Το Χόλιγουντ λατρεύει τον πόλεμο – από το 1928 συνεργάζεται με τις κυβερνήσεις των ΗΠΑ
Από το 1950 έως το 1954 ο γερουσιαστής Μακάρθι εξελίχθηκε στην πιο θορυβώδη προσωπικότητα των ΗΠΑ. Ο Ψυχρός Πόλεμος βρισκόταν σε μία από τις εξάρσεις του και ο κομμουνισμός φάνταζε ως η πιο επικίνδυνη απειλή για τα αμερικανικά ιδεώδη.

Ο γερουσιαστής, επικεφαλής της Επιτροπής Αντιαμερικανικών Υποθέσεων, εξαπέλυσε ανθρωποκυνηγητό με στόχο να εξαλείψει τον «κομμουνιστικό κίνδυνο». Το Χόλιγουντ μπήκε στο στόχαστρο και δεκάδες σημαντικοί καλλιτέχνες εκδιώχθηκαν βιαίως από τη βιομηχανία.

Γι’ αυτή την περίοδο έχουν γραφτεί πολλά, το ίδιο το Χόλιγουντ την έχει στηλιτεύσει. Ο Μακάρθι καταδικάστηκε και από την ίδια τη Γερουσία. Στις 2 Δεκεμβρίου 1954 ολοκληρώθηκε το έργο της Επιτροπής και η τρομοκράτηση της αμερικανικής κοινωνίας και του Χόλιγουντ πέρασε στις μαύρες σελίδες της Ιστορίας. Ή μήπως όχι;

Χόλιγουντ ίσον μακαρθισμός

Η δημοσιότητα που έχει δοθεί στην περίοδο Μακάρθι, ο περιορισμός της κριτικής στα τέσσερα χρόνια, διαμορφώνουν την εντύπωση ότι ο μακαρθισμός ήταν απλώς μία κακή παρένθεση. Πολλοί πιστεύουν ότι η δημαγωγία, η λογοκρισία, η διαστρέβλωση της πραγματικότητας και η αγαστή συνεργασία του Χόλιγουντ με τις κυβερνήσεις έκλεισε με το τέλος του Μακάρθι. Η πραγματικότητα όμως είναι λίγο διαφορετική: ο «μακαρθισμός» δεν ξεκίνησε ούτε τελείωσε με τον Μακάρθι, αλλά είναι σύμφυτος με την πολυετή δράση των στούντιο του Χόλιγουντ.

Οι ταινίες είναι πολλά περισσότερα από διασκέδαση. Είναι αναπόσπαστο κομμάτι της κουλτούρας μας. Από το 1944 οι θεωρητικοί της Σχολής της Φρανκφούρτης Τεοντόρ Αντόρνο και Μαξ Χορκχάιμερ (στο «The Culture Industry: Enlightenment as Mass Deception») είχαν ασκήσει έντονη κριτική στη βιομηχανία του θεάματος υποστηρίζοντας ότι «ολόκληρος ο κόσμος είναι φτιαγμένος για να περάσει μέσα από το φίλτρο της πολιτιστικής βιομηχανίας».

Οι δύο ακαδημαϊκοί έγραψαν ότι οι αλάνθαστες τεχνικές που αναπαριστούν τον κόσμο διαμορφώνουν την ψευδαίσθηση ότι ο κόσμος έξω από την αίθουσα είναι η συνέχεια αυτού που παρουσιάζεται στην οθόνη. «Τα όρια ανάμεσα στην πραγματική ζωή και τις ταινίες γίνονται δυσδιάκριτα. Τα φιλμ επιβάλλουν στους θεατές να τα εξισώσουν με την πραγματικότητα και να τα βιώνουν ως τέτοια».

