Η Εναλλακτική Πρωτοβουλία Δικηγόρων τοποθετήθηκε στον Δικηγορικό Σύλλογο Θεσσαλονίκης αναφορικά με το περιστατικό άσκησης βίας πάνω σε γυναίκα δικηγόρο από άντρες των ΜΑΤ. Μεταξύ άλλων οι εκπρόσωποί της, αναφέρουν τα εξής:

«Είναι ήδη γνωστό το απολύτως απαράδεκτο, αυταρχικό και απρόκλητο περιστατικό αστυνομικής βίας και αυθαιρεσίας, που έλαβε χώρα την Παρασκευή 29/6/2018 έξω από το ακροατήριο του Β’ Μονομελούς Πλημ/κείου Θεσσαλονίκης, με πρωταγωνιστές αστυνομικούς των ΜΑΤ σε βάρος συναδέλφων δικηγόρων.
Για το θέμα άλλωστε ήδη πραγματοποιήθηκε 24ωρη αποχή των Δικηγόρων Θεσσαλονίκης την 9/7/2018, ενώ έχει τοποθετηθεί με ανακοίνωσή της και η Συντονιστική Επιτροπή της Ολομέλειας και επίκειται η πραγματοποίηση παράστασης διαμαρτυρίας στο Γενικό Αστυνομικό Διευθυντή Θεσ/νίκης και την Εισαγγελία σε εκτέλεση ομόφωνης απόφασης του Συμβουλίου μας.

Το περιστατικό αυτό δεν είναι ούτε μεμονωμένο ούτε απλώς ατυχές, ενώ από τα ίδια τα γεγονότα προκύπτει ότι μέσα από αυτό, επιχειρήθηκε (όπως και συνεχίζεται ακόμη να επιχειρείται) η αποστολή ενός σαφούς, προκλητικού και αυταρχικού μηνύματος προς όλους τους δικηγόρους:
«μέσα στον χώρο εργασία σας (στο Δικαστικό Μέγαρο δηλαδή) και κατά τη διάρκεια εκτέλεσης των καθηκόντων σας, θα υφίστασθε αστυνομικό έλεγχο χωρίς καμιά ερώτηση ή αντίρρηση, οποτεδήποτε και από οποιοδήποτε όργανο σας ζητηθεί και θα συμμορφώνεστε αδιαμαρτύρητα προς οποιαδήποτε υπόδειξη των αστυνομικών, άλλως σας περιμένει εξευτελισμός, βιαιοπραγία σε βάρος σας και σχηματισμός δικογραφίας με τις σταθερές κατηγορίες της εξύβρισης, απείθειας και αντίστασης».
Η διαπίστωση αυτή προκύπτει ευθέως από την ανάγνωση των ίδιων των από 29/6 και 9/7/2018 θρασύτατων και προκλητικών ανακοινώσεων της Ένωσης Αστυνομικών Υπαλλήλων Θεσ/νίκης, τις οποίες και σας προσκομίζουμε συνημμένα με την παρούσα μας. Είναι προφανές ότι το ίδιο μήνυμα στοχεύει (και μάλιστα με πολύ χειρότερους όρους και με καμιά απολύτως εγγύηση για σεβασμό της προσωπικότητας και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας) όλες τις ευάλωτες κοινωνικά ομάδες που διακινούνται εντός ή και εκτός Δικαστηρίων: τους φτωχούς, τους άνεργους, τους άστεγους, τους πρόσφυγες, τους Ρομά κλπ.

Το άνω εξοργιστικό περιστατικό, ωστόσο, δεν περιορίσθηκε στα όσα διαδραματίσθηκαν παράνομα, εντελώς αυθαίρετα και σε κάθε περίπτωση απρόκλητα μέσα στο χώρο του Δικαστικού Μεγάρου από δύο αρχικά αστυνομικούς σε βάρος των τριών συναδέλφων. Δεν σταμάτησε δηλαδή στον εξευτελισμό τους και τον επανειλημμένο τραμπουκισμό ιδιαίτερα μιας γυναίκας, νεαρής συναδέλφου, την οποία μάλιστα έφθασαν στο σημείο να σύρουν κυριολεκτικά δια της βίας στις σκάλες από τον πρώτο όροφο μέχρι το φυλάκιο της Αστυνομικής Φρουράς στο ισόγειο και να την περιορίσουν μέσα σε αυτό, απαγορεύοντάς της την έξοδο(!!!), εκτοξεύοντας συνεχείς απειλές σε βάρος της και μάλιστα όχι μόνο οι αρχικοί δύο, αλλά πολύ περισσότεροι, που προσέτρεξαν «συναδελφικά αλληλέγγυοι», χλευάζοντας μάλιστα εν χορώ έξω από αυτό: «τώρα θα δείτε τι θα πάθετε, θα σας πάμε για απείθεια, τι νομίζετε πως είστε οι δικηγόροι; Ιερές αγελάδες;».

