Σύμφωνα με ένα θεμελιώδη ορισμό, Εθνική Ταυτότητα είναι η αίσθηση που έχει ένα άτομο για το ποιός είναι, εξ’ αιτίας του γεγονότος ότι είναι μέλος μιας εθνικής συλλογικότητας. Για διάφορους λόγους, που δεν είναι του παρόντος, τόσο στην Ελλάδα, όσο και στο σύνολο των Βαλκανικών πληθυσμών, η εθνική ταυτοτική υπαγωγή είναι φορτισμένη με στοιχεία έντονης μειονεκτικότητας και ανεπάρκειας, καθώς φάνταζε πάντα υποδεέστερη των «καλυτέρων ευρωπαϊκών». Στα Βαλκάνια, όχι μονάχα τα παραγόμενα προϊόντα, αλλά σχεδόν τα πάντα, δεν ήταν ποτέ «εφάμιλλα των καλυτέρων ευρωπαϊκών». Ούτε καν οι ίδιοι οι άνθρωποι, δεν ήταν εφάμιλλοι των καλυτέρων Ευρωπαίων και λοιπών μελών των «πεπολιτισμένων εθνών της Δύσεως».

andr

του Αντώνη Ανδρουλιδάκη στο ThePressProject

Ατυχώς, η εθνική ταυτότητα –όπως και κάθε άλλη συλλογική ταυτότητα- προκύπτει πάντα μέσω συγκρίσεων ανάμεσα σε «μας» και στους άλλους, τους «αυτούς», που δεν είναι εμείς. Και το αποτέλεσμα της σύγκρισης καθορίζει αν η εν λόγω ταυτότητα θα είναι θετική ή όχι και άρα, αν συμβάλλει στην αυτοπεποίθηση του ατόμου. Είναι έτσι φανερό γιατί η «ελληνική εθνική ταυτότητα» δεν κατορθώνει να συμβάλλει στη διαμόρφωση μιας θετικής αυτοεικόνας για τον Νεοέλληνα. Οι συγκρίσεις, των τελευταίων τουλάχιστον δεκαετιών, την βγάζουν πάντα ελλειμματική. Και είναι ακριβώς αυτή η ελλειμματική σύγκριση που οδηγεί τους Έλληνες είτε να «φεύγουν» -φαντασιακά ή και κυριολεκτικά- από την εθνική τους υπαγωγή, ιδιαίτερα μάλιστα όταν μοιάζει ανέφικτο να επιδιώξουν μια αποκατάσταση αυτής της αρνητικής τους αντίληψης.

Έτσι, με δεδομένη τη θεωρητική αρχή ότι συμμετέχει κάποιος σε μια εθνική ταυτοτική υπαγωγή –όπως και σε κάθε άλλη ομάδα- στο βαθμό που προσδοκά να αντλήσει απ’ αυτήν μια θετική αυτοεκτίμηση, τίθεται το ερώτημα τι στο καλό συμβαίνει αν είναι κανείς Βαλκάνιος; Αν, δηλαδή, από την υπαγωγή αυτή δεν αντλεί μια θετική εικόνα για τον εαυτό του ως άτομο, αλλά αντίθετα βιώνει μια συνειδητή ή ανεπίγνωστη μειονεξία. Στην περίπτωση αυτή, μπορούμε εύλογα να υποθέσουμε ότι θα οδηγηθεί ή στο να αναζητήσει μια άλλη ταυτοτική υπαγωγή, όπως για παράδειγμα «μένουμε Ευρώπη» ή θα επιχειρήσει να διαφοροποιηθεί ατομικά από την εθνοτική του υπαγωγή, αρνούμενος την εθνική του ταυτότητα και επικρίνοντας και καταγγέλλοντας ποικιλοτρόπως τα υπόλοιπα μέλη της εθνικής του υπαγωγής ή τέλος, θα στραφεί σε μια εθνικιστική υπεραναπλήρωση με αναφορές στο κάλος των αρχαίων προγόνων του, στην υπεροχή της δικής του φυλής έναντι των άλλων κλπ.

