Πηγή: katiousa

Ένα ενδιαφέρον βιβλίο κυκλοφόρησε πριν λίγο καιρό από τις εκδόσεις Καπόν και την Εύα Νικολαΐδου, “Οι γυναίκες μιλούν. Οι μεγάλοι ποιητές μέσα από τα μάτια των γυναικών που έζησαν κοντά τους. Ελύτης Ρίτσος, Σεφέρης, Βάρναλης”.

Γυναίκες που έζησαν δίπλα στους τέσσερις βραβευμένους μας ποιητές, – Ιουλίτα Ηλιοπούλου, σύντροφος του Οδυσσέα Ελύτη, η Φαλίτσα και η Έρη Ρίτσου, σύζυγος και κόρη αντίστοιχα του Γιάννη Ρίτσου, η Άννα Λόντου, κόρη Μαρώς Σεφέρη και θετή κόρη του ποιητή, και η Ευγενία Βάρναλη, κόρη του Κώστα Βάρναλη – , μας ξεναγούν μέσα από τη δική τους ματιά αλλά και ανέκδοτο φωτογραφικό υλικό, στις άγνωστες πτυχές του ιδιωτικού τους βίου. Μέσα από τις συνεντεύξεις τους, που παραχώρησαν στη συγγραφέα Εύα Νικολαΐδου από το 1983 και έως το 2017, δεν αποκαλύπτουν μόνο την ανθρώπινη διάσταση των ίδιων των ποιητών, αλλά αναδεικνύεται εξίσου και η δική τους προσωπικότητα.

Οι μεγάλοι ποιητές μέσα από τα μάτια των γυναικών που έζησαν κοντά τους

Ένα ενδιαφέρον βιβλίο κυκλοφόρησε πριν λίγο καιρό από τις εκδόσεις Καπόν και την Εύα Νικολαΐδου, “Οι γυναίκες μιλούν. Οι μεγάλοι ποιητές μέσα από τα μάτια των γυναικών που έζησαν κοντά τους. Ελύτης Ρίτσος, Σεφέρης, Βάρναλης”.

Το βιβλίο είναι χωρισμένο σε 4 μέρη. Κάθε ενότητα και ένας ποιητής. Από τον Ριζοσπάστη (2 του Αυγούστου 2018) αναδημοσιεύουμε τα παρακάτω αποσπάσματα από το βιβλίο.

Σε ερώτηση της Ε. Νικολαΐδου σχετικά με τη μελοποιημένη ποίηση που «λειτούργησε και ως δίαυλος για την ίδια την ποίηση. Δηλαδή μεταβλήθηκαν ίσως οι ακροατές των τραγουδιών σε αναγνώστες των ποιημάτων», η Ιουλίτα Ηλιοπούλου απαντά σχετικά με τον «Αξιον Εστί» του Ελύτη.

«…Βοήθησε γιατί έφερε ένα δύσκολο έργο, ένα έργο που είχε μια αυστηρότητα στη δομή του, έχει το βίωμα της ιστορίας μετουσιωμένο μέσα του, χρησιμοποιεί όλη την γκάμα της ελληνικής γλώσσας, χρησιμοποιεί βυζαντινούς τρόπους, ένα ποίημα δηλαδή που δύσκολα θα το προσέγγιζε ενδεχομένως ο λαϊκός, ο απλός αναγνώστης και μέσω της μουσικής το έφερε πιο κοντά στο ευρύ κοινό. Δεν μπορώ να σας απαντήσω, ωστόσο, ποιο ποσοστό ανθρώπων που ακούν και τραγουδούν “Αξιον Εστί” έχουν μελετήσει αληθινά το έργο… Θέλω να πιστεύω πάντα πως, όταν παρουσιάζεται κάτι με ευαισθησία, με γνώση, με έμπνευση, παρασύρει τον ακροατή και μπορεί να τον ωθήσει σε μια προσωπική αναζήτηση… Θέλουμε να ξαναγυρίσουμε, να σκεφτούμε, ανοίγουμε έναν διάλογο μαζί τους. Αυτό θα ήταν η σωστή ποιητική λειτουργία που αφορά τα γενικότερα έργα τέχνης και όχι μόνο ένα ποίημα».