Λίγο αργότερα, στο Α.Τ. Λευκού Πύργου, όπου είχαν μεταβεί οι δύο μηνυτές αστυνομικοί με τους «μάρτυρες» συναδέλφους τους προς υποβολή εγκλήσεως, προσήλθαν για τον ίδιο λόγο και οι δύο δικηγόροι (ο τρίτος ήταν αναγκασμένος να μεταβεί σε επιτακτική επαγγελματική του υποχρέωση). Και ενώ λοιπόν, οι αστυνομικοί υπέβαλαν την έγκλησή τους σε βάρος των 3 συναδέλφων, τα στοιχεία των οποίων ήδη γνώριζαν, καθώς τους είχαν γνωστοποιηθεί από τους τελευταίους εξαρχής, το αίτημα των συναδέλφων για αντίστοιχη χορήγηση των στοιχείων των εμπλεκόμενων αστυνομικών όχι μόνο δεν ικανοποιήθηκε επί 3,5 και πλέον ώρες παραμονής τους στο Α.Τ.!!!, αλλά ακόμη χειρότερα οι ίδιοι ΚΡΑΤΗΘΗΚΑΝ ΚΛΕΙΔΩΜΕΝΟΙ ΣΕ ΕΝΑ ΔΩΜΑΤΙΟ επί αρκετή ώρα, με το επιχείρημα ότι θεωρούντο προσαγόμενοι…!!! Ο ισχυρισμός αυτός διατυπώθηκε από τους ίδιους τους «μηνυτές» αστυνομικούς των ΜΑΤ, οι οποίοι ισχυρίζονταν ότι τους «προσήγαγαν νομίμως», υιοθετήθηκε δε πλήρως και από τον εκτελούντα χρέη αξιωματικού υπηρεσίας στο Α.Τ. Λευκού Πύργου, οι δε εύλογες διαμαρτυρίες των συναδέλφων, με παράλληλη επίκληση του Κώδικα Δικηγόρων, της ΕΣΔΑ και των οικείων συνταγματικών διατάξεων, αντιμετωπίστηκαν εκ νέου με χλεύη και ειρωνείες. Αξίζει να διευκρινισθεί ότι οι δικηγόροι προσήλθαν στο Α.Τ., η μεν πρώτη έχοντας την ιδιότητα της παθούσας – εγκαλούσας, ο δε δεύτερος την ιδιότητα του συνηγόρου της!, πληροφορούμενος την υποβολή εγκλήσεως και σε βάρος του πολύ μεταγενέστερα από τον αξιωματικό υπηρεσίας!

Υπενθυμίζουμε απλά ότι ακόμη και σύμφωνα με το άρθρο 74 παρ. 15 εδ. θ’ του Π.Δ. 141/1991 (το οποίο βέβαια δεν τυγχάνει εφαρμογής σε δικηγόρους σύμφωνα με τα παραπάνω) προβλέπεται ότι στο αστυνομικό τμήμα προσάγονται άτομα, τα οποία στερούνται στοιχείων αποδεικτικών της ταυτότητάς τους ή τα οποία, εξαιτίας του τόπου, του χρόνου και της συμπεριφοράς τους δημιουργούν υπόνοιες διάπραξης εγκληματικής ενέργειας. Σε κάθε περίπτωση, άλλωστε, η άνω διάταξη πρέπει να ερμηνεύεται και να εφαρμόζεται κατά την ορθή της έννοια, πάντα υπό το πρίσμα της επιταγής του άρθρου 5 παρ. 3 του Συντάγματος περί προστασίας της προσωπικής ελευθερίας και των σχετικών προβλέψεων της ΕΣΔΑ. Όπως ακριβώς δέχεται και το ΕΔΔΑ, τα μέτρα περιορισμού της ελευθερίας είναι νόμιμα μόνον όταν δεν αφήνουν περιθώρια αυθαιρεσίας στις αστυνομικές αρχές και το άτομο μπορεί να προβλέπει την προσβολή της ελευθερίας του ως πιθανή συνέπεια συγκεκριμένης πράξης του (βλ. Περιεχόμενο και όρια της Αστυνομικής Εξουσίας: Ζωής Παπαϊωάννου, εκδ. Σάκκουλα, σελ. 354-355 και Αστυνομική Βία και Ανθρώπινα Δικαιώματα: Ελ. Συμεωνίδου-Καστανίδου, Νομικά Χρονικά Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 2003).

