Μαρία Λουκά

Πηγή: Vice

Όχι , δεν ήρθε ακόμα η επέτειος – o Χρόνης πέθανε τον Νοέμβρη. Πριν από έξι χρόνια, όταν μια σειρά από όμορφοι άνθρωποι ξεκίνησαν να φεύγουν από κοντά μας, να μας αφήνουν μόνους και σαστισμένους να διαβούμε την έρημο του πραγματικού. Αλλά να, έτσι όπως προχωράει αλύπητα ο Σεπτέμβρης στη χώρα του πολιτικού σουρεαλισμού, της πνευματικής αλαλίας και της κοινωνικής δυσθυμίας, όλες και όλοι κάπως ανασκουμπωνόμαστε και ψάχνουμε να βρούμε ελιξίρια διαύγειας, για να βγάλουμε το χειμώνα. Σ’ αυτήν την αναζήτηση τον ξετρύπωσα πάλι – αν και δεν ήταν και ποτέ καταχωνιασμένος. Κυκλοφορεί χρόνια τώρα ανάμεσα στο γραφείο και την κρεβατοκάμαρα, σκαρώνει ρίμες στους Social Waste, φτιάχνει εισαγωγές στον Βέβηλο και τον Εισβολέα, γράφει συνθήματα στους τοίχους της Αθήνας. Επειδή αυτός ο τύπος με τα πυκνά μουστάκια, τη βραχνή φωνή, τις λαχανιασμένες ανάσες, που επέμενε μέχρι το τέλος να διακηρύττει ότι «δεν κατάφερα να αλλάξω το σύστημα, όμως δε θα επιτρέψω ούτε σ’ αυτό να με αλλάξει», είναι ωραίος. Μπορεί να γεννήθηκε δεκαετίες νωρίτερα, αλλά μιλάει ακόμη στην ψυχή μας – και οι λέξεις του στάζουν ζωή.

Η ζωή του Χρόνη Μίσσιου δεν είχε μια παραμυθένια αφήγηση, όπως οι illustration βιογραφίες πλούσιων ανδρών. Ακολούθησε μια μυθιστορηματική πορεία, όπως οι δικοί μας «άγιοι» του περασμένου αιώνα, που όταν η Ιστορία τους κάλεσε, διάλεξαν πλευρά χωρίς μισόλογα και στάθηκαν στα ίσια απέναντι στον θάνατο, επειδή αγαπούσαν πολύ τη ζωή και την ελευθερία. Γεννήθηκε το 1930 στην Καβάλα από γονείς καπνεργάτες και πέρασε τα πρώτα του χρόνια στα Ποταμούδια, μια γειτονιά με πρόσφυγες, καπνεργάτες από τη Θάσο και κυνηγημένους κομμουνιστές. Ήταν ο μικρότερος από τρία αδέρφια. Ο πατέρας του πέθανε, όταν η μητέρα του ήταν έγκυος και η οικογένειά του ζούσε σε συνθήκες φτώχειας και στέρησης. Ο ίδιος σταμάτησε το σχολείο στη Β΄ Δημοτικού και ξεκίνησε να δουλεύει σ’ έναν φούρνο, μοιράζοντας ψωμί στη γειτονιά. Ο Πόλεμος και η Κατοχή τον βρήκαν στη Θεσσαλονίκη, όπου έκανε διάφορες δουλειές, από μικροπωλητής μέχρι λούστρος, ενώ καμιά φορά με την παρέα του «απαλλοτρίωναν» τρόφιμα από τους Γερμανούς Ναζί. Το 1943, η μητέρα του αποφάσισε να τον στείλει στον Ερυθρό Σταυρό για να σωθεί από την πείνα. Τον μετέφεραν μαζί με άλλα παιδιά σ’ ένα χωριό στα Γιαννιτσά. Οικογένειες της περιοχής αναλάμβαναν να φιλοξενήσουν τα παιδιά, με αντάλλαγμα να βοηθάνε σε γεωργικές–κτηνοτροφικές δουλειές. Ο Χρόνης κάποια στιγμή αποφάσισε να φύγει από την οικογένεια που έμενε και να δουλέψει μόνος του, ώστε να πληρώνεται.