Ο Ντέιβιντ Ο. Σέλζνικ, ένας από τους διασημότερους παραγωγούς, σε ομιλία του στο πανεπιστήμιο του Ρότσεστερ, υποστήριξε ότι ο κινηματογράφος είναι ένα μέσο προπαγάνδας που δεν υπάρχει όμοιό του, τονίζοντας ότι επηρεάζει τις βασικές αξίες, τα ιδανικά και τη συμπεριφορά των θεατών. Αυτή τη δύναμη οι κυβερνήσεις των ΗΠΑ και τα μεγάλα στούντιο δεν θα την άφηναν ανεκμετάλλευτη. Ο ιστορικός Έρικ Φόνερ είχε γράψει ότι ένα καινούργιο μέλλον απαιτεί ένα νέο παρελθόν. Το Χόλιγουντ, σε συνεργασία με τις κυβερνήσεις των ΗΠΑ, ανέλαβε τον ρόλο του παγκόσμιου ιδεολογικού καθοδηγητή και του σεναριογράφου της Ιστορίας.

Στην υπηρεσία των ΗΠΑ

Τον Ιούλιο του 1985 ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ρόναλντ Ρέιγκαν, μόλις είχε λήξει η υπόθεση ομηρείας Αμερικανών στον Λίβανο, δήλωσε: «Είδα τον Ράμπο χθες το βράδυ, την επόμενη φορά που θα συμβεί κάτι τέτοιο θα ξέρω τι θα κάνω».

Ο Ρέιγκαν δεν αναφέρθηκε τυχαία στη σειρά ταινιών «Ράμπο», όπως λέει ο Κέλνερ (στο «The Frankfurt School and British Cultural Studies: The Missed Articulation»), αφού αυτή η σειρά ταινιών αποτύπωσε με σαφήνεια την αντικομμουνιστική ρητορεία της εποχής. Ο «Ράμπο» έγινε ένα παγκόσμιο σύμβολο με πολλαπλές επιπτώσεις. Οι πολεμικές ταινίες είναι το αγαπημένο είδος του Χόλιγουντ, διότι μέσα από αυτές ξαναγράφει την Ιστορία, καθορίζει πώς και τι θα θυμόμαστε, τους αποδεκτούς τρόπους επίλυσης των διαφορών, παράγει και αναπαράγει την κυρίαρχη ιδεολογία, προσδιορίζει τον εχθρό και απαιτεί από τους θεατές να πάρουν θέση.

Το είδος των πολεμικών ταινιών οριοθετήθηκε από νωρίς με την ταινία «Wings» («Φτερά») το 1927, η οποία άνοιξε τη συνεργασία με τις κυβερνήσεις των ΗΠΑ. Η ιστορία μιλάει για δύο νεαρούς που αγαπούν τα αεροπλάνα, είναι ερωτευμένοι με την ίδια κοπέλα, κατατάσσονται στην αεροπορία, πηγαίνουν στον πόλεμο, επιδεικνύουν ηρωική συμπεριφορά, ο ένας πεθαίνει και ο άλλος επιστρέφει ήρωας και παντρεύεται την κοπέλα.

Αν και οι περισσότεροι δεν έχουμε δει την ταινία, γνωρίζουμε το σενάριο, καθώς έχει επαναληφθεί μέσα στις δεκαετίες, όπως στο βραβευμένο με Όσκαρ «Τοπ Γκαν» του 1986. Στις πολεμικές ταινίες ο πόλεμος και οι επιπτώσεις του είναι δευτερεύουσας σημασίας. Ο βασικός στόχος είναι η νομιμοποίηση του πολέμου εκτοπίζοντας τη σκληρή του πλευρά. Για τους θεατές γράφει ο Πάρις (στο «Wings», «The Movies as History: Visions of the Twentieth Century») η ρομαντική ιστορία αποκρύπτει τη φρικιαστική πραγματικότητα και για τους παραγωγούς η μυθική μετάφραση μετατράπηκε σε πραγματικότητα.

Σε αυτή την πρώτη προσπάθεια συμμετείχε ενεργά ο στρατός, που πρόσφερε τα τανκς, 5.000 στρατιώτες ως κομπάρσους και τους πιλότους για να γυριστούν οι αερομαχίες. Οι νέοι της ταινίας, συμπληρώνει ο Πάρις, ενσωμάτωσαν το εθνικό πνεύμα και τον ηρωισμό και οι ένοπλες δυνάμεις είδαν την ταινία ως αφορμή για να προσελκύσουν στρατεύσιμους. Οι κριτικοί την αποθέωσαν και τιμήθηκε με το πρώτο Όσκαρ στην ιστορία των βραβείων.

