Πηγή: Κατιούσα

Όταν το 2006 βγήκε στις αίθουσες (και στα DVD) η γερμανική ταινία «Οι Ζωές των Άλλων» χαιρετίστηκε από πολλούς, ιδιαίτερα του συντηρητικού, του φιλελεύθερου, του σοσιαλδημοκρατικού, ή του αριστεροσάμθινγκ χώρου (σχεδόν όλων των «χώρων» δηλαδή) ως ένα καλλιτεχνικό αριστούργημα. Δεν ήταν. Ήταν όμως, κατά τη γνώμη μου, η εντός 30 εισαγωγικών «καλύτερη», δηλαδή η χειρότερη (δηλαδή η καλύτερη), αντικομμουνιστική ταινία όλων των εποχών. Και αυτό, διότι μπορεί να κοπανούσε ανελέητα το βασικό της μοτίβο (ότι «ο σοσιαλισμός ήταν για τα μπάζα»), αλλά το έκανε όχι ωμά, αλλά αντίθετα «καλομαγειρεμένα», έκανε δηλαδή «soft sell» στον θεατή, όπως λένε και στην ορεινή Θεσπρωτία.

Κάτι τέτοιο, σε σαφώς πιο εύπεπτη, πιο βατή, πιο «τάλαρα» εκδοχή είναι και η σειρά «The Americans» που μπορεί να μην έσπασε τα κοντέρ της τηλεθέασης στις ΗΠΑ, ψιλοέσπασε όμως τα κοντέρ του «κατεβάσματος» από το Ίντερνετ, στην Ελλάδα και γενικότερα.

Η σειρά που διήρκεσε 6 σαιζόν (2013-2018) πραγματεύεται τη ζωή δύο φιλήσυχων μικροαστών στην πρωτεύουσα των ΗΠΑ στις αρχές της δεκαετίας του ’80, που είναι στην πραγματικότητα (youre my lover) undercover πράκτορες της KGB. Όλα βρίσκονται εδώ, η κατασκοπία, οι μεταμφιέσεις, η δράση, το σασπένς κλπ. ωστόσο η σειρά ξεχωρίζει από τις αντίστοιχες κινηματογραφικές και τηλεοπτικές «αμερικανιές» διότι δίνει μεγαλύτερο βάρος στην ψυχοσύνθεση των ηρώων, στην εσωτερική πάλη που διεξάγουν και στις συναισθηματικές τους μεταπτώσεις. Θα έλεγε κανείς ότι η σειρά είναι περισσότερο οικογενειακό δράμα παρά κατασκοπική. Σε κάθε περίπτωση το μίγμα που επέλεξαν οι παραγωγοί έχει τις σωστές δόσεις και από τα δύο στοιχεία. Δε θα αποκαλύψουμε περισσότερα στοιχεία από την πλοκή, γιατί δεν είμαστε «τέτοιοι».

Αυτό που προκαλεί μεγαλύτερη εντύπωση στον υποψιασμένο, μη αντικομμουνιστή θεατή, είναι ότι οι δημιουργοί φέρονται με υπερβολικό σεβασμό στους βασικούς ήρωες, ίσως μάλιστα καμιά φορά και να «κατανοούν» τα κίνητρά τους, πράγμα σπανιότατο για αμερικανική παραγωγή τέτοιου είδους και θέματος. Σίγουρα, δεν τους εκθειάζει, καθώς τους βάζει να σφάζουν δίχως έλεος ό,τι κινείται σε ακτίνα 500 χιλιομέτρων, όμως ταυτόχρονα τους δίνει κάποια ελαφρυντικά, όπως ότι είναι «δέσμιοι ενός άτεγκτου συστήματος», ιδεολογικού και πολιτικού. Εδώ έγκειται και το soft sell του πράγματος. Αφήνουν το σαμάρι αχτύπητο (τους πρωταγωνιστές), για να κάνουν μπαούλο στο ξύλο τον γάιδαρο, δηλαδή το σοσιαλιστικό σύστημα. Ενώ σε μια παραδοσιακή 80’s (ή «αλά 80’s») αμερικανιά, οι πρωταγωνιστές θα είχαν κέρατα τράγου στο κεφάλι και θα χρειαζόταν ένας Ράμπο για να τους πάρει παραμάζωμα, εδώ αυτό δε συμβαίνει. Αποτέλεσμα είναι, να δημιουργείται μια κάποια ανοχή να την πούμε; μια ψιλοσυμπάθεια να την πούμε; στο μέσο Αμερικανό θεατή. Στο μέσο αμερικανό πάντα, ε; Γιατί εμείς οι «μη μέσοι Έλληνες» τους πρωταγωνιστές τους αγαπήσαμε (περίπου). Και αυτούς που τους έδιναν εντολές, ακόμα περισσότερο (περίπου). Με βάση τα παραπάνω, θα ρωτήσει κάποιος:

-Ρε, Στρώμα, τελικά η σειρά είναι καλή; Να τη δούμε; Θα περάσουμε καλά ή θα «χαλαστούμε» με τον αντικομμουνισμό της; Μήπως είσαι κανένα όργανο του ντόπιου και ξένου κεφαλαίου και μας βάζεις να βλέπουμε σειρές που ξεπλένουν τον ιμπεριαλισμό;

Και απαντώ, να τη δείτε, και μη φοβάστε, δε θα χαλαστείτε με τον αντικομμουνισμό της, γιατί είναι πιο ραφινάτος και με περικοκλάδες. Και, όχι, δεν είμαι όργανο ούτε του ντόπιου, ούτε του ξένου κεφαλαίου, αλλά παραδέχομαι ότι σας βάζω να βλέπετε σειρές που ξεπλένουν τον ιμπεριαλισμό, ακριβώς γιατί πρέπει να εκπαιδεύεστε/όμαστε στις τεχνικές «ξεπλύματος», ώστε να αναγνωρίζουμε τον ιμπεριαλισμό, με ή χωρίς τις σαπουνάδες. Και κάτι ακόμα. Οι Americans όπως και οι Ζωές των Άλλων είναι, τηρουμένων των αναλογιών, τα ανάλογα της «Φάρμας των Ζώων» ή του «1984, Ο Μεγάλος Αδερφός». Παρά τα ποταπά κίνητρα, τα έργα αυτά έχουν αυτοτελή καλλιτεχνική αξία. Αξίζει να τα δει/διαβάσει κάποιος για να «ξεκουκουρκουτιάζ’ το μυαλό τ’», όπως θα ‘λεγε και ο ξενιτεμένος φίλος μου ο Άλεξ ο Δελάρζ.

Να σημειώσουμε ότι η σειρά παρά τη μέτρια πορεία της στις τηλεοπτικές μετρήσεις, πήρε κάποια βραβεία EMY, που είναι τα ανώτατα σε τηλεοπτικό επίπεδο. Ανάμεσα σ’ αυτά που δεν πήρε (ελπίζουμε να το παλέψει το Σεπτέμβρη του ΄18) αλλά άξιζε, είναι και αυτό του 1ου γυναικείου ρόλου για την Κέρι Ράσελ που παίζει άψογα την συντρόφισσα Ελίζαμπεθ/Ναντέζντα. Σημαντικό στοιχείο είναι και η χημεία της με τον φαινομενικά άχρωμο και «γιωτά», αλλά στην πραγματικότητα άρτιο, Μάθιου Ρις, χημεία που προκύπτει και από την προσωπική σχέση που διατηρούν στη ζωή. Επίσης καλός, και ο «καλός» (και για εμάς «κακός») μπάτσος Νόα Έμεριχ. Και το «Κέντρο», πιο καλό απ’ όλα…