Από την άποψη αυτή, η εθνικιστική υπεραναπλήρωση, ως διαφυγή από την παρούσα αρνητική σύγκριση, αλλά και η ολοσχερής άρνηση της εθνικής ταυτότητας, μέσω της επίκλησης ενός ιδιότυπου «διεθνισμού» –που αρνείται την ίδια την ετυμολογία της λέξης, δηλαδή το προαπαιτούμενο της λέξης «έθνος»- έχουν κοινή ρίζα: τη βαθιά μειονεκτικότητα εξ’αιτίας της ελληνικής ταυτοτικής υπαγωγής, αλλά και το ανέφικτο της αποκατάστασης της. Με άλλα λόγια, πίσω από τη συνθηματολογία είτε του τύπου «Έλληνας γεννιέσαι», είτε του τύπου «Έλληνας καταντάς», εκείνο που αποκρύπτεται είναι το αίσθημα ντροπής και μειονεξίας που γεννάει και τα δυο.

Άλλωστε, όπως ορίζει η γνωστική ψυχολογία, το αίσθημα της μειονεκτικότητας και της ανεπάρκειας μπορεί να «απαντηθεί» ή να αναπληρωθεί μέσα από ένα ευρύ γνωστικό και συναισθηματικό φάσμα. Η αγανάκτηση, η δυσαρέσκεια, η απογοήτευση, η οργή, τοστρες, η υπεραναπλήρωση, η κατάθλιψη και η παραίτηση είναι μερικά απ’ αυτά και τόσο οι Έλληνες, όσο και οι Αλβανοί, οι Σλάβοι ή οι άλλοι λαοί των Βαλκανίων έχουν χορτάσει επί σειρά ετών από αυτές τις «απαντήσεις», ενώ το αίσθημα ανεπάρκειας παραμένει.

Προφανώς, μέσα σε τέτοιες συνθήκες συλλογικής μειονεκτικότητας, οι συστημικοί μηχανισμοί τρίβουν τα χέρια τους, αφού γνωρίζουν πολύ καλά ότι για να αδρανοποιήσεις-εκτονώσεις μια δια-ομαδική σύγκρουση δεν έχεις παρά να δημιουργήσεις μια υπερκείμενη ομάδα, μια ευρύτερη ομάδα υπαγωγής, που να προσφέρει -ή να φαίνεται ότι προσφέρει- εκείνη το αίσθημα αυτοπεποίθησης που η υποδεέστερη ομάδα δεν μπορεί να προσφέρει. Έτσι μπορεί, για παράδειγμα, να «διασκεδάζεται» η ταξική σύγκρουση όταν προσφέρεται ως υπερκείμενη ομάδα το έθνος και η περιβόητη «εθνική ενότητα». Έτσι, μπορεί ακόμη και να «διαμορφωθεί» μια εθνική ταυτότητα, ακόμη κι εκεί που αυτή δεν υπάρχει, προκειμένου να περιορίζονται οι πιθανότητες μιας ταξικής σύγκρουσης. Έτσι κι αλλιώς, το έθνος-κράτος συγκροτείται ακριβώς σ’ αυτόν τον θεμελιακό πυρήνα και γι’ αυτό η εθνική ταυτότητα είναι αποκλειστική εργολαβία του κράτους και των μηχανισμών του, μέσω της διαμόρφωσης μιας επίσημης και συνεκτικής αφήγησης της ιστορίας του έθνους, μέσω της κρατικής εκπαίδευσης κλπ. Κατ’ αναλογία, η Ευρωπαϊκή Ένωση συγκροτείται και αυτή ως υπερκείμενη ομάδα που αποσκοπεί στην άρση των εθνικών συγκρούσεων των μελών της και για τους ίδιους λόγους επιχειρεί την απομείωση της ισχύος των εθνικών ταυτοτήτων και την ανάδυση μιας νέας υπερκείμενης ευρωπαϊκής ταυτότητας.