Ο τρόπος με τον οποίο το Χόλιγουντ απεικόνιζε την ιστορία και τον πόλεμο λειτούργησε αποτελεσματικά όταν η κοινή γνώμη των ΗΠΑ έπρεπε να προετοιμαστεί για την είσοδο στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το 1940 τα οκτώ στούντιο του Χόλιγουντ παρήγαγαν το 75% των φιλμ που κυκλοφορούσαν στις ΗΠΑ και το 65% των φιλμ που έβλεπε ο υπόλοιπος πλανήτης. Σήμερα σε πολλές χώρες το ποσοστό των ταινιών από το Χόλιγουντ αγγίζει το 100%. Εμπνευσμένες προσωπικότητες, όπως ο Ο. Σέλζνικ, ίδρυσαν τη Δημοκρατική Επιτροπή, που έγινε ένας από τους βασικούς μηχανισμούς προώθησης των επιδιώξεων του Ρούσβελτ και της πολεμικής προσπάθειας των ΗΠΑ. Σύμφωνα με τον Φαλκ (στο «Upstaging the Cold War: American Dissent and Cultural Diplomnacy 1940-1960»), περισσότερες από το ένα τρίτο του συνόλου των ταινιών της εποχής σχετίζονταν άμεσα με τον πόλεμο. Στόχος τους ήταν να τονώσουν το ηθικό και να διαμορφώσουν μία εύκολα αναγνωρίσιμη εθνική ταυτότητα.

Οι ταινίες παρουσίαζαν τον εχθρό με απάνθρωπα χαρακτηριστικά, δαιμονοποιούσαν τους Ιάπωνες, καταδίκαζαν τους ναζί, αλλά όχι τους Γερμανούς, και παρουσίαζαν τις απώλειες των Αμερικανών στρατιωτών σαν αναγκαιότητα για την κοινωνία. Το πείραμα ήταν τόσο επιτυχημένο, ώστε ο στρατηγός Τζορτζ Μάρσαλ παραδέχθηκε ότι το Χόλιγουντ ήταν το νέο όπλο στη φαρέτρα των συμμάχων.

Η πετυχημένη συνεργασία των κυβερνήσεων των ΗΠΑ με το Χόλιγουντ δεν έληξε με το τέλος του Πολέμου. Η Δημοκρατική Επιτροπή συνέχισε να συνεργάζεται με τις κυβερνήσεις στηρίζοντας τα οικονομικά συμφέροντα και τις επιδιώξεις των ΗΠΑ. Η Επιτροπή στήριξε το σύστημα του Μπρέτον Γουντς, μία προσπάθεια να μπουν νέοι κανόνες στη μεταπολεμική παγκόσμια οικονομία, εκεί όπου αποφασίστηκε η ίδρυση του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας, γιατί είδε σε αυτόν τον νέο πλανήτη μία ευκαιρία για τεράστια κέρδη.

Η ταύτιση των στούντιο με τις κυβερνήσεις έγινε αποδεκτή κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά η μεταπολεμική συνεργασία προκάλεσε αντιδράσεις. Τη λύση στο πρόβλημα την πρόσφερε ο Μακάρθι. Ο κομμουνιστικός κίνδυνος ήταν μία πολύ καλή εφεύρεση για να φιμωθεί κάθε διαφορετική φωνή. Το σενάριο ότι το Χόλιγουντ ήταν φωλιά κομμουνιστών ήταν απλώς ένας μύθος. Σύμφωνα με τον Φαλκ, στο Χόλιγουντ των χιλιάδων εργαζόμενων μόνο 300 ήταν μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος. Για άλλη μία φορά η αντίληψη για την πραγματικότητα επισκίασε την πραγματικότητα.

