Τον Ζακ Κωστόπουλο τον σκότωσαν στο ξύλο μέρα μεσημέρι, μπροστά στα μάτια του κόσμου. Ενώ αυτό για κάποιους ήταν φανερό από το πρώτο βίντεο που κυκλοφόρησε, υπήρξε από την πρώτη στιγμή μια απίστευτη (κυριολεκτικά απίστευτη, δύσκολο να τη χωνέψει κανείς) ομοβροντία υπερασπιστών των δολοφόνων. Τα επιχειρήματα παρουσίαζαν διαφορετικές, διαδοχικές εκδοχές της υπερασπιστικής γραμμής της αστυνομίας, χωρίς αιδώ, χωρίς καμία έγνοια για την δημοσιογραφική δεοντολογία ή έστω αξιοπρέπεια.

 zackk

του Κωνσταντίνου Πουλή στο The Press Project

Ένα προς ένα έπεφταν τα κάστρα της υπερασπιστικής γραμμής των δολοφόνων, παρ’ όλο το βάρος των κοινωνικών αυτοματισμών που επέλεγαν να ενεργοποιήσουν σε κάθε βήμα. Σήμερα έπεσε και το τελευταίο κάστρο, αυτό που έλεγε «μπορεί να μην ήταν ληστής, μπορεί να μην ήταν πρεζάκι, αλλά πού ξέρουμε από τι πέθανε;» Πέθανε (ποιος να το περίμενε;) επειδή τον κλωτσούσαν με μανία και προσπαθούσαν να του λιώσουν το κεφάλι στο πεζοδρόμιο.

Και πάλι οι συνήθεις ύποπτοι είχαν βιαστεί να γράψουν ότι η ιατροδικαστική έκθεση είτε αποδείκνυε ότι δεν προήλθε από το χτύπημα ο θάνατος, είτε ότι ήταν «απροσδιόριστη η αιτία θανάτου», με εξαίρεση όσους παρατήρησαν ότι η πρώτη ανακοίνωση ανέφερε πως δεν είχε προσδιοριστεί ακόμα  τότε η αιτία θανάτου. Έχει προηγηθεί το περίφημο DNA στο μαχαίρι και η τοξικολογική εξέταση.

Αναρωτιέμαι ποια θα είναι η επόμενη γραμμή άμυνας της υπεράσπισης των δολοφόνων. (Φαντάζομαι ότι θα βασίζεται στη φράση του ιατροδικαστή «τα τραύματα δεν συνιστούν θανατηφόρες κακώσεις», αλλά πέθανε από καρδιά). Οι πρώτες δύο υπερασπιστικες θεωρίες βασίζονταν σε επικλήσεις του συναισθήματος, με ωμά ψεύδη, που προσπάθησαν να εμφανίσουν τον Ζακ ως ληστή με μαχαίρι και μετά να παρουσιάσουν έναν άνθρωπο που θα ήταν εκτός ελέγχου, σε αμόκ κλπ, τσιγκλώντας τα αντανακλαστικά εκείνα που θα έδιναν σε οποιονδήποτε παρακολουθούσε απ’ έξω τη δυνατότητα να πει ότι «καλά του κάναν».

Με δεδομένο ότι δεν έχει μείνει όρθιο κανένα από τα κατασκευασμένα αφηγήματα από το άτυπο γραφείο επικοινωνίας της ΕΛΑΣ που ακούει στο όνομα Βασίλης Λαμπρόπουλος, είμαστε πια στο τελευταίο στάδιο αυτής της διαδικασίας:

Πείτε ελεύθερα ότι τον θέλατε νεκρό γιατί συνόψιζε ό,τι μισείτε: πείτε χωρίς αυτοπεριορισμούς και χωρίς ενοχές ότι δεν υπάρχει χώρος για οροθετικές τσούλες στον κόσμο σας, λοιπόν του άξιζε να πεθάνει, χωρίς άλλες υποσημειώσεις και ακροβασίες. Γιατί αυτό που αποδεικνύεται είναι πως ό,τι επιχειρήματα και αν προσκομίσει κανείς, το μίσος είναι ισχυρότερο. Θυμηθείτε άλλους νεκρούς, ρωτήστε μας γιατί δεν διαδηλώνουμε για τον Κατσίφα ή όποιον άλλον, αλλά κατά βάθος απλώς πείτε χωρίς περιφράσεις ότι «καλά του κάναν», γιατί όλα τα υπόλοιπα είναι αδέξια και αφελή.