Έγινε βοσκός την εποχή που το αντάρτικο φούντωνε. Ανήσυχος, λοιπόν, από πιτσιρικάς και με μια σχεδόν έμφυτη απέχθεια προς καθετί που υποδουλώνει τον άνθρωπο, ένα βράδυ ανέβηκε στο βουνό μαζί με το κοπάδι του και προσχώρησε στους αντάρτες. Σε ηλικία μόλις 14 ετών διετέλεσε σύνδεσμος του 16ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ. Ακολούθησε τον ΕΛΑΣ στην πορεία απελευθέρωσης της χώρας. Όταν υπογράφηκε η συνθήκη της Βάρκιζας, ήταν στη Βέροια και βίωσε σοκαρισμένος το κλίμα μεταστροφής, πώς, δηλαδή, αυτοί που πολέμησαν τους Ναζί βρέθηκαν και πάλι διωκόμενοι από τους συνεργάτες τους. Ο Χρόνης συνέχισε τη δράση του και οργανώθηκε στον Δημοκρατικό Στρατό Πόλεων. Το 1947 τον συλλαμβάνουν, τον βασανίζουν και τον καταδικάζουν σε θάνατο. Πολλά χρόνια αργότερα, περιέγραψε το περιστατικό που τον μετέφεραν ως μελλοθάνατο από την Ασφάλεια στο Γεντί Κουλέ, δεμένο με χειροπέδες μέσα σ’ ένα τζιπ, ένα σαββατιάτικο απόγευμα που οι Θεσσαλονικείς ψώνιζαν αμέριμνοι και έκαναν βόλτες στην πόλη. «Βλέπεις, ρε μαλάκα; Ποιος νοιάζεται για σένα; Πας για εκτέλεση και είσαι μονάχα 16 χρονών», του ’λεγε ο χαφιές μέσα στο αυτοκίνητο, για να τον τσιγκλήσει. «Έπρεπε να περάσω πολλά και να διαβάσω πολλά, για να καταλάβω πόσο μοναδικός και μοναχικός είναι ο δρόμος του επαναστάτη», κατέληξε ο ίδιος πολύ καιρό μετά.

«Καμιά φορά με ρωτούν οι δημοσιογράφοι: Χρόνη έχεις μετανιώσει για τη ζωή σου; Λέω όχι. Όχι! Τι πιο ωραίο να πεθαίνεις για ένα όραμα, για έναν όμορφο μύθο, απ’ το να ζεις συνεχώς μια χαμοζωή;».

Μέσα στην ατυχία του, υπήρξαν και ορισμένες αναπάντεχες θετικές εκπλήξεις. Στο Γεντί Κουλέ συνέπεσε με τον Μανόλη Αναγνωστάκη, που ήταν επίσης καταδικασμένος σε θάνατο, ως στέλεχος της ΕΠΟΝ. Ο Αναγνωστάκης και μια παρέα μορφωμένων επονιτών τον βοήθησαν να μάθει γραφή και ανάγνωση. Έτσι, έμαθε να διαβάζει, με την απειλή του θανάτου να κρέμεται πάνω από το κεφάλι του. Γλίτωσε το εκτελεστικό απόσπασμα χάρη στον πατέρα του υπαρχηγού της ομάδας του, που ήταν ένας επιφανής Ελληνοκύπριος και άσκησε πιέσεις, για να τους δοθεί χάρη. Βέβαια, κάθε άλλο παρά ρόδινη ήταν η διαδρομή του. Μοιράστηκε το ίδιο πεπρωμένο με χιλιάδες αριστερούς εκείνης της εποχής: Αυτό σήμαινε φυλακή, απομόνωση, βασανιστήρια, καταναγκαστικά έργα, εξορία. Το ήπιε μέχρι το τέλος αυτό το ποτήρι. Άντεξε τη φυσική και ψυχολογική βία που μηχανεύεται η εξουσία, όταν θέλει να υποτάξει την ανθρώπινη συνείδηση και έδειξε πως ο τσαμπουκάς του ανθρώπου που πιστεύει σ’ ένα όραμα μπορεί να τσακίσει ηθικά και συμβολικά τον βασανιστή του. Η σκηνή που αρνήθηκε να χαμογελάσει μπροστά στον διευθυντή της Ασφάλειας, με αποτέλεσμα να πάει για έξι χρόνια στη φυλακή, είναι χαρακτηριστική:

