Τρία χρόνια μετά την πρωτόδικη απόφαση που δικαίωνε την Κωνσταντίνα Κούνεβα, το Εφετείο ανατρέπει την εξέλιξη της υπόθεσης και αποφαίνεται ότι δεν ευθύνεται η εργοδοσία για την επίθεση με βιτριόλι που δέχτηκε η ευρωβουλευτής το 2008. Η πρώτη απόφαση του δικαστηρίου του Πειραιά είχε χαρακτηρίσει την επίθεση με οξύ εργατικό ατύχημα.

Αυτή είναι η δήλωση της Κωνσταντίνας Κούνεβα μετά την απόφαση του Εφετείου:

«Λέγεται συνήθως ότι δεν πρέπει να σχολιάζουμε τις αποφάσεις της δικαιοσύνης και των δικαστών. Αλλά μερικές φορές η δικαιοσύνη μοιάζει να σχολιάζει μόνη της τον εαυτό της και τις αντιφάσεις της. Η απόφαση του Εφετείου, που ανατρέπει την πολύ σημαντική απόφαση του Πρωτοδικείου για την ευθύνη της ΟΙΚΟΜΕΤ στη δολοφονική επίθεση εναντίον μου, έχει τέτοιο χαρακτήρα. Αν διαβάσει κανείς τις 64 σελίδες της απόφασης, με τις δεκάδες μαρτυρίες για τις αναφορές, τα εξώδικα, τις διώξεις, τις δυσμενείς μεταθέσεις, τις απειλές, τους προπηλακισμούς και τις βρισιές από ανθρώπους της εργοδοσίας εναντίον μου όλα τα χρόνια της συνδικαλιστικής μου δράσης, θα απορήσει πώς ένας δικαστής φτάνει στο συμπέρασμα ότι όλο αυτό το κλίμα εχθρότητας που καλλιέργησε σε βάρος μου η εταιρεία δεν έχει καμιά σχέση με την επίθεση.

Φυσικά, θα προσβάλω την απόφαση του εφετείου στο ανώτατο δικαστήριο. Δεν θα το κάνω τόσο για μένα, γιατί εγώ με πολλούς τρόπους έχω δικαιωθεί από την αγάπη και την εμπιστοσύνη που μού έδειξε η κοινωνία. Το οφείλω κυρίως στους εργαζόμενους που είναι εκτεθειμένοι σε απίστευτες αυθαιρεσίες της εργοδοσίας. Γιατί αυτή η δικαστική απόφαση στέλνει ένα πολύ κακό μήνυμα. Ότι η εργοδοσία είναι πανίσχυρη, ότι μπορεί να τιμωρεί τη συνδικαλιστική δράση χωρίς καμία συνέπεια, ότι μπορεί να αφήνει τους εργαζόμενους απλήρωτους, ανασφάλιστους, φοβισμένους και εκτεθειμένους στη βία της εργασιακής ζούγκλας που επικρατεί. Νομίζω ότι η δικαιοσύνη οφείλει να δείξει στους εργαζόμενους ότι δεν είναι ανυπεράσπιστοι, ότι είναι στο πλάι τους. Και μαζί με τη δικαιοσύνη η πολιτεία, η κυβέρνηση οφείλει να αποκαταστήσει να εργασιακά δικαιώματα και να φτιάξει ισχυρούς θεσμούς και μηχανισμούς που να διασφαλίζουν την τήρηση αυτών των δικαιωμάτων».