Τον παλιό καλό καιρό που υπήρχε αντίλογος στη μνημονιακή πολιτική, συζητούσαμε για το αν τα μέτρα λιτότητας μπορούν να μας βγάλουν από την κρίση. Αυτή η συζήτηση έχει πια εξαντληθεί. Υπάρχουν διάσπαρτοι αναλυτές και πολιτικοί που πιστεύουν ότι διαθέτουν κάποια άλλη λύση καλύτερη, αλλά η παρουσία τους είναι πολιτικά αδιάφορη. Και τότε, τι συζητάει μία κοινωνία, όταν τα δύο βασικά κόμματα πιστεύουν ακριβώς τα ίδια για τα μνημόνια; Συζητάει για σκάνδαλα.

kouv

του Κωνσταντίνου Πουλή στο ThePressProject

Ξεκινήσαμε με το σκάνδαλο της Novartis, που θα ήταν μία βόμβα μεγατόνων. Όμως προσέξτε πώς συνεχίζονται όλα, με πόσο ανατριχιαστική μονοτονία. Με την ίδια ευκολία που τη μία στιγμή συζητούσαμε για τα 23 δις που έχει ζημιωθεί το ελληνικό δημόσιο από τη διαφθορά στη φαρμακοβιομηχανία, την άλλη στιγμή συζητούσαμε για μία υπουργό που έπαιρνε επίδομα ενοικίου, και μετά για το πόσοι άλλοι παίρνουν το ίδιο επίδομα. Την επόμενη στιγμή ανέκυψε ένα ακόμη σκάνδαλο, που είχε σχέση με τις μίζες που έδιναν γερμανικές εταιρείες για κατασκευές και έργα. Εκεί είχαμε πέσει σε μικρότερα ποσά, λιγότερο εντυπωσιακά, μίζες μόνο 370.000 ευρώ (αν και το ποσοστό της μίζας που αναφέρεται είναι 5-7%, που είναι κάπως σοκαριστικό).

Η διαδικασία αυτή είναι φαντάζομαι κάπως ψυχοφθόρα για τα στελέχη που εμπλέκονται και που βλέπουν τα ονόματά τους να φιγουράρουν στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων, αλλά είναι μία διαδικασία ονειρεμένη για τις ελίτ του τόπου μας, και θα εξηγήσω γιατί. Καταρχάς τα σκάνδαλα δεν αγγίζουν ποτέ την υψηλή διαφθορά. Δεν μπορούν να βγάλουν από τη μέση τους βασικούς παίκτες της ελληνικής επιχειρηματικής και πολιτικής διαπλοκής. Ακούτε συχνά το όνομα του Βαρδινογιάννη ή του Μπόμπολα στα μεγάλα σκάνδαλα που απασχόλησαν την επικαιρότητα τα τελευταία χρόνια; Προφανώς θα πρόκειται για επιχειρηματίες υπεράνω πάσης υποψίας. Τα σκάνδαλα δεν μπορούν να πλήξουν ποτέ την καρδιά του πολιτικού συστήματος. Γιατί; Μα γιατί ο μόνος πρωτοκλασάτος υπουργός που πήγε φυλακή είναι ο Τσοχατζόπουλος (η περίπτωση Αθανασόπουλου είναι δευτερεύουσας σημασίας). Όσο και να κραυγάζουν τα πρωτοσέλιδα, υπάρχει η αδιατάρακτη εμπειρική βεβαιότητα ότι κανείς δεν θα πάθει τίποτα. Τα σκάνδαλα στοχεύουν δημοσιογραφικά σε μία μεσαία κατηγορία, ούτως ώστε να εξασφαλίζεται ότι και ο κόσμος θα ικανοποιείται ότι θίχτηκε κάποιος σχετικά ισχυρός, αλλά και να παραμένει το σύστημα ακλόνητο στη θέση του με τους κεντρικούς παίκτες χαλαρούς και αμέριμνους.

