Μελπομένη Μαραγκίδου

Πηγή: Vice

«Όταν περιμένεις κάτι, συνήθως δεν έρχεται. Αλλά γενικώς, δεν ξέρεις από πού θα σου ’ρθει. Και αν έχεις ένα κυλικείο στο πανεπιστήμιο, έναν υπάλληλο που πουλάει φούντα μαζί με τις ζαμπονοτυρόπιτες, έναν παλιό συμμαθητή ο οποίος είναι χωμένος σε ΜΚΟ και προγράμματα, μια δημοσιογράφα ενός τοπικού καναλιού που ψάχνει το λαβράκι και μια μυστική ομάδα που αναλαμβάνει να σε προστατεύσει από ό,τι κακό μπορεί να σου συμβεί, τότε σίγουρα δεν ξέρεις από πού θα σου ’ρθει». Αυτή είναι η περιγραφή της νουβέλας του Γιώργου Τσαντίκου, που σε κάνει να γελάς όσο γυρνάς τις σελίδες και να αγωνιάς για την εξέλιξη της πλοκής της. Ο Γιώργος Τσαντίκος γεννήθηκε το 1975 στα Εξάρχεια και από τα 18 του που πέρασε στη Φιλοσοφική Ιωαννίνων μένει στα Γιάννενα. Από το 2000 εργάζεται ως δημοσιογράφος, όπως λέει, όμως, συνεχίζει να σκέφτεται σαν άνθρωπος. Η παραπάνω ιστορία εξελίσσεται στα Γιάννενα, εκεί όπου ζει ο συγγραφέας του Άλλη μια Σοβιετική Στάση Λεωφορείου, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Χαραμάδα.

VICE: Γιατί, λοιπόν, ένα σφυροδρέπανο στο εξώφυλλο;
Γιώργος Τσαντίκος: Καταρχάς, γιατί όχι ένα σφυροδρέπανο στο εξώφυλλο; Δεύτερον, η επιλογή ανήκει στον Νεκτάριο Λαμπρόπουλο, τον εκδότη, ο οποίος επιμελήθηκε την έκδοση. Αρχικά, σκεφτήκαμε να έχουμε κάποια φωτογραφία από το άλμπουμ Soviet Bus Stops, του φωτογράφου Christopher Herwig, κάτι που δεν κατέστη δυνατό τελικά. Οπότε, πήγαμε σε κλασικές, διαλεκτικές λύσεις.

Όταν το διάβαζα στο Μετρό, ξέρεις, με κοιτούσαν περίεργα. Πιστεύεις ότι έχουμε φτάσει σε σημείο πλέον που το να κυκλοφορεί κάποιος στον δρόμο με το βιβλίο σου, που έχει αυτόν τον τίτλο, το χρώμα και το σύμβολο, μπορεί να τον βάλει σε μπελάδες;
Κατά περίπτωση, ναι. Υπάρχει πάρα πολλή φιλολογία -χαζοκουβέντα άνευ σοβαρών επιχειρημάτων, που εξελίσσεται σε επικίνδυνη, κατά την άποψή μου- γύρω από τα πολιτικά σχήματα και τα σύμβολά τους. Για παράδειγμα, όταν οι νεοναζί μπήκαν στο κοινοβούλιο, υπήρξε μαζική επιχείρηση «βαφτίσματος», όπως οι παπάδες βάφτιζαν τη Μεγάλη Παρασκευή τα κεφτεδάκια σε φασόλια. Οι σβάστικες έγιναν «αρχαιοελληνικές», οι ναζιστικοί χαιρετισμοί «απολλώνιοι» και άλλες τέτοιες κοτσάνες. Ταυτόχρονα, σχεδόν, με πολύ πιο επικίνδυνους, κατά τη γνώμη μου, πολιτικούς όρους, επιχειρείται η ευθυγράμμιση του ναζισμού με τον κομμουνισμό, κάτι που είναι ανιστόρητο και ανεδαφικό. Από την άλλη, υπάρχει το εξής: Άνθρωποι που είναι ΚΚΕ και τους έχει αρέσει το βιβλίο, με έχουν χτυπήσει συγκαταβατικά στην πλάτη, λέγοντας «Γιατί παιδάκι μου κοιτάει λάθος το σφυροδρέπανο;» -τροτσκιστικά, δηλαδή-, κάτι που μου φαίνεται αρκετά αστείο, υπό την έννοια ότι όλοι ψάχνουν να βρουν κάτι που να τους αρέσει ή να μην τους αρέσει. Επίσης, αν διαβάζεται σε στρατιωτικές μονάδες, αστυνομικά τμήματα, γραφεία επεξεργασίας δημοσκοπήσεων πανεπιστημίων κτλ, ναι, ίσως μπορεί να προκαλέσει επίσης πρόβλημα, αλλά σε όποιες/ους το κάνουν, τους βγάζω το καπέλο.

