Πηγή: Kommon

Το κείμενο που ακολουθεί είναι η εισαγωγή στο βιβλίο Έξοδος αδιέξοδος (εκδ. Τόπος, Αύγουστος 2018). Η έκδοση φιλοξενεί κείμενα επιστημόνων και δημοσιογράφων που επιχειρούν να  περιγράψουν την επόμενη μέρα του τέλους των Μνημονίων στην οικονομία, τις εργασιακές σχέσεις, το πολιτικό σύστημα, την οικολογία, τον πολιτισμό, αξιοποιώντας τη διεθνή εμπειρία. Συμμετέχουν οι ακόλουθοι συγγραφείς, με αλφαβητική σειρά: Λεωνίδας Βατικιώτης, Διονύσης Ν. Γράβαρης, Διονύσης Ελευθεράτος, Μάκης Ζέρβας, Δημήτρης Καλτσώνης, Κυριάκος Κατζουράκης, Γιάννης Κουζής, Θεόδωρος Μαριόλης, Σπύρος Μαρκέτος και Άρης Χατζητεφάνου.

——–

Το πολυνοµοσχέδιο που κατέθεσε η κυβέρνηση στη Βουλή στις 8 Ιουνίου, µε στόχο να κλείσει η τέταρτη και τελευταία αξιολόγηση της τρίτης δανειακής σύµβασης, δεν ήταν το τελευταίο της µνηµονιακής περιόδου, αλλά το πρώτο της… µετα-µνηµονιακής περιόδου, κι ας έχει επισήµως οριστεί η έναρξή της την 21η Αυγούστου 2018. Οι δραµατικές επιπτώσεις των περικοπών στις συντάξεις και το αφορολόγητο ύψους 18,5 δις ευρώ για την περίοδο 2019-2022 που περιλαµβάνονταν στο πολυνοµοσχέδιο δεν περιορίζονται µόνο στο επίπεδο ζωής των πιο φτωχών µισθωτών και συνταξιούχων, καθώς αυτοί είναι που θα πληγούν από τη µείωση του αφορολόγητου και των συντάξεων. Επεκτείνονται στο σύνολο της οικονοµίας, καθώς τούτες οι περικοπές µαζί µε τόσες και τόσες άλλες που έχουν ψηφισθεί κι εφαρµοσθεί από τον Μάιο του 2010 έως το τέλος του 2018 στο πλαίσιο της δηµοσιονοµικής προσαρµογής (που µε βάση µια εκτίµηση ανήλθε σε 67 δις ευρώ ή 36,5% του ΑΕΠ ), αποκλείουν εξ ορισµού το ενδεχόµενο η εσωτερική (δηµόσια και ιδιωτική) ζήτηση να τροφοδοτήσει τον νέο κύκλο ανάπτυξης της ελληνικής οικονοµίας.

Η εξίσωση της επόµενης µέρας επιλύεται ακόµη πιο δύσκολα αν λάβουµε υπόψη µας την άθλια κατάσταση του ελληνικού τραπεζικού συστήµατος, παρότι οι 3 ανακεφαλαιοποιήσεις στοίχισαν στους φορολογούµενους 29,65 δις ευρώ (5,35 δις η πρώτη ανακεφαλαιοποίηση του 2012, 19,45 δις η δεύτερη του 2013 και 4,85 δις η τρίτη του 2015). Αποδεικνύεται από επίσηµα στοιχεία, βάσει των οποίων τα αποτελέσµατα του τραπεζικού τοµέα µετά από φόρους το 2017 ήταν ζηµιές της τάξης των 476 εκ. ευρώ . Μειωµένες σε σχέση µε το 2016, όταν ανέρχονταν σε 2,6 δις – εξακολουθούν ωστόσο να απέχουν έτη φωτός από εκείνο το επίπεδο που θα επέτρεπε την οµαλή χρηµατοδότηση κατανάλωσης και επενδύσεων. Κι ας συνεχίζουν οι τράπεζες να διατηρούν ένα καθαρό επιτοκιακό περιθώριο διπλάσιο του µέσου ευρωπαϊκού: 2,6% έναντι 1,3%! Η δεινή θέση των τεσσάρων ελληνικών τραπεζών επιβεβαιώθηκε επίσης κι από τα τεστ αντοχής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, αν και µε βάση τις επίσηµες ανακοινώσεις τα πέρασαν επιτυχηµένα. Αν όµως τα τεστ είχαν υλοποιηθεί µε βάση τους κανόνες του 2015, τότε 3 από τις 4 ελληνικές τράπεζες (Πειραιώς, Εθνική και Eurobank) θα είχαν αποτύχει παταγωδώς! Με άλλα λόγια, αν τα… δοκάρια είχαν µείνει στη θέση τους, τα τεστ αντοχής θα ισοδυναµούσαν µε το εναρκτήριο λάκτισµα για έναν ακόµη, τον τέταρτο, κύκλο ανακεφαλαιοποίησης των ελληνικών τραπεζών. Τώρα όµως «τα αποτελέσµατα των στρες τεστ µπορεί να σηµαίνουν ότι τα 20 δις ευρώ από τα κονδύλια διάσωσης που είχαν αφεθεί στην άκρη για να ενισχύσουν τις τράπεζες απελευθερώνονται για άλλη χρήση, όπως η επαναγορά χρέους από το ∆ΝΤ και την ΕΚΤ» έγραφαν οι Financial Times.

