθεσή του. Οι χαρακτηρισμοί των κατηγορούμενων ως “τεράτων” απενοχοποιούν τελικά την κοινωνία που τους δημιούργησε: δεν γεννήθηκαν, αλλά γίνανε βιαστές. Οι φυσιογνωμιστικοί αφορισμοί και ο Λομπρόζο δεν έχουν θέση σε αγορεύσεις εισαγγελικών λειτουργών μιας φιλελεύθερης έννομης τάξης. Και η αμφισβήτηση του ρόλου του συνηγόρου υπεράσπισης ως συλλειτουργού της δικαιοσύνης δεν προοιωνίζεται τίποτα καλό για την απονομή της. Το χειρότερο: κάθε δικαστική ή εισαγγελική υπέρβαση δίνει δυνατότητες στους κατηγορούμενους να θυματοποιηθούν. Και αυτό είναι το τελευταίο που χρειάζεται σ’ αυτή την υπόθεση.
Η μορφή της Ελένης Τοπαλούδη μας στοιχειώνει και ζητάει δικαιοσύνη. Αυτό μόνο προέχει.
Όσον αφορά την ανακοίνωση του Προέδρου του ΔΣΑ κ. Δ. Βερβεσού
Το μεγαλύτερο λάθος που μπορεί να γίνει σε μια δίκη σαν και αυτή του βιασμού και της δολοφονίας της Ελένης Τοπαλούδη είναι τα δευτερεύοντα ζητήματα να συγκαλύψουν την ουσία.
Με δεδομένη μάλιστα την πορεία που ελεύθερα επέλεξαν οι κατηγορούμενοι, αυτήν της συγκάλυψης και της διάχυσης της ευθύνης αντί για την ειλικρινή μεταμέλεια, τίποτα δεν πρέπει να επισκιάσει τις πράξεις τους. Σημεία της χτεσινής εισαγγελικής αγόρευσης με την οποία συμφωνώ έδωσαν λαβές, που δεν μπορούσαν να μείνουν ασχολίαστες. Προσωπικά, αυτόν τον σχολιασμό τον έκανα παραπάνω. Το πρωί εκδόθηκε ανακοίνωση του Προέδρου του ΔΣΑ Δημήτρη Βερβεσού. Είμαι μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του ΔΣΑ με την Εναλλακτική Παρέμβαση και βλέπω ειδήσεις με τίτλο “Οργή δικηγόρων κατά της εισαγγελέως”, οπότε οφείλω μια δημόσια γνώμη.
Διαφωνώ με την ανακοίνωση του Προέδρου. Κατά πρώτον, δεν είναι ανακοίνωση “των δικηγόρων”. Δεν ειναι καν ανακοίνωση του Διοικητικού Συμβουλίου του ΔΣΑ, καλοδεχούμενο βέβαια να έρθει το θέμα να το συζητήσουμε. Είναι προσωπική ανακοίνωση του Δ. Βερβεσού, που έχει φυσικά ψηφιστεί ως Πρόεδρος και κατέχει θεσμική θέση.
Οι πολιτικοσυνδικαλιστικές ανακοινώσεις δεν κρίνονται από μια στενή αντίληψη περί της ορθότητας ή μη του σκεπτικού τους. Κρίνονται στη συνάφειά τους. Κρίνονται από τις σιωπές που προηγήθηκαν και θα ακολουθήσουν κι από τα θέματα που επιλέγονται για να εκδοθούν. Κρίνονται τελικά από το συνολικό τους αποτύπωμα.
Αυτό, λοιπόν, το συνολικό αποτύπωμα των παρεμβάσεων του Προέδρου σε πλήθος περιπτώσεων τα τελευταία χρόνια είναι λάθος και αποτυπώνει την στραβή πορεία του δικηγορικού συνδικαλισμού τις τελευταίες δεκαετίες, μια πορεία που φυσικά μένει και εκλογικά να αλλάξει. Είναι το αποτύπωμα που ανησυχεί για την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης στην υπόθεση Novartis, την ίδια στιγμή που το έγκλημα του λευκού κολάρου μένει ατιμώρητο με ευθύνη του παλιού πολιτικού συστήματος. Είναι το αποτύπωμα που ανοίγει πολεμική με τον πρόεδρο της ΕΔΕ Χριστόφορο Σεβαστίδη ως τον μεγάλο “εχθρό” του δικηγορικού σώματος, την ίδια στιγμή που δεν τολμάει να ζητήσει την παραίτηση του Βρούτση. Είναι το αποτύπωμα που αντιδικεί με την εισαγγελέα στη δίκη Τοπαλούδη μετά από μια αγόρευση που σπάει το αφήγημα των απανταχού βιαστών, τη στιγμή που οι αντιδικηγορικές αποστροφές της επαναλαμβάνονται σε πολλες δικαζόμενες υποθέσεις ανά την Ελλάδα χωρίς εκεί να τυχαίνουν αντίστοιχης προβολής και ανακοίνωσης. Σε όλες αυτές τις παρεμβάσεις, υπάρχουν βέβαια ορθές όψεις. Αλλά, το ζητούμενο είναι το συνολικό αποτύπωμα.