Σήμερα, δεν τολμάμε καλά-καλά να χρησιμοποιήσουμε ακόμη και τον όρο «fake news», επειδή γίνεται όπλο πολιτικής αντιπαράθεσης, που διεξάγεται με ένα σχεδόν γελοίο και σίγουρα επικίνδυνο τρόπο.

Όσο διαβάζει κανείς, εντυπωσιάζεται τόσο με την αφήγηση και την πλοκή, όσο και με το ιδιαίτερο χιούμορ σου. Γενικά, σε καταστάσεις ανάλογες με αυτές που συμβαίνουν στο βιβλίο, μπορείς να διατηρείς το χιούμορ σου;
Καταρχάς, χαίρομαι που προκαλεί εντύπωση η πλοκή. Όταν το έγραφα, φοβόμουν ότι θα ξεχνούσα συνέχεια τι γινόταν προηγουμένως και θα καταντούσε σαν το ανέκδοτο με τον κυνηγό και την αρκούδα. Ευτυχώς, το κοίταξαν οι σωστοί άνθρωποι -Γιάννης Πλιώτας, Νεκτάριος Λαμπρόπουλος, Μαρία Κατσούρα και μερικοί ακόμη φίλοι/ες- και γλιτώσαμε τα χειρότερα. Σε καταστάσεις κατά συντριπτικό ποσοστό ανάλογες με αυτές του βιβλίου, δεν έχω μπλέξει. Αλλά ναι, όσες φορές έχει συμβεί κάτι παρόμοιο, η πλάκα είναι παρούσα, άλλοτε πετυχημένη και άλλοτε όχι. Να πω επίσης ότι προσπαθώντας αποτυχημένα να μιμηθώ τον Philip K. Dick, έχω και εγώ στο βιβλίο περιστατικό με πρόβατο, στο οποίο εμπλέκονται αστυνομικοί και είναι απόλυτα αληθινό.

Αποφεύγοντας το spoiler, απλώς θα πω ότι στο βιβλίο γίνεται λόγος και για ένα περιστατικό που έχει αναφορές στη δολοφονία Γρηγορόπουλου. Δέκα χρόνια μετά, τι σου έχει από αυτό το γεγονός και πώς σε είχε επηρεάσει τότε;
Κοίτα, κάθε φορά που κοιτάμε πίσω σε ένα τέτοιο γεγονός, νομίζω ότι κάνουμε και ένα λάθος: Να εξιδανικεύουμε ό,τι ζήσαμε στη συγκεκριμένη ιστορική ενότητα και να μην κοιτάμε πώς αυτό μετουσιώνεται σε έναν τρόπο να αντιμετωπίσουμε νικηφόρα το μέλλον. Η δολοφονία του Γρηγορόπουλου, παρότι την έζησα στα Γιάννενα και όχι στο κέντρο των εξελίξεων, ήταν ένα σημαντικό σοκ. Όχι μόνο ως γεγονός καθαυτό, ότι ένας μπάτσος σκοτώνει εν ψυχρώ ένα παιδί -πράγματα που πλέον είναι σχεδόν συνηθισμένα στον «πολιτισμένο δυτικό κόσμο»-, αλλά και ως καταλύτης στον τρόπο που ζει και αντιδράει μια ολόκληρη γενιά. Επίσης, ήταν μια πολύ σκληρή υπενθύμιση στο δημοσιογραφικό επάγγελμα ότι η γενικόλογη «αντικειμενικότητα» είναι μια ύπουλη πλάνη. Σήμερα, δεν τολμάμε καλά-καλά να χρησιμοποιήσουμε ακόμη και τον όρο «fake news», επειδή γίνεται όπλο πολιτικής αντιπαράθεσης, που διεξάγεται με ένα σχεδόν γελοίο και σίγουρα επικίνδυνο τρόπο. Τότε, η πρώτη αντίδραση σε σημαντική μερίδα των ΜΜΕ, έμοιαζε αρκετά με το «Τον σκότωσε για το ποδόσφαιρο», που καταγράφηκε για τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα. Κάτι σαν μήνυμα, δηλαδή, με όσα θα επακολουθούσαν.

Οι νεοναζί δεν έχουν ιδιαίτερη δραστηριότητα, υπό την πίεση των κινημάτων και των πολιτών και κάπως έτσι περιορίζονται και οι σχέσεις, οι εκδηλωμένες δημόσια δηλαδή, με «επιφανείς».