Κάτω από το πρίσμα αυτό, οι πολίτες της πΓΔΜ είναι πραγματικά «αδέρφια» μας. Και αυτό γιατί και εκεί προκειμένου να συγκροτηθεί το κράτος που αποτελείται όχι μόνο από ομάδες ταξικά διαφοροποιημένες, αλλά και από ομάδες διαφοροποιημένες φυλετικά (Αλβανοί και Σλάβοι), έπρεπε να «εφευρεθεί» μια υπερκείμενη συνεκτική ταυτότητα-ομάδα που να μπορεί να χωρέσει και τους μεν και τους δε. Η «μακεδονική εθνική ταυτότητα» δηλαδή αποτελεί την υπερκείμενη συνεκτική ταυτότητα που συγκροτεί –και συγκρατεί από τη διάλυση- το εν λόγω κράτος. Αλλά επίσης, η «μακεδονική εθνική ταυτότητα» απαντάει, υπεραναπληρωτικά, στο βαθύ υπαρξιακό δια-ομαδικό άγχος και στα αισθήματα μειονεξίας που βιώνουν οι Αλβανοί και οι Σλάβοι από την υπαγωγή τους στις δικές τους εθνικές ταυτότητες. Όπως δηλαδή, ένας Έλληνας εθνικιστής ανατρέχει στην προγονοπληξία για να ανακουφίσει λίγο το αίσθημα κατωτερότητας που βιώνει σε σχέση με την ταξική του υπαγωγή ή σε σύγκριση με τους άλλους «προοδευμένους Ευρωπαίους», έτσι πανομοιότυπα και ο Αλβανός ή Σλάβος πολίτης της π.Γ.Δ.Μ. Και όπως ο Νεοέλληνας θέλει να υπάγεται στην Ε.Ε. και στην «πολιτισμένη ταυτότητα του Ευρωπαϊκού κεκτημένου» αντλώντας από εκεί την αυτοεκτίμηση που δεν λαμβάνει από την εθνική του ταυτότητα, έτσι και όλοι οι υπόλοιποι Βαλκάνιοι.

Γίνεται αντιληπτό έτσι ότι όπως λειτουργούν οι άρχουσες τάξεις στο εθνικό πλαίσιο, έτσι και οι κυρίαρχες ελίτ στο διεθνές γεωπολιτικό πλαίσιο κάνουν ότι περνάει από το χέρι τους για να συντηρούν αυτήν την χρόνια βαλκανική μειονεξία, που μπορεί να «παράγει», σχεδόν κατά παραγγελία, τόσο τους εθνικισμούς και την υποταγή των λαών της Βαλκανικής, όσο βέβαια και την ανάδυση του αναγκαίου καθ’ εκάστην διεθνούς προστάτη, διαιτητή και επικυρίαρχου. Και είναι πραγματικά εντυπωσιακό ότι στην παρούσα φάση το ζήτημα της ταυτότητας της π.Γ.Δ.Μ. έρχεται πάλι στο προσκήνιο στη φάση ένταξης του κράτους αυτού στο ΝΑΤΟ, δηλαδή στη φάση αναζήτησης γεωπολιτικής προστασίας.

Να γιατί, εν τέλει, το ζήτημα της ονομασίας του γειτονικού κράτους δεν είναι απλά δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού ενός Λαού. Γιατί, όπως από «δω μεριά» «ο πατριωτισμός είναι το τελευταίο καταφύγιο των καθαρμάτων» έτσι και «από κει μεριά». Όπως από «δώ μεριά» ο εθνικισμός είναι η ανακούφιση της εθνικής μειονεξίας, έτσι κι από εκεί. Όπως εδώ η ανάγκη υπαγωγής στην ευρύτερη ευρωπαϊκή-δυτική ταυτότητα είναι συστημική στόχευση που απαντάει μια χαρά στην χρόνια και συστημικά καλλιεργημένη εθνική μειονεξία, έτσι κι εκεί. Όπως εδώ η υπερκείμενη εθνική ταυτότητα χρησιμοποιήθηκε συχνά σαν ένα χωνευτήρι των ταξικών αντιπαραθέσεων έτσι κι εκεί. Όπως από εδώ η υπαγωγή στην εθνική ταυτότητα γεννάει συχνά καρναβάλια, έτσι και από εκεί. Και τι άλλο είναι άλλωστε το καρναβάλι παρά η τραγελαφική έκφραση της βαθιάς μειονεξίας που δεν μπορεί να ανακουφιστεί παρά μόνο με την υιοθέτηση μιας φορεσιάς, μια μάσκας, που δεν είσαι εσύ.

Διαβάστε τη συνέχεια στο ThePressProject