Το Χόλιγουντ εμφανίζεται ως θύμα του μακαρθισμού, όμως ήταν ο εκφραστής του. Η ακαδημία το 1955 έδωσε 8 Όσκαρ στο «Λιμάνι της Αγωνίας» του Καζάν, μία ταινία που η αλληγορία της δικαίωνε όσους υπέκυψαν στις πιέσεις του Μακάρθι και «κάρφωσαν» συναδέλφους τους και τον ίδιο τον καταδότη Ηλία Καζάν. Το Χόλιγουντ βρήκε συμμάχους στις μεγάλες εφημερίδες και είναι χαρακτηριστικό ότι οι «Νιου Γιορκ Τάιμς» είχαν αποθεώσει το έργο του Καζάν και είχαν χαντακώσει το έργο του Άρθουρ Μίλερ «The Crucible» (Χωνευτήρι ή δοκιμασία), στο οποίο ο συγγραφέας είχε εκφράσει έντονο προβληματισμό για την υστερία της εποχής. Ο Ηλίας Καζάν παρέλαβε και το τιμητικό Όσκαρ για το σύνολο της καριέρας του το 2008 με τους Ντε Νίρο και Σκορσέζε να λένε στην απονομή ότι τους ενέπνευσε όσο κανείς άλλος και προσέδωσε σεβασμό στο επάγγελμα του ηθοποιού.

Το Χόλιγουντ κατάφερε να κάνει τους καλλιτέχνες να σιγήσουν και, όπως είχε πει η Κάθριν Χέπμπορν, «φίμωσε τους καλλιτέχνες και θα καταφέρει να φιμώσει την πιο ευκρινή έκφραση ιδεών και συναισθημάτων που διαθέτει η κοινωνία». «Η φωνή της κοινωνίας διαμεσολαβήθηκε μέσα από το Χόλιγουντ και η μαζική κουλτούρα έγινε μία λεωφόρος παραγωγής χρημάτων και μετάδοσης ιδεολογικών πεποιθήσεων».

Κερδίζει και πολέμους

Τον Δεκέμβριο του 1965 ο πρόεδρος των ΗΠΑ Λίντον Τζόνσον έλαβε μία επιστολή από τον Τζον Γουέιν. Ο διάσημος καουμπόι, όπως αναφέρει ο Τέιλορ (στο «The Green Berets», «The Movies as History: Visions of the Twentieth Century»), έγραφε ότι «κάποια στιγμή η βιομηχανία του θεάματος θα μιλήσει για το Βιετνάμ, ας βεβαιωθούμε ότι θα μιλήσει με έναν τρόπο που θα βοηθήσει τον σκοπό μας σε όλο τον κόσμο».

Το Χόλιγουντ προσαρμόστηκε και κυκλοφόρησε ταινίες όπως το «Γκριν Μπέρετ» το1968 με τον Τζον Γουέιν – η πρώτη ταινία για το Βιετνάμ και ίσως η πιο απροκάλυπτα προπαγανδιστική στην ιστορία του κινηματογράφου. Το σενάριο αρχικά απορρίφθηκε από το Πεντάγωνο και ξαναγράφτηκε.

Ακολούθησαν πιο… εκλεπτυσμένες προσπάθειες, όπως ο «Ελαφοκυνηγός», το «Πλατούν», που, όσο κι αν μοιάζουν σε πρώτη φάση αντιπολεμικές, υποτάσσονται στο βασικό επιχείρημα των πολεμικών ταινιών. Η τελευταία σκηνή του «Ελαφοκυνηγού», με τους πρωταγωνιστές να τραγουδούν το «God Bless America» («Θεέ, ευλόγησε την Αμερική») μετά την κηδεία του φίλου τους, ακυρώνει όποιο άλλο νόημα.

Η βιομηχανία επέδειξε άψογα ανακλαστικά και μετά την πτώση των Δίδυμων Πύργων, καθώς σε ελάχιστο χρονικό διάστημα κυκλοφόρησαν οσκαρικές ταινίες όπως το «Περλ Χάρμπορ» τον Ιούνιο του 2001, με ένα σενάριο που θυμίζει κάτι από το πρώτο Όσκαρ, κυρίως όμως αντανακλούσε την επίσημη κυβερνητική θέση ότι η χώρα δέχεται επίθεση. Ακολούθησαν ταινίες όπως το «We Were Soldiers» το 2002 («Ήμασταν κάποτε στρατιώτες») με θέμα την πρώτη μάχη των ΗΠΑ στο Βιετνάμ και πολλές ακόμα για το Ιράκ. Με τη συμμετοχή των πιο σημαντικών ηθοποιών του Χόλιγουντ και με την ακαδημία να τις τιμάει με Όσκαρ, όπως έκανε με το «Χαρτ Λόκερ», που κέρδισε το βραβείο καλύτερης ταινίας το 2010, έστω κι αν ο πλανήτης είχε ψηφίσει ως καλύτερη ταινία το «Άβαταρ».