Ο Κώστας Σημίτης είχε ερωτηθεί για τη διαπλοκή εργολάβων και ΜΜΕ και είχε πει ότι «Από τους ελέγχους που διενεργούν οι υπηρεσίες μας δεν προκύπτει κάτι τέτοιο», παρότι την περίοδο εκείνη υπήρχαν κριτικές της Κομισιόν σχετικά. Παρά την ύπαρξη του Τσουκάτου, ο Σημίτης κάνει ακόμη και σήμερα μαθήματα για την καταπολέμηση της διαφθοράς, σε πείσμα κάθε λογικής. Η μνημειώδης φράση του Ανδρέα Παπανδρέου «Ένα δωράκι θα ήταν κατανοητό, αλλά όχι και 500 εκατομμύρια!» συνοψίζει αυτό το κλίμα, που ιστορικά συμβολίζεται στην περίπτωση του Κωλέττη, για τον οποίο γράφεται ότι αφού αύξησε την περιουσία του χάρη στην πολιτική, περνούσε τη μέρα του κάνοντας ρουσφέτια και μετά τον έπαιρνε ο ύπνος στις συνεδριάσεις της Βουλής. Πέθανε πλήρης ημερών.

Δεν θέλω να παρεξηγηθώ: Δεν υποτιμώ καθόλου τη σημασία της πολιτικής διαφθοράς. Και μάλιστα, εκτός από το να τη μετράω σε εκατομμύρια και δισεκατομμύρια, διαθέτω μία αντιμαρξιστική ηθικολογική φλέβα που κάνει αυτές τις ιστορίες πολύ προκλητικές στα δικά μου μάτια. Πιστεύω παρόλα αυτά ότι η συζήτηση που γίνεται τον τελευταίο καιρό συνιστά την επίσημη ταφόπλακα της πολιτικής συζήτησης που έγινε στην Ελλάδα τα χρόνια των μνημονίων. Ο ΣΥΡΙΖΑ αυτή την περίοδο δεν συζητά τίποτε άλλο από το πόσο διεφθαρμένη είναι η Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ. Δεν έχω καμία αμφιβολία ότι έχει κάποιο δίκιο (δυσκολεύομαι να πιστέψω την ιστορία με τις πολύχρωμες δεσμίδες στον Σαμαρά στο Μαξίμου, αλλά αυτό είναι λεπτομέρεια). Έστω ότι τα πράγματα είναι ακριβώς έτσι. Τι σημαίνει αυτό; Ότι θα φυλακιστούν οι κακοί και θα αναλάβουν τη διακυβέρνηση της χώρας έντιμοι άνθρωποι; Τίνος ζητούμενο είναι αυτό; Για τον ΣΥΡΙΖΑ εκπληρώνεται έτσι μια πάγια επικοινωνιακή επιδίωξη μετά την κωλοτούμπα: να αντικατασταθεί το δίλημμα μνημόνιο-αντιμνημόνιο με το αφήγημα περί ηθικού πλεονεκτήματος.

Το αίτημα της αντικατάστασης του τρέχοντος πολιτικού προσωπικού με άλλο, εντιμότερο, είναι ποινικώς κατανοητό και πολιτικώς αδιάφορο. Κουτσά στραβά, στην αρχή της κρίσης συζητούσαμε για τη λιτότητα. Τώρα συζητούμε για δικαστήρια. Εις ό,τι με αφορά, θεωρώ ότι η εφαρμογή της σημερινής πολιτικής από άσπιλους πολιτικούς θα παραμείνει εφιαλτική. (Και αυτό αν δεχτούμε για χάρη του επιχειρήματος ότι οι συγκεκριμένοι είναι άσπιλοι, για το οποίο αμφιβάλλω.)

Το 1980 οι διευθυντές επιχειρήσεων κέρδιζαν μόνο (!) 42 φορές περισσότερα χρήματα από τους υπαλλήλους τους. Το 2007 στις ΗΠΑ κέρδιζαν 344 φορές περισσότερα. (Michael J. Sandel, Justice: What’s the Right Thing to Do?) Εγκληματίες είναι αυτοί; Αξιοσέβαστοι κύριοι είναι, που τους θαυμάζουν όλοι οι συγγενείς μας. Η δικαστική συζήτηση δεν είναι παράλληλη προς την πολιτική, όπως λέγεται πολλές φορές. Λειτουργεί, φοβάμαι, ανταγωνιστικά. Αντί για τη δικαιοσύνη, μας προτρέπει να συζητούμε για την εντιμότητα, εστιάζοντας σε πρόσωπα, με μια διάθεση βαθύτατα αμφίθυμη, μεταξύ μίσους και φθόνου.