«Η εξουσία των νικητών, το εφιαλτικό κράτος, ζητούσε από μένα τον παρία, που χρόνια και χρόνια προσπάθησε να με εξοντώσει, “απλώς” να του χαμογελάσω. Του λέω, κοίτα να δεις, δεν μπορώ να κρατηθώ άλλο, θα χαμογελάσω από ευτυχία για την αχρήστευση της βίας, θα χαμογελάσω για τον αδερφό μου τον άνθρωπο, για σας θα μου ήταν πιο εύκολο ένα δάκρυ. Ελπίζω αφού μου το ζητάτε, να καταλαβαίνεται γιατί αρνούμαι να χαμογελάσω. Παρόν στη συζήτηση και ο Αρτέμης. Ήθελε κάνα δυο μήνες να βγει στη σύνταξη και τον είχαν μόνιμο χαφιέ στα κρατητήρια. Όπως σου είπα, τον ήξερα από πιτσιρικάς, μια γειτονιά. Ποτέ δεν βασάνισε άνθρωπο, αντίθετα όπου μπορούσε και πέρναγε από το χέρι του, βοηθούσε.

»Τώρα λοιπόν ο Αρτέμης ακούει τον διοικητή του που μου ζητάει να χαμογελάσω απλώς και να με αφήσει να πάω σπίτι μου και εντελώς αυθόρμητα από αγάπη για μένα, γυρίζει παρουσία όλων και λέει: “Χαμογέλα, ρε μαλάκα, τι σου ζητάνε;”

»Tον κοίταξα στα μάτια και του λέω, τίποτα, ρε Αρτέμη, απλώς, υπάρχει και το ζεϊμπέκικο. Το μάτι του είχε μια γυαλάδα…»

Μέχρι το 1973 που αποφυλακίστηκε, πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του σε φυλακές και εξορίες, μ’ ένα διάλλειμα ελευθερίας από το 1962 ως το 1967, που ήταν στέλεχος της νεολαίας ΕΔΑ. Στη Μεταπολίτευση εντάχθηκε στο ΚΚΕ Εσωτερικού και την ΕΑΡ, ενώ μεταγενέστερα είχε σχέσεις με τους Οικολόγους-Πράσινους και ήταν ενεργός ακτιβιστής υπέρ της προστασίας του περιβάλλοντος. Παρότι στη συνέχεια απομακρύνθηκε από τους οργανωμένους φορείς της Αριστεράς και άσκησε κριτική σε πολλές ιστορικές αποφάσεις, δεν μετάνιωσε ποτέ για όσα έκανε, όσα υπέμεινε και κυρίως για την επιλογή που τον καθόρισε με αποτέλεσμα να περάσει 21 χρόνια στα κολαστήρια της μεταπολεμικής Ελλάδας. «Καμιά φορά με ρωτούν οι δημοσιογράφοι: Χρόνη έχεις μετανιώσει για τη ζωή σου; Λέω όχι. Όχι! Τι πιο ωραίο να πεθαίνεις για ένα όραμα, για έναν όμορφο μύθο, απ’ το να ζεις συνεχώς μια χαμοζωή; […] Γιατί τα βιώματα ήταν ουσιαστικά. Κατάλαβες; Ζούσαμε. Είχε συνέχεια η ζωή μας, δεν ήταν αυτή γκρίζα καθημερινότητα, αλλά ήταν μεγάλο κατόρθωμα να παραμείνεις άνθρωπος. Ήταν πολύ σημαντικό να κοιτάξεις τη μάπα σου το πρωί στον καθρέφτη και να πεις “είμαστε εντάξει, ρε μάγκα, πάμε”. Δεκαεπτά χρονών παιδί ήμουν και καταδικασμένος σε θάνατο κι εγώ τους έγραφα».

Η άποψή του για τη σχέση του ανθρώπου με τη Φύση, που δεν περιοριζόταν σε μια απλή οικολογική ευαισθησία […] σήμερα μοιάζει επιτακτική.