Το Χόλιγουντ βρήκε τον νέο εχθρό στο πρόσωπο των Αράβων και με αφορμή τους Δίδυμους Πύργους τούς εξανδραπόδισε, νομιμοποίησε τις παρακολουθήσεις, τις δολοφονίες και καταδίκασε όσους μιλούν για δημοκρατικές ελευθερίες και δικαιώματα. Η ταινία «Body of lies» («Η πλεκτάνη», 2008) είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα της προσπάθειας να εξαγνιστεί κάθε παράνομη ενέργεια που στοχεύει στην αντιμετώπιση της «τρομοκρατίας» και ταυτόχρονα να παρουσιαστούν οι μυστικές υπηρεσίες των ΗΠΑ ως η απόλυτη παγκόσμια νόμιμη εξουσία.

Χωρίς προσχήματα

Εάν τα προηγούμενα χρόνια η συνεργασία των στούντιο με τις κυβερνήσεις γινόταν μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, σήμερα έχουν χαθεί ακόμη και τα προσχήματα. Το Χόλιγουντ διεκδικεί αναγνώριση και μερίδιο στην επιβολή του καπιταλισμού ως παγκόσμιας ιδεολογίας. Οι ελίτ δεν ενδιαφέρονται πια να κρύψουν τη δύναμή τους και, όσο η βία γίνεται πιο εμφανής, τόσο η δύναμή τους αυξάνεται, είχαν γράψει προφητικά οι Αντόρνο και Χορκχάιμερ.

Το 2012 το Χόλιγουντ έκανε ταινία («Argo») τη συνεργασία του Χόλιγουντ με την κυβέρνηση για να απελευθερωθούν όμηροι από την αμερικανική πρεσβεία του Ιράν και τη βράβευσε με τρία Όσκαρ. Σήμερα, όπως έγραψε πρόσφατα το CNN, η διοίκηση Ομπάμα συνεργάζεται με το Χόλιγουντ για να μπουν τα στούντιο στη μάχη κατά του ISIS. Οι εκπρόσωποι των στούντιο είπαν ότι θα βοηθήσουν, όπως άλλωστε έκαναν πάντα. Το πρόβλημά τους είναι ότι δεν υπάρχουν διαθέσιμοι ηγέτες «ήρωες» στη Μέση Ανατολή για να αναλάβουν τον πρωταγωνιστικό ρόλο, επομένως υποψιαζόμαστε ότι για άλλη μία φορά τον ρόλο του ήρωα θα τον αναλάβουν Αμερικανοί. 

Η 88η απονομή

Την Κυριακή θα δούμε τους νέους (λευκούς) νικητές των βραβείων Όσκαρ. Τα κόκκινα χαλιά, τα φορέματα θα κυριαρχήσουν στις οθόνες και θα γίνουν θέμα παντού. Δεν μπορούμε να το αποφύγουμε. Ο Γάλλος στοχαστής Αλεξίς ντε Τοκβίλ είχε πει ότι «η νέα τυραννία αφήνει το σώμα ανέπαφο και επιτίθεται στην ψυχή. Ο νέος δυνάστης σού λέει είσαι ελεύθερος να σκέφτεσαι όπως θέλεις, όλα όσα έχεις θα παραμείνουν δικά σου, αλλά από εκείνη τη στιγμή θα είσαι ένας ξένος ανάμεσά μας». Ένας εξόριστος, αδύναμος να αντιδράσεις στον πολιτιστικό ιμπεριαλισμό. Σε αυτό που ο Βιμ Βέντερς είπε με μία φράση: «Οι Αμερικανοί έχουν αποικίσει το υποσυνείδητό μας».

Κυριάκος Αργυρόπουλος
Πηγή: topontiki.gr