Κερασάκι στην τούρτα αυτού του είδους των παρεμβάσεων είναι η “πάγια θέση” της “μη παρέμβασης του ΔΣΑ σε υπό εξέλιξη δίκη”. Οι Δικηγορικοί Σύλλογοι, κατανοώντας τις συνθήκες μιας ανοιχτής δίκης και της παράστασης μελών τους σε αμφότερες τις πλευρές, πρέπει να είναι φειδωλοί στις τοποθετήσεις τους. Σε εμβληματικές ωστόσο υποθέσεις, πρέπει να τοποθετούνται με τρόπο που να μην υπεισέρχεται στα πραγματικά περιστατικά αλλά εκφράζοντας τη φωνή της δικαιοσύνης. Το άγος της έμφυλης βίας, των βιασμών και των γυναικοκτονιών, πρέπει να αναδειχθεί από τους Δικηγορικούς Συλλόγους και να τύχει παραδειγματικής αντιμετώπισης και τιμωρίας από την έννομη τάξη. Αυτή είναι μια γενική θέση που δεν μπορεί να λείπει από την ανακοίνωση ενός Δικηγορικού Συλλόγου που σέβεται τον εαυτό του, αν δεν επιθυμεί να αντιμετωπιστεί σαν μια ανησυχούσα συντεχνία. Ποιός, αλήθεια, θα μπορούσε να διανοηθεί την ιστορία του Δικηγορικού Συλλόγου της Αθήνας, χωρίς τις δημοκρατικές παρεμβάσεις του στην διάρκεια των Δικών της Χούντας; Ευτυχώς που ο ΔΣΑ δεν είχε τότε συνδικαλιστές που θα εξέφραζαν την “πάγια θέση” της “μη παρέμβασης σε υπό εξέλιξη δίκη”…
Το έργο του συνηγόρου υπεράσπισης οριοθετείται από τις υποχρεώσεις αλήθειας, συνηγορίας και εχεμύθειας. Το τρίπτυχο αυτών των υποχρεώσεων και η αλληλουχία τους επιτάσσουν και θωρακίζουν το έργο του συνηγόρου. Η υποχρέωση συνηγορίας απο μόνη της θα σήμαινε διαστρέβλωση, στρεψοδικία, χάλκευση στοιχείων, προσβολή του θύματος – οριοθετείται όμως από την υποχρέωση αλήθειας (που δεν την έχει ο κατηγορούμενος αλλά την έχει ο συνήγορός του). Η υποχρέωση αλήθειας από μόνη της θα σήμαινε αποκάλυψη στοιχείων σε βάρος του κατηγορούμενου/εντολέα – οριοθετείται όμως από την υποχρέωση εχεμύθειας που επιτάσσει την προβολή μόνο των θετικών αποδεικτικών στοιχείων που κατατείνουν στην αθώωση.
Ο συνήγορος υπεράσπισης αναδεικνύεται έτσι σε παράγοντα και συλλειτουργό της δικαιοσύνης, κομμάτι της, κατά Μαγκάκη, «τριχορδίας θεσμών» που μαζί με τον εισαγγελέα και τον δικαστή συνθέτουν την διαλεκτική της ποινικής δίκης για την ανεύρεση της ουσιαστικής αλήθειας. Είναι χρέος του συνήγορου να υπηρετήσει τον ρόλο αυτό, του εισαγγελέα να τον σεβαστεί και του συνδικαλιστή να τον υπερασπιστεί σε όλο του το βαθύ νόημα.
*Δικηγόρος. Συμβούλος στο Διοικητικό Συμβούλιο του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών με την “Εναλλακτική Παρέμβαση – Δικηγορική Ανατροπή”