Με τη λογοτεχνία ασχολήθηκε σε μεγάλη ηλικία και ήταν μια αποκάλυψη. Το 1985, εκδόθηκε το πρώτο του βιβλίο μ’ έναν τίτλο που έμελλε να χαραχτεί στην ελληνική γλώσσα ως σύνθημα: Καλά, Εσύ Σκοτώθηκες Νωρίς..Το βιβλίο ήταν ένα παρελθοντικό κάτοπτρο στην οδυνηρή εμπειρία των ανθρώπων που αγωνίστηκαν και διώχθηκαν για τους αγώνες τους, εντελώς διάφανο και αιχμηρό μαζί. Χωρίς ραφιναρίσματα και βερμπαλισμό, ο Χρόνης αποτύπωσε με απλότητα και λαϊκότητα το βίωμά του, μίλησε για τα βασανιστήρια, για τη φρίκη και για την ήττα. Εξιστορώντας τη δική του ιστορία, λειτούργησε ως ανεπίσημος, αλλά ιδανικός εκπρόσωπος μιας γενιάς που πήδηξε στη φωτιά, όταν έπρεπε και βγήκε από ’κει σημαδεμένη, αλλά περήφανη. Καθιερώθηκε ως το βιβλίο της χρονιάς, έκανε σε λιγότερο από έναν χρόνο 13 εκδόσεις, κόλλησε για μήνες στην πρώτη θέση του περιοδικού Διαβάζω και αποσπάσματά του δημοσιεύτηκαν μεταφρασμένα στη Monde Diplomatique.

«Αλλά σου έλεγα για τις λαχτάρες που έκανα στη μάνα μου. Όταν, που λες, είσαι για εκτέλεση, έχεις κάθε μέρα επισκεπτήριο. Ε, ήρθε η κακομοίρα η μάνα μου την πρώτη μέρα να με δει. Για να πάω στο στρατοδικείο, μου είχαν φέρει ένα κοστούμι του αδερφού μου, γιατί εγώ δεν είχα καλά ρούχα. Αφού είδα τη μάνα μου, την αγκάλιασα, της λέω, κοίτα να δεις, αύριο που θα ’ρθεις, να μου φέρεις τα παλιά μου τα ρούχα να φορέσω, γιατί, ε, αφού μεθαύριο θα μας σκοτώσουν, να μην πάει τζάμπα και το κουστούμι. Μπαμ η μάνα μου, κάτω, ξερή. Κάναμε επισκεπτήριο μαζί με τον Μαύρο, οπότε μου σφυρίζει μια σφαλιάρα και μου λέει, τι λες, ρε τσόγλανε, στη μάνα σου, είναι κουβέντες αυτές; Όχι, δεν το ’κανα επίτηδες, τα είχα χαμένα και ’γω ο φουκαράς, δεν ήξερα τι να της πω, όπως σπάραζε στην αγκαλιά μου. Τέλος, χεσ’ τα. Το κακό είναι πως ποτέ δεν μπόρεσα να της εξηγήσω μερικά πράγματα, όπως να πούμε πόσο πολύ την αγαπούσα και τι καταφύγιο ήταν για μένα στα μεγάλα μου ζορίσματα. Αλλά έτσι είναι πάντα, ποτέ δεν προλαβαίνουμε να πούμε τα πιο ουσιαστικά πράγματα και το καταλαβαίνουμε μόνο σαν χαθούμε», γράφει σε κάποιο σημείο για τη μάνα του.

Με την ίδια εναλλαγή ευθύτητας και τρυφερότητας έγραψε και τα επόμενα βιβλία του, Χαμογέλα, ρε… Τι σου Ζητάνε (1988), Τα Κεραμίδια Στάζουν (1991), Το Κλειδί Είναι Κάτω από το Γεράνι (1996), Ντομάτα με Γεύση Μπανάνας (2001 – όλα από τις εκδόσεις Γράμματα), ενώ το 2009 κυκλοφόρησε η συλλογή Ο Χρόνης Μίσσιος Διαβάζει Χρόνη Μίσσιο (εκδ. Bond Us Music) , με κείμενα και αφήγηση. Τα βιβλία του Μίσσιου συγκίνησαν, επειδή μετέφεραν ένα φορτίο αλήθειας. Ο Χρόνης γενικά έγραφε όπως ζούσε. Ήταν από εκείνα τα σπάνια υποδείγματα ανθρώπων που το είναι τους ταυτίζονταν με τη συνείδησή τους. Παρόλο που κουβαλούσε την απογοήτευση από τη συντριβή της αριστερής ουτοπίας, η σκέψη του παρέμεινε βαθιά πολιτική και σε ορισμένα σημεία εντελώς πρωτοποριακή, ακόμη και για τη δική μας εποχή. Η άποψή του για τη σχέση του ανθρώπου με τη Φύση, για παράδειγμα, που δεν περιοριζόταν σε μια απλή οικολογική ευαισθησία, αλλά έκανε κριτική στις αντιλήψεις της ιλιγγιώδους ανάπτυξης, της κυριαρχίας του ανθρώπου στο περιβάλλον, του ανθρωποκεντρικού πολιτισμού, σήμερα μοιάζει επιτακτική. Πίστευε στις μικρές αυτόνομες κοινότητες που μπορούν να αποκαταστήσουν τον δεσμό με τη Φύση και στην ισότιμη συνύπαρξη όλων των πλασμάτων στον πλανήτη. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα πέρασε σ’ ένα αγροτόσπιτο στο Μικροχώρι, με τη σύντροφό του Ρηνιώ Παπατσαρούχα-Μίσσιου, τα σκυλιά τους και τα δέντρα τους.