Είναι λεπτό αυτό το σημείο, αλλά θέλω να πω ότι ένας θάνατος δεν είναι από μόνος του κάτι δραματικό, αν δεν ανήκεις στους οικείους του θανόντος. Πεθαίνουν τόσοι κάθε μέρα, άλλοτε το μαθαίνουμε και άλλοτε όχι, αλλά οι θάνατοι αγνώστων μάς αφήνουν κατά κανόνα ασυγκίνητους. Αν σε κάτι μας τάραξε ο θάνατος του Ζακ Κωστόπουλου, είναι διότι δεν πιστεύαμε στα μάτια μας από την μισανθρωπία που εκδηλώθηκε στα όσα ακολούθησαν. Και διότι, πιστεύω εγώ, αυτή η στάση ήταν η περιρρέουσα ατμόσφαιρα που κατέστησε δυνατή τη δολοφονία του Ζακ μπροστά στα μάτια των περαστικών.

Αυτή η στάση εκδηλώθηκε πρώτον θεσμικά, στον τρόπο με τον οποίον οργανώθηκε η συγκάλυψη της δολοφονίας από την αστυνομία, με τους συνηγόρους της οικογένειας να διαμαρτύρονται για το πώς η αστυνομία εμπόδισε την απονομή δικαιοσύνης, δεν συνέλεξε στοιχεία από μάρτυρες, δεν συγκέντρωσε το οπτικοακουστικό υλικό -που ποιος ξέρει τι θα μας έδειχνε- και μαζί στον τρόπο με τον οποίον τόσο προκλητικά συνεργάστηκαν η αστυνομία και τα ΜΜΕ για τη συγκάλυψη  και διαστρέβλωση της πραγματικότητας, εμφανίζοντας πεισματικά μια εικόνα που κολάκευε όλα τα μισανθρωπικά αισθήματα που θα μπορούσαν να ενεργοποιηθούν προκειμένου να αποσιωπηθεί το προφανές: ότι σκοτώσαν έναν άνθρωπο μπροστά σε ένα αμήχανο πλήθος, που δεν είχε το θάρρος ή την προθυμία όχι να σταματήσει το φονικό, αλλά ούτε καν να μοιραστεί τα βίντεο που έδειχναν τι είχε γίνει.

Τώρα λοιπόν ξέρουμε. Και επειδή επαναλαμβάνω ότι η δική μου ανάγνωση της ιστορίας αυτής είναι πως τα μισανθρωπικά αντανακλαστικά που ακολούθησαν τον φόνο είναι τα ίδια που τον κατέστησαν εξ αρχής δυνατό, ας κάνουμε αυτό που κάνουν τα πιτσιρίκια στο τέλος των Αδελφών Καραμάζοφ: να ορκιστούμε στη μνήμη του, ότι κι αν δεν έχουμε την ατυχία να βρεθούμε μάρτυρες μιας τέτοιας βαρβαρότητας, τουλάχιστον δεν θα συναινέσουμε στη διασπορά και νομιμοποίηση αυτού του λόγου, που κατέστησε το έγκλημα εφικτό. Τίποτα δεν θα αναστήσει τον Ζακ. Αλλά τουλάχιστον θα ξέρουμε -όπως συμβαίνει σε κάθε κρίσιμη στιγμή, που η κοινωνία διχάζεται- ότι τα λόγια μας μετράνε. Κι αν δεν μετράνε για να ζωντανέψουν τον νεκρό, μετράνε τουλάχιστον για να μην είμαστε εμείς αυτό το πλήθος που κάθισε αμήχανο ή συνένοχο και παρακολουθούσε τον φόνο.

 

Πηγή: The Press Project