Η απόφαση ωστόσο του Eurogroup της 22ας Ιουνίου, που η κυβέρνηση χαρακτήρισε «ιστορική», δεν περιλάµβανε ούτε καν αυτό το µέτρο, της εξαγοράς των «ακριβών» δανείων του ∆ΝΤ (µε επιτόκιο 3,5%) από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισµό Σταθερότητας (µε επιτόκιο 0,8%). ∆εν περιείχε ούτε το πολυσυζητηµένο γαλλικό κλειδί που θα συναρτούσε τις αποπληρωµές από τους ρυθµούς µεγέθυνσης της οικονοµίας. Η επιµήκυνση που αποφασίστηκε για τις αποπληρωµές του δεύτερου δανείου ήταν µόνο για 10 χρόνια, όταν το ∆ΝΤ στο πλαίσιο των διαπραγµατεύσεων µε τη Γερµανία ζητούσε τουλάχιστον 15 χρόνια, και η επιστροφή των κερδών των εθνικών κεντρικών τραπεζών (που αποφασίστηκε πρώτη φορά το 2012) θα γίνει κατόπιν αξιολογήσεων. Εάν δηλαδή κι εφόσον συνεχίζεται η υιοθέτηση της πολιτικής ακραίας λιτότητας. Το χειρότερο ωστόσο ήταν πως η απόφαση του Eurogroup θεσµοθέτησε συγκεκριµένους µηχανισµούς και αυστηρές διαδικασίες που θα ελέγχουν σε τριµηνιαία βάση την εφαρµογή µιας άγριας νεοφιλελεύθερης πολιτικής, µε βάση όσα λεπτοµερώς περιγράφονται στην απόφασή του και το συνοδευτικό παράρτηµα, µε τον χαρακτηριστικό τίτλο, «Συγκεκριµένες δεσµεύσεις που διασφαλίζουν τη συνέχιση και ολοκλήρωση των µεταρρυθµίσεων που υιοθετήθηκαν υπό το πρόγραµµα του Ευρωπαϊκού Μηχανισµού Σταθερότητας» . Αναφέρονται δε τα εξής µέτρα, πέραν των δηµοσιονοµικών πλεονασµάτων ύψους 3,5% µέχρι το 2022 και 2,2% από το 2023 ως το 2060 που δεν έχουν προηγούµενο όχι µόνο εφαρµογής, αλλά και εξαγγελίας σε καµία άλλη χώρα του κόσµου: Νέες ιδιωτικοποιήσεις (ΕΥ∆ΑΠ, ΕΥΑΘ, ΕΛΠΕ, ∆ΕΣΦΑ, ∆ΕΠΑ, Εγνατία οδός, λιµάνια Καβάλας και Αλεξανδρούπολης κ.ά.) πέραν των παλιών (λιγνιτικές µονάδες ∆ΕΗ, Ελληνικό κ.λπ.), επιτάχυνση των ηλεκτρονικών πλειστηριασµών, πιέσεις για αθώωση των στελεχών του ΤΑΙΠΕ∆ που κατηγορούνται για χρηµατισµό και του πρώην προέδρου της ΕΛΣΤΑΤ Α. Γεωργίου, επιτάχυνση της αξιολόγησης στον δηµόσιο τοµέα και της κινητικότητας µεταξύ των δηµόσιων υπαλλήλων κ.ο.κ.