Κάποιοι από τους παλιούς του συντρόφους τον αποκήρυξαν για ορισμένες από τις απόψεις που κατά καιρούς εξέφρασε. Σίγουρα υπάρχουν πράγματα που μπορείς να διαφωνήσεις μαζί του, αλλά είναι κοντόφθαλμο να προσκολληθείς μόνο σ’ αυτά. Χάνεις το μεγαλείο του. Ο Χρόνης δεν την πούλησε την παρτίδα: την έπαιξε με όλο του το πάθος – και ηττήθηκε. Η αγάπη και η χειραφέτηση, όμως, διασώθηκαν μέσα του. «Ο μόνος δρόμος, ο οποίος δεν μας οδηγεί σε κανένα λάκκο, σε καμία λακκούβα, σε κανένα κακό συναπάντημα, είναι ο δρόμος της αγάπης, της τρυφερότητας, της κατανόησης, της υπεράσπισης της διαφορετικότητας του άλλου», έγραφε – και το έκανε. Αντισυμβατικά πορεύτηκε. Μίλησε στο Κράξιμο της Πάολας Ρεβενιώτη, όταν πολλοί τιτλούχοι συνάδελφοι του δεν τολμούσαν να το κάνουν, για να μην σκανδαλίσουν το θρησκόληπτο και συντηρητικό κοινό τους. Έζησε στον καπιταλισμό, αλλά δε θαμπώθηκε από τη χρηματιστηριακή του λάμψη και προσπάθησε να αποτινάξει από πάνω του τα ίχνη της βαρβαρότητάς του. Συνειδητοποίησε τη διαβρωτική ισχύ της εξουσίας και στράφηκε σε μια ελευθεριακή προσέγγιση που δεν ευαγγελιζόταν καλύτερα πρόσωπα στις δομές εξουσίας, αλλά την κατάργηση αυτών των δομών. Παράλληλα, όμως, δεν βούλιαξε στον πεσιμισμό. Πίστευε αταλάντευτα στον άνθρωπο – «ο κάθε άνθρωπος είναι ένας κόσμος ολόκληρος», έλεγε. Πίστευε στον έρωτα, στη δυνατότητά του να μας ξυπνάει και να κάνει να επινοούμε ξανά τον κόσμο. Πίστευε στη χαρά και στην ηδονή. Γι’ αυτό έφτυνε κατάμουτρα τη σεμνοτυφία και τον ηθικισμό που δένουν με αλυσίδες το σώμα μας.

«Πιστεύω πως το πρόβλημα της ελευθερίας του ανθρώπου ξεκινάει από το σώμα του. Ισον, άμα δεν έχεις το δικαίωμα να χρησιμοποιήσεις το σώμα σου όπως σου γουστάρει, τότε μπορεί να αρνείσαι ένα ανελεύθερο σύστημα, αλλά ταυτόχρονα να αναπαράγεις ένα νέο σύστημα καταπίεσης. Τελικά, πιστεύω πως το όραμα μιας μελλοντικής κοινωνίας που επαγγέλλεται την ευτυχία του ανθρώπου, θα πρέπει να είναι μια κοινωνία όπου η κοινωνική πρακτική και δραστηριότητα θα ισούται, θα εκφράζεται με το παιχνίδι. Μια κοινωνία που θα κάνει οίστρο της ζωής τον φόβο του θανάτου».