Το χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της πορείας είναι ο πρόσφατος ανασχηματισμός στον ΣΥΡΙΖΑ. Στην οικονομική πολιτική ακούσαμε τους εξωφρενικούς επαίνους για τον Παπαδημητρίου, για το ήθος και τη σκέψη του. Πρόκειται για τον ίδιο άνθρωπο που κατάπιε τις απόψεις του για να υπουργοποιηθεί και μετά αποπέμφθηκε λόγω σκανδάλου. Στο υπουργείο μεταναστευτικής πολιτικής είχαν το θράσος να πουν ότι η πολιτική παραμένει ίδια, γιατί είναι η πολιτική της κυβέρνησης, άλλα νιώθουν πολύ μεγάλη συγκίνηση. Τι συγκίνηση και γιατί; Και ποιος ενδιαφέρεται; Μήπως οι πρόσφυγες που υφίστανται τις συνέπειες της συμφωνίας της ΕΕ με την Τουρκία;

Την υποκρισία αυτών των καταστάσεων τη συμβολίζει καλύτερα η περίπτωσή του Φώτη Κουβέλη. Ο Φώτης Κουβέλης είναι μία προσωπικότητα με μεγάλο κωμικό εκτόπισμα.
Λίγο επειδή είναι τόσο άνοστος και λίγο επειδή είναι τόσο αλλοπρόσαλλη η πολιτική του πορεία, αρκεί να προφέρει κάνεις το όνομά του και αυτομάτως δημιουργείται κωμική διάθεση. Η δυνατότητά του να παραμένει «πιο άχρωμος και από τον Αβραμόπουλο», ανεξαρτήτως συνθηκών, τον κάνει ένα πρόσωπο πολύ αγαπητό στη σάτιρα. Η πορεία του όμως συμβολίζει όλο το αδιέξοδο της σημερινής κοινοβουλευτικής αριστεράς.

Ο Φώτης Κουβέλης και οι τότε ψηφοφόροι της Δημοκρατικής Αριστεράς είχαν πιστέψει πολύ νωρίς κάτι που ο ΣΥΡΙΖΑ χρειάστηκε πρώτα να κυβερνήσει για να το καταλάβει. (Ή, αν δεν είμαστε αφελείς, για να το ομολογήσει). Η Δημοκρατική Αριστερά είχε ήδη τότε συνταχθεί με τη λογική του μονόδρομου. Συνεργάστηκε με το αμαρτωλό ΠΑΣΟΚ, τη Νέα Δημοκρατία και τους υπουργούς του πρώην ΛΑΟΣ, εκείνο τον παλιό καιρό που η νεολαία του ΣΥΡΙΖΑ φώναζε «Μισθούς-συντάξεις τις κάνατε κουρέλι, άντε και γαμήσου, σύντροφε Κουβέλη».

Η κωμική και τραγική εξέλιξη αυτής της ιστορίας είναι ότι αφού ο ΣΥΡΙΖΑ εξελέγη, ανακάλυψε ότι πράγματι δεν υπάρχει άλλη λύση και ότι αυτά που έλεγαν οι δανειστές μας ήταν πάντοτε μονόδρομος. Δηλαδή οι λύσεις είναι συγκεκριμένες και αυτό που μας εμποδίζει να τις εφαρμόσουμε είναι η ανωριμότητα κάποιων εκπροσώπων του. Τι κάνεις τότε; Αντικαθιστάς την πολιτική συζήτηση με τις μουσικές καρέκλες. Η κατεύθυνση είναι προαποφασισμένη, λοιπόν εναλλάσσονται οι πρόθυμοι, κάνοντας δηλώσεις και εισπράττοντας μισθούς.

Ο τρόπος με τον οποίον ο Φώτης Κουβέλης στην αρχή καθυβρίζεται από τη νεολαία του ΣΥΡΙΖΑ και στη συνέχεια η νεολαία αυτή ανακαλύπτει ότι έχουν και τα μνημόνια τα θετικά τους και αποφασίζει να ανοίξει τις αγκάλες της και να τον υποδεχτεί ξανά, δείχνει ότι όλο το καρναβάλι του ανασχηματισμού οδηγεί σε ένα και μόνο συμπέρασμα. Ότι οι υπουργοί μπορεί να συγκινούνται και να αγκαλιάζονται όταν παίρνουν ή αφήνουν καρέκλες. Είναι η ζωή τους, η καθημερινότητά τους. Δεν τους κατηγορώ, είναι λογικό. Για κάποιον όμως που δεν είναι υπουργός αλλά πολίτης αυτής της χώρας, ένα πράγμα μόνο έχει νόημα και αυτό δεν θα μας το δώσει κανένας ανασχηματισμός. Να συζητούμε πάντοτε το μοναδικό ερώτημα της πολιτικής: Πώς θέλουμε να είναι ο κόσμος και τι πρέπει να κάνουμε για να τον αλλάξουμε.