Το όριο δε που τέθηκε µε την απόφαση του Eurogroup (κι είχε αποφασιστεί πρώτη φορά µε προηγούµενη απόφασή του στις 25 Μαΐου 2016) να µην υπερβαίνουν οι αποπληρωµές το 15% του ΑΕΠ για την πρώτη µεσοπρόθεσµη (αλλά ακαθόριστη χρονικά) περίοδο µετά το πρόγραµµα και το 20% στη συνέχεια, δεν αλλάζει τους όρους του παιχνιδιού, καθώς όποια υποχρέωση ξεπερνάει το 15% ή το 20% δεν θα διαγράφεται. Θα µετατίθεται για να πληρωθεί στο µέλλον, µεταφέροντας δανειακά βάρη στις επόµενες γενιές! Το αποτέλεσµα δηλαδή θα είναι η επιµήκυνση του χρέους και όχι η διαγραφή έστω ενός µέρους του. Όρος που αποκλείστηκε πρώτη φορά µε την ιστορικής σηµασίας απόφαση του Eurogroup στις 20 Φεβρουαρίου 2015, όπου η τότε κυβέρνηση είχε δεσµευτεί να αποπληρώσει «πλήρως και εγκαίρως τις οικονοµικές υποχρεώσεις της» και πιο πρόσφατα µε τις αποφάσεις των Eurogroup (25/5/2016 και 15/6/2017) όπου αναφέρεται καθαρά ότι τα µέτρα ελάφρυνσης δεν θα επιφέρουν επιπλέον κόστη στους δανειστές.

Η διατήρηση του δηµόσιου χρέους στα δυσθεώρητα επίπεδα του 183% για το 2018 επέβαλε στο Eurogroup της 22ας Ιου­νίου την έγκριση µιας επαυξηµένης δόσης κατά 9,5 δις ευρώ που θα συµβάλει στη δηµιουργία ενός µαξιλαριού ρευστού ύψους 24,1 δις, που θα επιτρέπει τη φθηνή αναχρηµατοδότηση του ελληνικού δηµόσιου χρέους για 22 µήνες µετά τον Ιούνιο του 2016. Επί της ουσίας είναι µια προληπτική γραµµή στήριξης, καθώς πρόκειται για κεφάλαια εν αναµονή. Κι έτσι το ερώτηµα που προκύπτει είναι απλό: Αν το δηµόσιο χρέος της Ελλάδας έγινε βιώσιµο µε την 10ετή επιµήκυνση, όπως έσπευσαν να το χαρακτηρίσουν ο υπουργός Οικονοµικών Ευκλ. Τσακαλώτος και ο πρωθυπουργός Αλ. Τσίπρας, κι η Ελλάδα µπορεί να προσφύγει στις αγορές για την κάλυψη των αναγκών της πετυχαίνοντας έτσι την πολυπόθητη «καθαρή έξοδο», προς τι τότε το «µαξιλάρι ρευστότητας»;

Σε αυτό το πλαίσιο, που περιγράφει µια οικονοµία ασθενική κι επιρρεπή στα γυρίσµατα της οικονοµικής συγκυρίας, είναι κενοί περιεχοµένου οι πανηγυρικοί του υπουργού Οικονοµικών Ευκλ. Τσακαλώτου και άλλων επειδή απέφυγαν την προληπτική γραµµή στήριξης του Ευρωπαϊκού Μηχανισµού Σταθερότητας που ζητούσαν µετ’ επιτάσεως τόσο ο επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Μ. Ντράγκι, όσο και ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας Γ. Στουρνάρας, παραµένοντας πάντως άγνωστο αν µε το αίτηµά τους εξέφραζαν τα συµφέροντα των εγχώριων τραπεζιτών, που επιθυµούν να υπάρχουν εν αναµονή πιστώσεις µην τυχόν και απαιτηθεί µια νέα ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, εξαιτίας για παράδειγµα µιας απότοµης επιδείνωσης του διεθνούς οικονοµικού περιβάλλοντος. Η πιστοληπτική γραµµή όµως ήταν απευκταία για τον απλό λόγο ότι η ενεργοποίησή της από την 21η Αυγούστου και για έναν χρόνο θα συνοδευόταν από νέα αντιλαϊκά µέτρα. Τα αντιλαϊκά µέτρα ωστόσο για την εποµένη της λήξης του τρίτου δανειακού προγράµµατος υιοθετούνται µε ρυθµούς καταιγιστικούς εδώ και χρόνια, χωρίς η κυβέρνηση να προβάλλει την παραµικρή αντίσταση. Περιλαµβάνουν δε ακόµη και τον περιορισµό του δικαιώµατος στην απεργία, πέραν άλλων µέτρων όπως η υποθήκευση όλης της δηµόσιας περιουσίας στους δανειστές µέσω της Ελληνικής Εταιρείας Συµµετοχών και Περιουσίας (υπερ-ταµείου ιδιωτικοποιήσεων, κατά κόσµον) κ.ο.κ. Η κυβέρνηση έτσι στην πράξη κατέφυγε σε µια πιστοληπτική γραµµή ειδικά σχεδιασµένη για την Ελλάδα, υποθηκεύοντας ακόµη και αυτή την ονοµαστική ανάπτυξη για τέσσερις ολόκληρες δεκαετίες…