Στην αφήγηση εμπλέκονται και πρόσωπα της ακροδεξιάς και η σχέση τους με «επιφανείς» προσωπικότητες. Στην τοπική κοινωνία των Ιωαννίνων υπάρχουν τέτοια φαινόμενα;
Όχι. Όχι εκδηλωμένα τουλάχιστον και σε βεληνεκές ανάλογο με το βιβλίο και τα συμβάντα του. Τα Γιάννενα, παρότι έχουν τη φήμη μιας κλειστής γενικά κοινωνίας, έχουν βάλει γυαλιά σε πολλές «ανοιχτότερες» περιπτώσεις. Οι νεοναζί δεν έχουν ιδιαίτερη δραστηριότητα, υπό την πίεση των κινημάτων και των πολιτών και κάπως έτσι περιορίζονται και οι σχέσεις, οι εκδηλωμένες δημόσια δηλαδή, με «επιφανείς». Όχι ότι δεν υπάρχουν ιδεολογικές ταυτίσεις. Υπάρχουν. Αλλά δεν εκφράζονται, όπως εκφράζονται αλλού στην Ελλάδα και γενικώς, αποφεύγονται τα πολλά πάρε-δώσε.

Στη θέση της δημοσιογράφου του βιβλίου, εσύ ως δημοσιογράφος πώς θα είχες χειριστεί την κατάσταση;
Νομίζω ότι σε μια-δυο περιπτώσεις θα είχα παρατήσει τη δουλειά και θα άνοιγα όντως κυλικείο. Υπό αυτήν την έννοια, η Λία είναι από τους πιο ισχυρούς χαρακτήρες της Σοβιετικής Στάσης. Αν ήμουν το HBO και έφτιαχνα ένα spin-off, θα βασιζόταν σε αυτήν και θα εξηγούσε πολλά πράγματα. Επίσης, θα έλεγε τι γίνεται μετά το τέλος του βιβλίου. Στην πραγματικότητα, το να είσαι δημοσιογράφος σε μια επαρχιακή πόλη είναι μια αρκετά δύσκολη υπόθεση, όχι μόνο επειδή οι πιέσεις και οι ισορροπίες είναι πολύ πιο ευαίσθητες και περίεργες συχνά, από ό,τι στο κέντρο, αλλά και επειδή πλέον το επάγγελμα βρίσκεται σε περίοδο βαρέως χειμώνα, όσον αφορά τους όρους δουλειάς ενός κανονικού δημοσιογράφου. Δεν εννοώ τους χομπίστες και τους anchormen/women που ζωντανεύουν με ανατριχιαστικό και καθόλου αστείο τρόπο την ταινία με τον Will Ferrell, αλλά όσους/ες πνίγονται κάθε μέρα στα μονόστηλα, στα τηλεγραφήματα πρακτορείων και στην πολιτική αντιπαράθεση με tweets και ψάχνουν να βρουν χρόνο και χώρο, για να κάνουν ένα θέμα που τους αρέσει και να ζήσουν και τη ζωή τους.

Ο Πωλ λέει ότι «δεν αρκεί να είμαστε ρεαλιστές, για να κατακτήσεις τον έρωτα χρειάζεται φαντασία». Το πιστεύεις και εσύ;
Ναι, έστω και αν μοιάζει λίγο με ατάκα κλεισίματος προκήρυξης σχήματος σε πανεπιστημιακή σχολή. Αν το καλοσκεφτούμε, όμως, στη διαδικασία κατάκτησης του έρωτα -πρέπει να- υπάρχουν τα λιγότερα δυνατά όρια. Στο τέλος-τέλος, ποιος είμαι εγώ, για να αμφισβητήσω τον τρισμέγιστο Πωλ;

Ποια είναι για σένα η Άλλη Μία Σοβιετική Στάση Λεωφορείου;
Είναι ένα σύμπαν όπου άνθρωπος δεν εκμεταλλεύεται άνθρωπο και η καθημερινή πρωινή σπαρίλα και κατήφεια γιατρεύεται λιγάκι, όταν περιμένεις το λεωφορείο σε μια σοβιετικού τύπου στάση, από αυτές, δηλαδή, που μοιάζουν πότε με διαστημόπλοιο και πότε με γιγάντιο ντόνατς ή κάτι τέτοιο, αλλά ταυτόχρονα μπορείς να πας να αράξεις στο διπλανό, βικτωριανού τύπου πάρκο, χωρίς να τρέχει απολύτως τίποτα, αν δεν πας στο γραφείο.

Το επόμενο βιβλίο σου έχει ξεκινήσει να γράφεται;
Ελπίζω πως όχι, επειδή αν γράφεται, γράφεται από μόνο του προς το παρόν και δεν ξέρω τι ανοησίες γράφει, που θα πρέπει να τις αλλάξω, όταν ασχοληθώ και εγώ. Επίσης, είμαι εκ πεποιθήσεως οπαδός του Lafargue, του Cossery και των χρονικών μεσοδιαστημάτων έκδοσης δίσκων των Tool. Οπότε, θα περιμένουμε.