Ξέρεις τι παρατηρώ; Τον Χρόνη που ήταν από τα πρώτα μας νεανικά αναγνώσματα, τον ανακαλύπτουμε ξανά. Ίσως επειδή μ’ αυτήν τη λοξή εφηβική ματιά στην τσιχλόφουσκα της αλησμόνητης «ισχυρής Ελλάδας», δεν τον μετρήσαμε σωστά. Τώρα που και η δική μας ύπαρξη καίει περισσότερο, που η σύγχυση και η απώλεια νοήματος κατατρώνε και τη δική μας σάρκα, που μας περιβάλλει ένα πέλαγος βλακείας και ασχήμιας, μπορούμε να τον διαβάσουμε ξανά. Όχι για να μας παρηγορήσει. Για να μας τσιτώσει. Επειδή είναι ένα πολύτιμο μάθημα για το πώς θα δώσουμε ξανά αξία στις ζωές μας και στις ζωές των άλλων.

Η αποφώνηση στον ίδιο, σ’ ένα από τα πιο συγκλονιστικά του κείμενα για το πώς πρέπει να σταματήσουμε να σκορπάμε τις στιγμές μας. Αυτές είναι η δική μας αιωνιότητα:

«Η ζωή μας μια φορά μάς δίνεται, άπαξ, που λένε, σαν μια μοναδική ευκαιρία. Τουλάχιστον μ’ αυτή την αυτόνομη μορφή της δεν πρόκειται να ξανα-υπάρξουμε ποτέ.

»Και μείς τι την κάνουμε ρε, αντί να τη ζήσουμε; Τι την κάνουμε; Τη σέρνουμε από δω κι από κει δολοφονώντας την…

»Οργανωμένη κοινωνία, οργανωμένες ανθρώπινες σχέσεις. Μα αφού είναι οργανωμένες, πώς είναι σχέσεις; Σχέση σημαίνει συνάντηση, σημαίνει έκπληξη, σημαίνει γέννα συναισθήματος, πώς να οργανώσεις τα συναισθήματα…

»Έτσι, μ’ αυτήν την κωλοεφεύρεση που τη λένε ρολόι, σπρώχνουμε τις ώρες και τις μέρες σαν να μας είναι βάρος, και μας είναι βάρος, γιατί δε ζούμε, κατάλαβες; Όλο κοιτάμε το ρολόι, να φύγει κι αυτή η ώρα, να φύγει κι αυτή η μέρα, να έρθει το αύριο, και πάλι φτου κι απ’ την αρχή.

»Χωρίσαμε τη μέρα σε πτώματα στιγμών, σε σκοτωμένες ώρες που θα τις θάβουμε μέσα μας, μέσα στις σπηλιές του είναι μας, στις σπηλιές όπου γεννιέται η ελευθερία της επιθυμίας και τις μπαζώνουμε με όλων των ειδών τα σκατά και τα σκουπίδια που μας πασάρουν σαν “αξίες”, σαν “ηθική”, σαν “πολιτισμό”.

»Κάναμε το σώμα μας ένα απέραντο νεκροταφείο δολοφονημένων επιθυμιών και προσδοκιών, αφήνουμε τα πιο σημαντικά, τα πιο ουσιαστικά πράγματα, όπως να παίξουμε και να χαρούμε μεταξύ μας, να παίξουμε και να χαρούμε με τα παιδιά και τα ζώα, με τα λουλούδια και τα δέντρα, να κάνουμε έρωτα, να απολαύσουμε τη Φύση, τις ομορφιές του ανθρώπινου χεριού και του πνεύματος, να κατεβούμε τρυφερά μέσα μας, να γνωρίσουμε τον εαυτό μας και τον διπλανό μας…

»Όλα, όλα τα αφήνουμε για το αύριο που δεν θα ‘ρθει ποτέ…

»Αφού ανατέλλει, δύει ο ήλιος και δεν πάμε πουθενά αλλού, παρά μόνο στον θάνατο και εμείς οι μαλάκες, αντί να κλαίμε το δειλινό που χάθηκε άλλη μια μέρα απ’ τη ζωή μας, χαιρόμαστε.

»Ξέρεις γιατί; Γιατί η μέρα μας είναι φορτωμένη, αντί να είναι μια περιπέτεια, μια σύγκρουση με τα όρια της ελευθερίας μας».