Ερχόµαστε έτσι αντιµέτωποι µε µια θεµελιώδη αντίφαση των προγραµµάτων δηµοσιονοµικής προσαρµογής, όπως εφαρµόστηκαν σε όλο τον κόσµο και πολύ περισσότερο στην Ελλάδα. Όσο πιο απαρέγκλιτα και επίµονα εφαρµόζονται, όσο πιο βίαια και φιλόδοξα είναι, τόσο πιο κοντά φέρνουν την επόµενη κρίση, αποµακρύνοντας την ανάπτυξη. Προς επίρρωση, το δάνειο-µαµούθ ύψους 50 δις ευρώ που υπέγραψε η Αργεντινή µε το ∆ΝΤ τον Μάιο του 2018, πριν καν κλείσουν δύο δεκαετίες από την καταστροφή του 2001. Κι αυτά προς διάψευση προφανώς των βεβαιοτήτων ότι όσο µεγαλύτερης έκτασης και πιο επώδυνη η προσαρµογή, τόσο πιο µεγάλη η ανάπτυξη• είναι η «γνωστή θεωρία του ελατηρίου» που χρησιµοποιήθηκε για να καθαγιάσει και να νοµιµοποιήσει τις θυσίες που απαιτήθηκαν από το 2010. Αποδείχτηκε ωστόσο µύθος, όπως και τόσες άλλες υποσχέσεις που συνόδευσαν την ένταξη της Ελλάδας στον θάλαµο της χηµειοθεραπείας των µνηµονίων, µε πλέον εµβληµατική, την υπόσχεση για επίλυση των διαρθρωτικών αδυναµιών της ελληνικής οικονοµίας. Πίσω φυσικά από αυτή την αντίφαση δεν υπάρχει κάποιο άλυτο µυστήριο της φύσης. Βρίσκεται µια διεθνής προσπάθεια ανατροπής των όρων της ταξικής πάλης προς όφελος του κεφαλαίου και σε βάρος της εργασίας, που υλοποιείται µε τις πιο διαφορετικές αφορµές. Στη δική µας περίπτωση ήταν η κρίση χρέους.

Η απόσταση των νεοφιλελεύθερων εξαγγελιών, για ανάπτυξη τροφοδοτούµενη από τη µείωση των µισθών και την αύξηση της φτώχειας, από την πράξη των αναιµικών ρυθµών µεγέθυνσης δεν είναι ελληνικό φαινόµενο. Σε επίπεδο ΕΕ «το µειούµενο µερίδιο των µισθών συνδέεται µε πιο ασθενή και πιο ευάλωτη οικονοµική µεγέθυνση», ενώ «ο αγώνας προς τα κάτω στο µερίδιο των µισθών ως ένα µέσο ανάκτησης της ανταγωνιστικότητας αποδείχθηκε αυτοαναιρούµενος, καθώς το εργατικό κόστος έπεσε σε πολλές χώρες ταυτόχρονα» . Ούτε επίσης απασχολεί µόνο την ετερόδοξη συζήτηση. Οµολογείται, για παράδειγµα, έστω και εκ των υστέρων, ότι «η µεγάλη µείωση των µισθών στην Ελλάδα δεν επηρέασε σε σηµαντικό βαθµό τις εξαγωγές, των οποίων η αύξηση οφείλεται κυρίως στη βελτίωση των συνθηκών της παγκόσµιας οικονοµίας», ενώ στη διερεύνηση των αιτιών που η µεγάλη µείωση των µισθών δεν αποτυπώθηκε στις τιµές και τις εξαγωγές (µικρό µέγεθος ελληνικών επιχειρήσεων, αβεβαιότητα παραµονής στην Ευρωζώνη, χαµηλός βαθµός ανταγωνισµού, αύξηση φορολογικής επιβάρυνσης) απουσιάζει σταθερά η εξέταση της πορείας των κερδών ως ανεξάρτητη µεταβλητή.