Δυστυχώς όλα τα παραπάνω επαναφέρουν στο προσκήνιο την υποκουλτούρα βίας, που διαπνέει μείζονα τμήματα της ελληνικής αστυνομίας, με το βαθιά αντιδραστικό επιχείρημα ότι ο αυταρχισμός και η αδικαιολόγητη και επιθετική βία των αστυνομικών οργάνων αποτελεί παγίως «θεμιτό» και «ανέλεγκτο» μέσο άσκησης του ρόλου τους. Καθιστούν απολύτως επίκαιρο το ζήτημα της ίδιας της δομής και λειτουργίας της αστυνομίας, ιδιαίτερα πάντως των οργάνων των ΜΑΤ, που στην προκειμένη περίπτωση ήταν και οι πρωταγωνιστές του όλου «επεισοδίου», που για άλλη μια φορά κατέληξε σε μια κατασκευασμένη και στημένη δικογραφία, που περιέχει μόνο αθλιότητες και ψεύδη. Τα θύματα εν προκειμένω είναι συνάδελφοι. Δεν χρειάζεται μεγάλη φαντασία για να κατανοήσουμε την έκταση αλλά και ένταση της πρακτικής αυτής σε διαδηλωτές, νεαρούς ή και συνταξιούχους, αντιφασίστες ή απεργούς.

Για όλους αυτούς τους λόγους θεωρούμε ότι το ζήτημα πρέπει να αναδειχθεί και καταδειχθεί σε όλους τους τόνους και προς όλες τις κατευθύνσεις. Όσοι επιβουλεύονται την αξιοπρέπεια και τον κοινωνικό ρόλο του δικηγόρου, θεσμικού υπερασπιστή των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων και ελευθεριών, επιχειρώντας να εγκαταστήσουν ένα νοσηρό, τρομοκρατικό και παραβασιογόνο κλίμα μέσα στον κυρίαρχο χώρο εργασίας μας, θα πρέπει να λάβουν την απάντηση που αρμόζει.
Οι ανακοινώσεις της Ένωσης των αστυνομικών υπαλλήλων, επικαλούνται κατ’ επανάληψη ότι οι παραπάνω εκτελούν «εντολές των δικαστικών λειτουργών». Επιβάλλεται λοιπόν και οι τελευταίοι να τοποθετηθούν αναλόγως. Είναι σε γνώση τους ότι η υπηρεσία φύλαξης των δικαστηρίων έχει ανατεθεί εδώ και κάποιο διάστημα κυρίαρχα σε αστυνομικούς των ΜΑΤ, οι οποίοι αδυνατούν για αυτονόητους λόγους να ανταποκριθούν στοιχειωδώς στα καθήκοντά τους, ξεχνώντας έστω και προσωρινά ότι εδώ δεν δέρνουμε, ούτε βασανίζουμε ούτε καταεξευτελίζουμε όποιον περάσει από μπροστά μας;
Η ίδια η Γενική Αστυνομική Διεύθυνση Θεσ/νίκης, οι Διοικητές και αξιωματικοί αυτής, άραγε αγνοούν την παράγραφο 3 του άρθρο 39 του Κώδικα Δικηγόρων, σύμφωνα με την οποία: «… Δεν ακολουθείται η αυτόφωρη διαδικασία στα πλημμελήματα που φέρεται να έχει διαπράξει δικηγόρος. Δικηγόρος, που συλλαμβάνεται οποιαδήποτε ημέρα και ώρα δεν κρατείται, αλλά οδηγείται αμέσως ενώπιον του αρμόδιου Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών»; Δυστυχώς πάντως, φαίνεται ότι αγνοούν παντελώς ή τουλάχιστον περιφρονούν επιδεικτικά την παράγραφο 1 του άρθρου 34 του Κώδικα Δικηγόρων, κατά την οποία «Ο δικηγόρος κατά την άσκηση των καθηκόντων του δικαιούται να απολαμβάνει του σεβασμού και της τιμής που οφείλεται στο λειτούργημά του από τους δικαστικούς λειτουργούς και από κάθε άλλο πρόσωπο που ενεργεί στο πλαίσιο της Δημόσιας Διοίκησης».

Όσο για την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, όπου ορίζεται ότι «η είσοδος στα Υπουργεία και στα Δημόσια Καταστήματα επιτρέπεται ελεύθερα στους Δικηγόρους με επίδειξη της επαγγελματικής τους ταυτότητας, κάθε εργάσιμη ημέρα και ώρα και χωρίς κανένα χρονικό ή άλλο περιορισμό», αυτήν δυστυχώς την αγνοούμε ασυγχώρητα και εμείς οι ίδιοι, αφού αποδεχόμαστε καθημερινά τόσο τον σωματικό μας έλεγχο, όσο και των χειραποσκευών μας, από τις μαγνητικές πύλες της κεντρικής εισόδου των Δικαστηρίων, την ίδια στιγμή που ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας υποστηρίζει τεκμηριωμένα και με στοιχεία ότι όσοι καθημερινά περνούν από μαγνητικές πύλες εισόδου κινδυνεύουν τα επόμενα χρόνια να προσβληθούν από καρκίνο, εξαιτίας της συχνής έκθεση του ανθρώπινου οργανισμού σε αυτή την ακτινοβολία.»