Στη συνέχεια «γνωρίζουμε» τον Γιάννη Ρίτσο μέσα από τα μάτια της κόρης του, Ερης, και της γυναίκας του, Φαλίτσας. Η Ε. Ρίτσου είναι εγκατεστημένη πια στον τόπο που γεννήθηκε, τη Σάμο, στο σπίτι που έχτισε η μητέρα της στο Καρλόβασι. «Στο νέο αυτό σπίτι η γυναίκα του φρόντισε ώστε ο Ρίτσος να έχει ένα δωμάτιο με ανοίγματα σε όλα τα σημεία του ορίζοντα, με φως απ’ τις πρώτες πρωινές ώρες μέχρι τις αποχαιρετιστήριες βραδινές ακτίνες του ηλίου. Αυτό το δωμάτιο, η Ερη το κρατάει ακριβώς όπως το άφησε ο πατέρας της το τελευταίο καλοκαίρι που πέρασε στη Σάμο, το 1989, ένα χρόνο πριν πεθάνει.

Σ’ αυτό το σπίτι ο Ρίτσος έγραψε μερικά από τα σημαντικότερα έργα του. Κι όταν αργά τη νύχτα έκλεινε τα χαρτιά του, έβγαινε για μια μικρή τελευταία της ημέρας βόλτα στον κήπο, ανάμεσα στις μπουκαμβίλιες και τα γιασεμιά, για να χαλαρώσει από την ένταση του γραψίματος πριν τον ύπνο.

“Μ’ αρέσει εδώ”, λέει η Ερη, “…έχω πολλές φορές την αίσθηση πως είμαστε ακόμα όλοι εδώ. Πως όπου να ‘ναι θα βγει η μαμά απ’ το γραφείο της και πως θα χτυπήσω την πόρτα να πάω στον μπαμπά τον καφέ του”».

Ξεχωριστές είναι και οι απαντήσεις που έδωσε η Ε. Ρίτσου σχετικά με το πώς αντιμετώπιζε ο Ρίτσος την ποίηση, τη δουλειά του…

«…Μα τελικά δε νομίζω πως υπήρχαν μέρες που δεν έγραφε, ακριβώς γιατί αντιμετώπιζε τη δουλειά του σαν μια οποιαδήποτε δουλειά. Δηλαδή, σηκωνόταν το πρωί, να κάνει τον καφέ του, να κάτσει 8 η ώρα το πρωί στο γραφείο του και να γράφει. Κι αν δεν έγραφε κάτι καινούριο, επεξεργαζόταν κάποια πράγματα που είχε ήδη γράψει. Αλλά ποτέ δεν καθόταν χωρίς να κάνει κάτι. Πάντα ήταν απασχολημένος…

Πάντα ο Ρίτσος θεωρούσε ότι η δουλειά μας είναι τελικά αυτό που νικάει το θάνατο. Η δράση μας είναι αυτή που δικαιολογεί την ύπαρξή μας και η ύπαρξή μας μέσω της δράσης και του έργου υπάρχει ανεξάρτητα και πέρα απ’ τον θάνατό μας».

Η Αννα Λόντου, κόρη της Μάρως Σεφέρη, μοιράζεται μεταξύ άλλων τις αναμνήσεις της απ’ όταν κέρδισε ο Γιώργος Σεφέρης το βραβείο Νόμπελ. «Ηταν μια αξέχαστη, συγκινητική μέρα… Είχαν έρθει εδώ στη γειτονιά μας παιδάκια από τη σουηδική πρεσβεία με λουλούδια στο κεφάλι και μας τραγουδούσαν. Ο πρώτος που έφτασε ήταν ο Βενέζης. Η μητέρα μου Μάρω βρισκόταν στους ουρανούς».

Η Ευγενία Βάρναλη μοιράζεται τα γεγονότα, που κατά τη γνώμη της επέδρασαν περισσότερο στον ιδεολογικό του προσανατολισμό. «Δύο πιστεύω ήταν τα γεγονότα που τον καθόρισαν: Η Οκτωβριανή Επανάσταση και οι σπουδές του στη Σορβόννη στο Παρίσι, όπου είχε πάει το 1919 με υποτροφία. Επηρεάστηκε από αυτές τις δύο περιόδους και στην ποίησή του. Ηταν ο άνθρωπος που προσφέρθηκε σε ένα ιδανικό, που πόνεσε τον απλό άνθρωπο. Η στάση του αυτή κορυφώνεται στο έργο του “Η αληθινή απολογία του Σωκράτη”… “Δικιά σας η πατρίδα, μα τίποτα δικό σας μέσα σ’ αφτήνε: χωράφια και παλάτια, καράβια και χρήμα, θεοί και εξουσία, σκέψη και θέληση – όλα ξένα!”».