Φτάσαµε έτσι στο «παρά πέντε» της εξόδου από τα µνηµόνια, η πιστοληπτική αξιολόγηση της Ελλάδας να παραµένει «κάτω από τη βάση»: Σε επίπεδο Β3 για τη Moodys (µαζί µε Μπελίζ, Βοσνία-

Ερζεγοβίνη και Κονγκό) και Β για τη Fitch (µαζί µε Ανγκόλα, Λευκορωσία και Καµερούν) και τη S&P (µαζί µε Μπουρκίνα Φάσου, Πράσινο Ακρωτήρι και Αιθιοπία) . Λόγω αυτής της κορυφαίας αποτυχίας (για την οποία δεν µπορούν να κατηγορηθούν οι διαβόητοι υψηλοί µισθοί των δηµόσιων υπαλλήλων στην Ελλάδα και οι υποτιθέµενες µεγάλες συντάξεις), η οµαλή αναχρηµατοδότηση των δανειακών αναγκών της Ελλάδας από τις αγορές και µόνον δεν είναι εξασφαλισµένη. Κι ας έχουν περάσει οκτώ ολόκληρα χρόνια µετά την υπαγωγή στο καθεστώς των µνηµονίων, όταν µάλιστα το πρώτο πρόγραµµα προέβλεπε έξοδο στις αγορές το 2012! Αν εκείνο το πρόγραµµα χαρακτηρίστηκε κατά κοινή οµολογία αποτυχηµένο και καταστροφικό, το τρέχον γιατί µένει στο απυρόβλητο;

Ωστόσο, είµαστε ακόµη στην αρχή… Οι προοπτικές της µετα-µνηµονιακής Ελλάδας εµφανίζονται πιο ζοφερές αν λάβουµε υπόψη µας τα τετελεσµένα της µνηµονιακής 8ετίας. Στις µεγάλες επιτυχίες των προγραµµάτων οικονοµικής προσαρµογής συγκαταλέγεται η βαθύτερη και πιο οργανική ενσωµάτωση της Ελλάδας στη διεθνή οικονοµία, που συντελέστηκε ωστόσο υπό µειονεκτικούς όρους. Το άνοιγµα των αγορών µέσω της κατάργησης πλήθους γραφειοκρατικών και άλλων εµποδίων (βλ. τη διαρκώς ανανεούµενη εργαλειοθήκη του ΟΟΣΑ) έχει ως αποτέλεσµα, µαζί µε την ενίσχυση των τάσεων συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου, την αύξηση των εισαγωγών και της εισαγωγικής εξάρτησης της ελληνικής οικονοµίας. Ακόµη κι αυτή η αναιµική και ασταθής άνοδος του εισοδήµατος που αναµένεται θα εντείνει στο εξής τη χρόνια και δοµική αδυναµία της ελληνικής οικονοµίας, όπως εκφράζεται µε την αύξηση του ελλείµµατος του εµπορικού ισοζυγίου. Έτσι, η ελληνική οικονοµία θα είναι στο εξής πιο επιρρεπής σε εκτροχιασµούς, όλο και συχνότερα θα πρέπει να καταφεύγει σε εξωτερική βοήθεια για να αντιµετωπίσει εγγενείς αντιφάσεις και κρίσεις, αλλά και εξωτερικούς κλυδωνισµούς.

Η Ελλάδα, εποµένως, αποτυγχάνει (να εξασφαλίσει σοβαρούς ρυθµούς µεγέθυνσης, να έχει στη διάθεσή της ένα αξιόπιστο τραπεζικό σύστηµα, να διαχειριστεί το δηµόσιο χρέος της, να δανειστεί από τις διεθνείς αγορές όπως κάθε άλλη καπιταλιστική χώρα και πολλά άλλα), γιατί εφάρµοσε µέχρι τέλους τις οδηγίες των πιστωτών και της ντόπιας οικονοµικής ελίτ που εξαρχής αντιµετώπισε την κρίση σαν µια ευκαιρία για νέα κέρδη.

Υπό αυτές τις προοπτικές, όταν γίνεται εµφανές ότι οι κυρίαρχες πολιτικές αδυνατούν να επιλύσουν ακόµη και να διαχειριστούν αποτελεσµατικά ακανθώδη προβλήµατα, όπως του δηµόσιου χρέους, το τυπικό τέλος των µνηµονίων ανοίγει µε νέους όρους τη συζήτηση για το ουσιαστικό τέλος των πολιτικών λιτότητας και υποτέλειας…